Μια φορά ήρθε εδώ ένας πολύ στεναχωρημένος. Δεν τα πήγαινε καλά με την γυναίκα του. Τόσο δεν ήθελε να δεί ο ένας τον άλλο, που ούτε στο τραπέζι κάθονταν μαζί να φάνε. Αφού τα παιδάκια τους, είχαν τέσσερα, έψαχναν τις τσέπες τους, μήπως έφερε τίποτα από έξω η μάννα για να φάνε.
Δηλαδή πήγαιναν για χωρισμό. Πήγαινε αυτός και στους πνευματικούς και του έλεγαν: «Υπομονή, μεγάλο σταυρό σηκώνεις». Εμένα δεν μου άρεζε αυτό.
— Για βάστα, του λέω, όταν παντρευτήκατε, αγαπιόσασταν;
— Ναι! Πολύ! Τη λάτρευα περισσότερο και από το Θεό, μου λέει.
(Άκου να δεις! Περισσότερο από το Θεό! Μου έκανε άσχημη εντύπωση).
— Εγώ, μου λέει, όταν ήταν να παντρευτώ ζήτησα από τον Θεό, να είναι όμορφη, να είναι πλούσια, να είναι και μορφωμένη. Πράγματι μου τα έδωσε ο Θεός.
Έτσι μου είπε! Και ήταν αυτός όλη την ώρα με το sex! τόσο πολύ κόντευε να χάσει την ψυχή του! Κινδύνευε! Πήρε λοιπόν και ο Θεός τη Χάρη Του από τη γυναίκα του για να τον σώσει.
Του λέω:
— Τι μεγάλο σταυρό σηκώνεις κ.λ.π.; Εσύ είσαι φταίχτης! Για τα πάθη δουλεύεις και γίνεται προσπάθεια να διορθωθείς από τα πάθη σου!