Ενας αιώνας από τη μοιραία χρονιά που άλλαξε τον Ελληνισμό
Στις 9 Σεπτεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο) η πόλη κατελήφθη από τον τουρκικό στρατό. Η μεγάλη πυρκαγιά που ακολούθησε έκαιγε επί τέσσερις ημέρες. Ο Παπαλουκάς σχεδίασε με μελάνι και μολύβι πάνω σε χαρτί εικόνες της καταστροφής: καπνός υψώνεται πάνω από τις στέγες, το λιμάνι γεμάτο ανθρώπους, οι βάρκες ξέχειλες με γυναικόπαιδα προσπαθούν να φθάσουν στα πλοία
Μάρω Βασιλειάδου
«Ηταν µεγάλο πένθος για αυτόν η απώλεια της δουλειάς στη Μικρά Ασία», λέει η επιμελήτρια συλλογών του Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών ΑΠΘ, Χριστίνα Τσαγκάλια. Αναφέρεται στον ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά κι ένα περιστατικό του βίου του με τους σημερινούς όρους βαθιά τραυματικό. Αλλά το τραύμα του, η καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους της πολύμηνης, επίπονης, εξαιρετικής καλλιτεχνικής δουλειάς με την οποία αποτύπωνε τα βιώματά του στη μικρασιατική γη, συνδέεται με μια μείζονα εθνική καταστροφή –την πυρκαγιά της Σμύρνης– και το συλλογικό πένθος για τη συντριβή της πόλης και τον ξεριζωμό των Μικρασιατών. Οσο για τον ίδιο τον ζωγράφο, βρέθηκε και πάλι αυτόπτης μάρτυρας των ιστορικών γεγονότων, ετούτη τη φορά χωρίς τη θέλησή του.
Ηταν περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, το 1921, όταν ο Σπύρος Παπαλουκάς, που σπούδαζε ζωγραφική στο Παρίσι, αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του και να καταταγεί στον στρατό, όπως μαρτυρά ο επιστήθιος φίλος του Στρατής Δούκας. Την ίδια περίοδο η διοίκηση του υπουργείου Στρατιωτικών αποφάσισε να στείλει στο μέτωπο ζωγράφους για να καταγράψουν με την εργασία τους τις επιχειρήσεις – είχε προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα η αποστολή του Γεωργίου Προκοπίου. Επελέγησαν τρεις, σχεδόν συνομήλικοι, τριαντάρηδες τότε: ο Παπαλουκάς, ο Παύλος Ροδοκανάκης και ο Περικλής Βυζάντιος. Ολοι τους έφυγαν για την Ανατολή με σκοπό να δουν τη ζωή στο μέτωπο και να δημιουργήσουν έργα που θα βοηθούσαν στην τόνωση του ηθικού της χώρας.
Τον Ιούνιο του 1922 διοργανώθηκε στο Ζάππειο η «Α΄ Εκθεση Πολεμικών Εργων Στρατιάς Μ. Ασίας – υπό την προστασία του Διαδόχου». Οι κριτικές από τον Τύπο για τους τρεις καλλιτέχνες ήταν διθυραμβικές – με έμφαση στον Παπαλουκά. Θερμότατη ήταν κι η ανταπόκριση του κοινού, όπως έγραψε η Εφημερίς Βαλκανίων. Παρ’ όλα αυτά, η έκθεση είχε πολύ μικρή διάρκεια και διεκόπη πρόωρα ενδεχομένως – όπως αναφέρεται στην εξαιρετική έκδοση του Τελλόγλειου που συνόδευσε την έκθεση «Σπύρος Παπαλουκάς. 1922 κ.ε.» (Θεσσαλονίκη, 2012)–, εξαιτίας διένεξης μεταξύ του υπουργείου Στρατιωτικών και της Στρατιάς. Αποφασίστηκε ωστόσο η μεταφορά της στη Σμύρνη για την εμψύχωση προφανώς των κατοίκων της, ενώ τα έργα συνόδευσαν οι τρεις ζωγράφοι.
