Ενδοοικογενειακή βία και θρησκευτικός φανατισμός
Γράφει ο Αρχιμ. Φίλιππος Χαμαργιάς, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας
Κάθε τόσο διαβάζομε ή ακούμε μια πράξη βίας. Η βία σ’ όλες της τις μορφές βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στην επικαιρότητα. Ληστείες, φόνοι, απαγωγές καλύπτουν μια μόνιμη στήλη στην ειδησεογραφία, του ελληνικού και του διεθνούς χώρου. Και κοντά σ’ αύτη, την κοινή εγκληματικότητα παρουσιάζονται φαινόμενα τρομοκρατίας, που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη και δίνουν αφορμή για ποικίλες αντιδράσεις και σχόλια. Κάπου-κάπου γίνεται γνωστή και κάποια επανάσταση σ’ ένα σημείο του πλανήτη μας από κάποια ομάδα δυσαρεστημένη προφανώς με την κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Η Εκκλησία αντιμετωπίζει έτσι κι αύτη μια σειρά από ερωτήματα κοινωνικής ηθικής και δεοντολογίας, στα οποία καλείται να δώσει μιαν απάντηση. Αλλιώς μένει εκτεθειμένη στην καλόπιστη ή κακόπιστη κριτική της κοινής γνώμης.
Ωστόσο όλοι μας έχουμε – και πρέπει να έχουμε – μια διαμορφωμένη γνώμη πάνω σε τόσο καυτά προβλήματα. Για να είναι όμως σωστή η γνώμη μας, πρέπει να βγαίνει από την πρακτική της Εκκλησίας στο διάβα του χρόνου και να αποδίδει τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστεως. Αλλιώς η άποψή μας θα είναι υποκειμενική και μόνο συμπτωματικά θα συμφωνεί με τη χριστιανική αλήθεια.
Όσον αφορά την έννοια βία τα πράγματα είναι ξεκάθαρα στο χώρο του Χριστιανισμού. Η αντίθεση του χριστιανού δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτη, χωρίς καμιά εξαίρεση. Σε καμιά περίπτωση δεν ευλογεί η πίστη μας πράξεις βίας, γιατί αποτελούν παράβαση των βασικών εντολών του Θεού στο Δεκάλογο και της καινής εντολής της αγάπης. Κανένας άλλωστε λογικός άνθρωπος, με κοινωνική συνείδηση δεν υπερασπίζεται την εγκληματικότητα, ανοιχτά τουλάχιστον…
Τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν όταν από την απλή χρήση λεκτικής ή και σωματικής βίας έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια χειρότερης μορφής βία, την τρομοκρατία. Τότε η βία γίνεται μέσον καταπάτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η Εκκλησία λαμβάνει το ρόλο του δικαστού και καταδικάζει την βία. Ο θύτης κατηγορείται και το θύμα περιθάλπεται. Ποια η θέση της Εκκλησίας;;; Η θέση είναι σαφής: η Εκκλησία ήταν και παραμένει οπαδός της μη βίας σ’ οποιαδήποτε μορφή και για οποιουσδήποτε λόγους. Η ιστορία Tης και η διδασκαλία Της είναι σαφείς στο σημείο αυτό.
Ασαφές παραμένει δυστυχώς για πολλούς ανθρώπους το πραγματικό νόημα της μη βίας, της αρνήσεως δηλαδή της ασκήσεως βίας. Σε πολλούς η προσήλωση του χριστιανισμού στα ειρηνικά μέσα για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαίνεται πρακτικά ανίσχυρη και ατελέσφορη μέθοδος. Κι όμως αυτό που φαντάζει «ρομαντισμός» εκτός Εκκλησίας, για τα μέλη Της είναι βίωμα, πραγματικότητα και αλήθεια!
