Ήταν η Άγια Νύχτα των Χριστουγέννων σε μια μεγάλη πόλη της πατρίδας μας. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ένα κατάλευκο πέπλο άρχισε να σκεπάζει όλη την πόλη. Καθώς έπεφτε το σούρουπο και το κρύο γινόταν όλο και πιό τσουχτερό, οι διαβάτες ήταν βιαστικοί και βάδιζαν γρήγορα-γρήγορα για να μπούνε στα ζεστά σπίτια τους. Εκεί, μες το κρύο σούρουπο, βάδιζε στους χιονισμένους δρόμους αυτής της πόλης ένα μικρό κοριτσάκι. Δε βιαζόταν όπως οι άλλοι, άλλωστε δεν είχε να πάει πουθενά. Δεν την περίμενε ούτε ένα ζεστό σπίτι, ούτε μια ζεστή αγκαλιά. Δεν είχε κανέναν, ήταν μόνο και περιδιάβαινε τους λασπωμένους δρόμους αυτής της πόλης με ένα-δύο κουτάκια σπίρτα στα παγωμένα χεράκια του.
Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά της ένας περαστικός, έτεινε το χεράκι της με τα σπιρτόκουτα. Κανείς όμως δεν την πρόσεχε, κανείς δεν αγόραζε σπίρτα εκείνο το βράδυ. Εκείνη η βραδυά ήταν διαφορετική, ήταν ιερή, ήταν Χριστούγεννα, κι άνθρωποι ήταν βιαστικοί, κουκουλωμένοι στα παλτό τους, με μάλλινα καπέλα στο κεφάλι και ζεστές δερμάτινες μπότες, κρατούσαν όλοι δώρα σε πολύχρωμα κουτιά τυλιγμένα με όμορφες κορδέλες. Δεν είχαν καιρό και όρεξη να κοιτάξουν τη φτωχή μικρούλα, που μπορεί να τους χαλούσε και την χαρούμενη Χριστουγεννιάτικη διάθεση.
Το μικρό κοριτσάκι τους κοιτούσε και τους θαύμαζε. Τι ωραίοι που ήταν όλοι τους! Και τι όμορφα και ζεστά ρούχα φορούσαν! Ομως δεν ζήλευε καθόλου, ίσα ίσα που χαιρόταν κιόλας, μόνο που ντρεπόταν λίγο, γιατί εκείνη δεν είχε καλά ρούχα. Το παλτουδάκι της ήταν πολυκαιρισμένο και φθαρμένο, δεν κρατούσε το τσουχτερό κρύο και τά παπουτσάκια της ήταν πάνινα και σκισμένα. Περπατούσε αργά, είχε πια νυχτώσει και οι τελευταίοι διαβάτες έμπαιναν βιαστικά στα σπίτια τους που ήταν πολύ όμορφα στολισμένα, με λαμπιόνια και Χριστουγεννιάτικα δέντρα, φωτισμένα για τη μεγάλη γιορτή. Η μικρούλα περνούσε απ’έξω και κοιτούσε μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, ήταν όλα πολύ ωραία.Και αυτές οι μυρωδιές… Τις ξεχώριζε μια-μια… το τσουρέκι, τα κουλουράκια, τη γαλοπούλα … Αχ πόσο πεινούσε. Οι ώρες περνούσαν και ξαφνικά το ρολόι του καμπαναριού άρχισε να χτυπάει μεσάνυχτα. Χωρίς να το σκεφτεί καλά-καλά, τα ποδαράκια της
την οδήγησαν εκεί στη βάση του καμπαναριού που υπήρχε ένα δώμα. Πολλές βραδυές περνούσε εκεί. Πήγε και κούρνιασε σε μια γωνιά σαν πουλάκι. Κρύωνε πολύ και έβγαλε το τελευταίο σπιρτόκουτο που είχε και άρχισε να ανάβει τα σπίρτα ένα-ένα για να ζεσταθεί. Όταν άναψε και το τελευταίο σπίρτο, γέμισε η ψυχή της ζεστασιά. Ανοιξαν οι ουρανοί και είδε μια φωτεινή σκάλα να φτάνει ψηλά στον ουρανό και άγγελοι να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στο βουνό εκεί πέρα, μακριά. Τότε ένας άγγελος, ο πιό όμορφος απ’ όλους, ο άγγελός της, ήρθε κοντά της, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε σε εκείνο το βουνό. Η μικρή αντίκρισε εκεί μια σπηλιά και γύρω πολλούς φωτεινούς αγγέλους και ταπεινούς βοσκούς, αλλά κανείς δεν έμπαινε μέσα. Τότε ο άγγελός της την πήρε από το χέρι και μπήκαν μέσα στη σπηλιά. Η μικρούλα αντίκρισε σε μια φάτνη ένα μωρό που έλαμπε και πό πάνω του ήταν η μητέρα του χαρούμενη, φωτεινή, αγνή.
Ο άγγελος έσκυψε και προσκύνησε πρώτα το μωρό και ύστερα τη μητέρα.
Τότε το μικρό κορίτσι πλησίασε και προσκύνησε τον Μέγα Βασιλέα της ψυχής της και η καρδιά της γέμισε χαρά και ζεστασιά. Ήταν το πιό χαρούμενο, το πιό ευτυχισμένο παιδάκι εκείνης της Άγιας Νύχτας. Αφού προσκύνησαν το Θείο Βρέφος, ο άγγελος θέλησε να οδηγήσει το μικρό κοριτσάκι πίσω στην πόλη. Εκείνη όμως έμεινε εκεί, στη φάτνη, μέσα στην αγκαλιά της Αγίας Μητέρας, να χαίρεται όσο κανείς άλλος από τους κατοίκους αυτής της πόλης εκείνο το παγωμένο βράδυ. Ήταν η στιγμή που βρήκαν οι ενορίτες, το χάραμα όταν πήγαν στην εκκλησία, το μικρό κοριτσάκι με τα σπίρτα, να κοιμάται ήρεμο, τον αιώνιο ύπνο, εκεί στο καμαράκι του καμπαναριού. Το προσωπάκι του ήταν γαλήνιο και χαμογελαστό και από τον ουρανό ακούγονταν Θείες μελωδίες. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα ήταν το μοναδικό πλάσμα που έκανε πραγματικά Χριστούγεννα εκείνη την Άγια Νύχτα.
Iωάννα Μούτση