Στο μεταξύ, το μέτωπο της Μικράς Ασίας κατέρρεε και το τέλος διαφαινόταν καθαρά. Στις 9 Σεπτεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο) η πόλη κατελήφθη από τον τουρκικό στρατό. Η μεγάλη πυρκαγιά που ακολούθησε έκαιγε επί τέσσερις ημέρες. Ο Παπαλουκάς σχεδίασε με μελάνι και μολύβι πάνω σε χαρτί εικόνες της καταστροφής: καπνός υψώνεται πάνω από τις στέγες, το λιμάνι γεμάτο ανθρώπους, οι βάρκες ξέχειλες με γυναικόπαιδα προσπαθούν να φθάσουν στα πλοία. Εκεί, μέσα στη φρίκη και στην εγκατάλειψη, χάθηκαν και τα έργα των ζωγράφων, χωρίς κανείς να γνωρίζει έως σήμερα τον ακριβή αριθμό όσων καταστράφηκαν. Οπως αναφέρει αργότερα ο Παπαλουκάς στον Τύπο (Εφημ. Βαλκανίων), κάηκαν περίπου 500 έργα από τα σχεδόν διπλάσια που είχε δημιουργήσει στη στρατιωτική του πορεία που τον οδήγησε έως το Εσκί Σεχίρ.
Κι όμως, κάτι έμεινε από το έργο του Παπαλουκά εκείνης της περιόδου: λίγοι πίνακες –ακουαρέλες– που ίσως δεν είχαν επιλεγεί για την έκθεση και αρκετά σκίτσα που ενδεχομένως υπήρξαν τα προσχέδια, δηλαδή η βάση για τα τελικά ζωγραφικά έργα. Εστω και αυτό το περιορισμένο υλικό –πολύτιμο και δύσκολο στον εντοπισμό του, όπως σχολιάζει στην «Κ» η πρώην διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαίρη Μιχαηλίδου, που ασχολήθηκε προσωπικά με το θέμα με τη βοήθεια της κόρης του ζωγράφου, Μίνας– αποδεικνύει το μέγεθος του καλλιτέχνη.
«Τα σπαράγματα που διεσώθησαν δείχνουν την ποιότητα του έργου και είναι συνυφασμένα με την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του», λέει η κ. Μιχαηλίδου. «Ο Παπαλουκάς ακολούθησε την πορεία του στρατού και όλο το φως που βρήκε στην Ανατολή διέλυσε τα χρώματα στη ζωγραφική του, κάτι που είναι έντονο στις ακουαρέλες των μικρασιατικών τοπίων. Επειδή όμως ήταν και μέγας σχεδιαστής, με τα σκίτσα του μας παραδίδει εικόνες όχι μόνον της πολεμικής ζωής ή στιγμιότυπα από το στράτευμα, αλλά επίσης σκηνές από την καθημερινότητα των ανθρώπων που γνώρισε κι αγάπησε».
Η δουλειά που μπορούμε να δούμε σήμερα –ανήκει σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, ενώ μικρό δείγμα συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση «Μικρά Ασία: Λάμψη· Ξεριζωμός· Καταστροφή· Δημιουργία», που πρόκειται να παρουσιάσει το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από τις 15 Σεπτεμβρίου– έχει ιδιαίτερη ιστορική αλλά και καλλιτεχνική αξία, καθώς λειτουργεί ως καταγραφή των γεγονότων της συγκεκριμένης περιόδου. Τα έργα διακρίνονται για τη γρήγορη σχεδίασή τους, που τους προσδίδει πηγαίο εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα, ενώ τα αδρά περιγράμματα των μορφών και οι σχηματοποιημένες φιγούρες παραπέμπουν στην τέχνη του Εμίλ Μπονάρ, σημειώνεται στην έκδοση του ΜΙΕΤ (2019) «Σπύρος Παπαλουκάς. Σχέδια και μελέτες».
Η επιστροφή του καλλιτέχνη στην Ελλάδα από τη Σμύρνη σηματοδοτήθηκε από μικρότητες, σχολιάζει η κ. Μιχαηλίδου στην έκδοση του καταλόγου της έκθεσης «Σ. Παπαλουκάς. 1922 κ.ε.». Εγκαταστάθηκε οριστικά στη χώρα αφού του αρνήθηκαν επίσης τη συνέχιση της υποτροφίας στο Παρίσι, συνδέθηκε με πρωτοποριακούς κύκλους της τέχνης και της διανόησης, δημιούργησε τα έργα της περιόδου της Αίγινας κι εντέλει αναχώρησε με τον Στρατή Δούκα για το Αγιον Ορος, ένα ταξίδι που λειτούργησε καταλυτικά στην εξέλιξη της τέχνης. Εκεί μελέτησε τη βυζαντινή τέχνη και την αγιογραφία, ξεκινώντας ουσιαστικά μια νέα περίοδο στην καλλιτεχνική του παραγωγή. Τη δουλειά της Αίγινας και του Αγίου Ορους παρουσίασε στην πρώτη του ατομική έκθεση που έγινε στη Θεσσαλονίκη, στο καφενείο του Λευκού Πύργου, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για την εικαστική δραστηριότητα της πόλης.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/