Τι γίνεται όμως όταν έχουμε απέναντί μας ένα είδος βίας που διαφέρει από τα μέχρι τώρα γνωστά είδη βίας, όπως η βία του γηπέδου ή η σεξουαλική βία, και αναφέρομαι στην ενδοσχολική βία. Πως θα αντιμετωπίσει η Εκκλησία το θύτη και το θύμα; Ποιον θα καταδικάσει και ποιόν θα περιθάλψει, όταν και τα δυο πρόσωπα είναι παιδιά της ίδιας ηλικίας ;
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε την ύπαρξη αυτού του είδους βίας ακόμη και στην χορεία των πρώτων μαθητών της Εκκλησίας μας, των Δώδεκα Αποστόλων. Τι ήταν ο Ιούδας; Ένα δείγμα μαθητού ο οποίος εργαζόταν για την διάσπαση της δωδεκάδας. Ίσως μπορούμε να πούμε, δανειζόμενοι τη σύγχρονη ορολογία, ότι ήταν ο πρώτος εκφραστής boolling. Πίστευε σε αυτό το οποίο έλεγε η Γραφή : Καὶ λέγει αυτοίς ο Ἰησούς ότι Πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν εμοὶ ἐν τη νυκτὶ ταύτη, ότι γέγραπται Πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσεται τὰ πρόβατα. Και το πέτυχε για λίγο. Οι Μαθητές κρύφτηκαν. Την ώρα του Πάθους ένας στάθηκε δίπλα στο Χριστό, ο Ιωάννης. Ακόμη και ο Κορυφαίος, ένας από τους πρώτους, ο Πέτρος, αρνήθηκε τον Διδάσκαλο.
Η Εκκλησία μας λοιπόν ξέρει τι σημαίνει βία από τις πρώτες ημέρες της προετοιμασίας της διδασκαλίας Της.
Σήμερα όμως καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε μια άλλης μορφής βία….την ενδοοικογενειακή. Γίναμε και γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες και λήπτες ειδήσεων θλιβερών γεγονότων που δυστυχώς σχεδόν πάντα έχουν ως θύματα τις γυναίκες.
Και το κακό είναι πως τις περισσότερες φορές γνωρίζουμε αλλά δεν μιλάμε. Πώς να αγγίξει κάποιος ένα τόσο λεπτό ζήτημα; Πώς να εμπλακεί τρίτο πρόσωπο στα «του οίκου»; Και γιατί να εμπλακεί;;; Κι έτσι ο εκφοβισμός αποκτά ένα καλό σύμμαχο, τον «ωχαδελφισμό» ο οποίος έχει κυριεύσει τη συνείδηση του συγχρόνου ανθρώπου.
Κι όμως όταν αρχίζουμε να μιλάμε διαπιστώνουμε ότι κάθε πόρτα που κλείνει…. από πίσω πάντα κάτι κρύβει.
Και δεν είναι λίγες οι φορές που η αφετηρία μιας ενδοοικογενειακής διένεξης είναι δυστυχώς η θρησκευτικότητα ή μάλλον καλύτερα ο θρησκευτικός φανατισμός των μελών μιας οικογένειας. Και αυτό το αντιμετωπίζουμε επί το πλείστον στη θρησκεία του Ισλάμ. Προς Θεού μη θεωρηθεί ότι ένας λειτουργός της Ορθοδόξου Εκκλησίας βρίσκει αφορμή για να κατηγορήσει μια άλλη θρησκεία!!!! Απλά ως ερευνητής της Φιλοσοφίας των Θρησκειών έχω διαπραγματευθεί την Ηθική του Ισλάμ και λίγο ως πολύ «κατέχω το άθλημα».
Υπάρχουν ακόμη κοινωνίες που ζουν αναχρονιστικά, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα αλλάξει στη θέση της γυναίκας από τα βάθη των αιώνων. Στον κόσμο του Ισλάμ, εκεί που κάποιοι επιθυμούν τη γυναίκα ακόμη υποδουλωμένη, υποταγμένη, εκεί που η θρησκεία διακατέχει σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, διαμορφώνοντας χαρακτήρες, παιδεία και κουλτούρα, μια θρησκεία διαμορφωτής των πάντων. Εκεί που η γυναίκα όχι μόνο δεν κατέχει καμία θέση αλλά και υφίσταται αδιαμαρτύρητα τη μεγαλύτερη βία ως δεδομένη, λόγω των θρησκευτικών αντιλήψεων. Η γυναίκα με παρωπίδες, παραμένει τυφλό όργανο του αφέντη πατέρα ή αργότερα κάποιου συζύγου που θα την εξαγοράσει έναντι κάποιας αμοιβής όπου και στο θέμα αυτό το κασέ ανεβαίνει ανάλογα με την κοινωνική θέση του αγοραστή συζύγου.
