Dogma

Ελάχιστος οφειλόμενος φόρος τιμής προς την Φιλική Εταιρεία

Γράφει ο Παναγιώτης Mυργιώτης, μαθηματικός

Ο Ελληνικός Λαός από την φύση του ελεύθερος και αγωνιστής και πατριώτης στο διάβα της ιστορικής διαδρομής δεν έσκυψε το κεφάλι και δεν λογάριαζε την  αριθμητική – υλική υπεροχή του αντιπάλου. Το μαρτυρεί η απάντηση προς τους Πέρσες ότι θα πολεμάμε υπό την σκιά των τόξων των πολυάριθμων Περσών . Ο πόθος της ελευθερίας του κατέκαιγε τα σωθικά, μιλάμε για τη σκλαβιά του την οθωμανική. Το όνειρο ότι μια μέρα θα γίνουν πάλι με χρόνους με καιρούς δικά μας του συντηρούσε την ελπίδα και του έδινε φτερά. Το κρυφό σχολειό του συντηρούσε τον πόθο. Το ιστορικό παρελθόν δρούσε πολλαπλασιαστικά. Δεν δέχτηκε την τουρκική σκλαβιά μοιρολατρικά. Έγιναν αρκετές προσπάθειες σε τοπικό επίπεδο, κυρίως, για λευτεριά. Δεν είχαν τα αναμενόμενα και ποθητά αποτελέσματα. Οι τοπικές εξεγέρσεις πνίγονταν στο αίμα και πότιζαν το δένδρο και την Ελπίδα της ευλογημένης ημέρας.

Έτσι, λοιπόν, το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας και συγκεκριμένα την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η Ορθοδοξία εορτάζει και πανηγυρίζει την ύψωση του Τιμίου Σταυρού,  τρείς αγνοί Έλληνες πατριώτες ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία. Πρόκειται για τον Νικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα. Και οι τρεις έχουν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών. Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση.

Η επιλογή της ημέρας δεν είναι τυχαία. Θέλουν να σηματοδοτήσουν τον χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης εξέγερσης, της προετοιμαζόμενης παλιγγενεσίας, την κήρυξη της επανάστασης για «την πίστη του Χριστού την Αγία και της Ελλάδος την Ελευθερία» όπως θα βροντοφωνάξουν οι επαναστατημένοι Έλληνες από την Αγία Λαύρα την 25η Μαρτίου  1821, άλλη μια πολύ σημαδιακή ημέρα για την Ορθοδοξία.

Η δράση της Φιλικής Εταιρείας, προφανώς, ήταν συνωμοτική και κρυφή. Ο δυνάστης Τούρκος καιροφυλακτούσε και πολύ εύκολα χρησιμοποιούσε τη χατζάρα και δεν αστειευότανε. Ήταν πολύ σκληρός και απάνθρωπος. Αυτό επέβαλε ώστε η οργάνωση να κινείται σε επίπεδα.: (Οι Βλάμηδες, οι Συστημένοι, οι Ιερείς, οι Ποιμένες, οι Αρχιερείς, οι Αφιερωμένοι και οι Αρχηγοί των Αφιερωμένων). Για αναγνωρίζονται μεταξύ τους οι φιλικοί είχαν σημεία αναγνωριστικά τα οποία μόνο αυτοί εγνώριζαν και απαγορευότανε να τα μαρτυρήσουν, έστω και αν εκινδύνευε η ίδια της η ζωή τους .Τα μέλη της ορκίζονταν στο ιερό ευαγγέλιο με όρκο σκληρό, μεταξύ των άλλων….: «Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των…».

Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας. Οι Aπόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν δώδεκα και ορίστηκαν από τον Σκουφά, όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1818. Αυτοί ήταν οι ακόλουθοι: Ο  Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία, ο Βατικιώτης για τη Βουλγαρία, ο Πεντεδέκας για τη Ρουμανία, ο Λουριώτης για την Ιταλία, ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού, ο Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία, ο  Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη, ο Κροκίδας για την Ήπειρο, ο Πελοπίδας για την Πελοπόννησο, ο Ίπατρος για την Αίγυπτο, ο Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και ο Κυρ. Καμαρηνός για τον Πετρόμπεη της Μάνης

Όλοι αυτοί, μετά τον θάνατο του Σκουφά, διασκορπίστηκαν στις περιφέρειες που τους ορίστηκαν και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά» του: «..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».

Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814 – 1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις. Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια.

Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.

Για την Φιλική Εταιρεία πάρα πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς. Και πάλι λίγα θα ήταν. Θεωρείστε αυτά τα λίγα ως ελάχιστο φόρο τιμής και δόξης προς τους φλογερούς εκείνους Έλληνες πατριώτες που ίδρυσαν και λειτούργησαν στη συνέχεια την εταιρεία  που προετοίμασε την εξέγερση των υπόδουλων, τότε, Ελλήνων για την Ελευθερία των. Ένωσε και συντόνισε τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Της πρέπει τουλάχιστον ο σεβασμός και η υπόσχεση ότι αν χρειαστεί θα δημιουργηθεί και πάλι η Φιλική Εταιρεία.

Ο Όρκος των Φιλικών

Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να μην φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.

Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε  δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.

Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.

Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.

Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.

Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.

Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου.

Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».