Εμπειρία και σχέση
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης
Η αδυναμία του σημερινού ανθρώπου να δυνηθεί να κατανοήσει εκείνη την ιδιαιτερότητα, κάθε ανθρώπινη διαφορετικότητα, εξαιρέτως, δε, κάθε ξεχωριστή περίπτωση επί τα βελτίω, είναι κατάσταση μεταπτωτικής ένδειας, απόρροια μιας επικαθήμενης φθοράς επί της ανθρωπίνης φύσεως, με γενεσιουργό αιτία την παραδείσια παράβαση των πρωτοπλάστων.
Κατά τον Χούσερλ, απουσιάζει η γνώση και εμπειρία του Άλλου, κάθε άλλου γύρω και ανάμεσά μας, ακριβώς επειδή ο ίδιος, αντιλαμβάνομαι αυτή μου την απειρία ως απουσία γνώσης και εμπειρίας στη σωματική εμφάνιση, δηλαδή, ως μια νωθρἠ σχέση μιας αφηρημένης διυποκειμενικότητας ανάμεσα σε ένσαρκα υποκείμενα (σύνθετη δομή ενσυναίσθησης, Apprasentation και Parrung).
Πρόκειται, δηλαδή, για την αυτοθέλητη μετάβαση του ανθρώπου από την εμπειρία ενός φυσικού αντικειμένου στην εμπειρία ενός άλλου υποκειμένου, μιας και κάθε άλλη ενσώματη υποκειμενικότητα είναι άγνωστη, άγευστη, ακατανόητη και ανεξήγητη. Έτσι, με βάση τη συγκροτησιακή διυποκειμενικότητα, η εμπειρία μου της αντικειμενικής εγκυρότητας δύναται να καταστεί δυνατή από την εμπειρία μου της υπερβατικότητας, της έτερης, δηλαδή, υποκειμενικότητας (χουσερλιανή φαινομενολογία). Αυτή δε, η υποκειμενικότητα, υποστηρίζει ο Χούσερλ, υπερβαίνει τις λοιπές υπερβατικότητες του κόσμου, των αντικειμένων, των ιδεών.
Όμως, αυτή η χουσερλιανή φαινομενολογία αποδομείται και γκρεμνίζεται με τη θεία συγκατάβαση του Υιού και Λόγου του Θεού, όπου και φανερώνεται η δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού έλαβε την πραγματική, αληθινή ανθρώπινη φύση, πλην, όμως, αυτή η φύση έφερε και είχε καινότητα που απουσίαζε από την παλαιωθείσα φύση του Αδάμ.
Με τη θεία συγκατάβαση, τη Σταυρική θυσία και τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Χριστού, η παλαιά φύση χαριτώνεται και πνευματικά καρποφορεί έμπροσθεν του θείου χριστολογικού θαύματος, λαμβάνει χάρη απαστράπτουσα, ευωδία υπερβατική και υπερκόσμια, ενέργεια χριστοειδή και κατά χάριν αγιότητα θεϊκή και παραδείσια.