Κάπως έτσι νιώθει κάθε γυναίκα εισπράττοντας όλα τα καταδυναστευτικά μειονεκτήματα ενός συστήματος μιας θρησκειο-κουλτούρας που στοχεύει στην αποδυνάμωση της και από σκεπτόμενο άτομο να την υποβιβάσει σ’ ένα πειθήνιο όργανο του δυνάστη τυράννου συζύγου, τελώντας υπό πλήρη υποταγή, αντιμετωπίζοντας μια πρωτόγνωρη βία, σε όλες της τις μορφές, υποβάθμιση και ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας της.
Κι όταν η γυναίκα καλείται να αναλάβει καθήκοντα συζύγου και είναι ξένη ως προς το θρήσκευμα και φυλετικά, τότε οι δυσκολίες είναι αξεπέραστες και πρωτόγνωρες διότι υποχρεούται να υποταχθεί πλήρως στη βούληση του συζύγου και από σκεπτόμενος άνθρωπος να αποδεχθεί την πλήρη υποδούλωση, τη βία και την καθ’ ολοκληρία υποταγή της συνειδήσεως της σε «εκείνον». Νόμοι και κοινωνικά πλαίσια δεν υπάρχουν που θα στήριζαν μια τέτοια κατάσταση αλλά μόνος σύμμαχος γίνεται η απελπισία και η απόγνωση στην οποία θα οδηγηθεί ύστερα από ένα έρωτα κεραυνοβόλο που παγιδεύει όχι μόνο τα αισθήματα αλλά και την ανθρώπινη οντότητα. Αυτά είναι τα συναισθήματα γυναικών που υποκύπτουν εν αγνοία τους τις περισσότερες φορές στον σκληρό κόσμο της βίας και ανυπαρξίας των γυναικών!
«Θα σε κάνω βασίλισσα» είπε ο νεαρός ιππότης στην κοπέλα που ερωτεύτηκε
Και εκείνη όταν πήγε εκεί συνήντησε το βασίλειο του Τρόμου και της Βίας».
Έτσι θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς τη ζωή της γυναίκας που γνωρίζει τη βία. Ένα δελεαστικό παραμύθι που καταντά ο χειρότερος εφιάλτης της. Εγκαθίσταται μέσα της και την ελέγχει.
Αποφάσισα να κλείσω παραθέτοντας τα λόγια μιας γυναίκας που βίωσε τον φανατισμό και τον εκφοβισμό:
Ήμουν και παρέμενα η «ξένη», ένα μίασμα λόγω διαφορετικής καταγωγής και θρησκείας…..Η αντιπαράθεση και βία του μουσουλμάνου τότε συζύγου μου με εμένα την χριστιανή σύζυγο, ήταν το έναυσμα πολλών μαχών και αγώνων και προσωπικών θυσιών για να αποδείξω το αυταπόδεικτο και αυτονόητο ότι ήμουν και εγώ πλάσμα του ιδίου Θεού χωρίς διαχωριστικά και παρωπίδες, ενός Θεού που κήρυξε το «αγαπάτε αλλήλους» και όχι «σφαγιάζετε τους χριστιανούς». Είθε η προσωπική μου εμπειρία, που είναι αδιαμφισβήτητα μια διαμαρτυρία ενάντια του βασανιστικού κατεστημένου ως προς τη θέση και τη βία κατά της γυναίκας, διαφωτίσει και προβληματίσει τις νέες γυναίκες πριν από κάθε απόφαση ζωής.