Ενδεικτική της λειτουργικότητας των τελετουργικών και προσκυνηματικών μεταφορών λειψάνων είναι η αναφορά ότι την ίδια χρονιά, τον Αύγουστο του 2022, κατά την οποία ανάλογες μεταφορές επαναλήφθηκαν, δεδομένου ότι είχαν σταματήσει κατά το 2020 και το 2021 λόγω της πανδημίας της Covid-19 και των συναφών υγειονομικών απαγορεύσεων και περιορισμών στις μετακινήσεις και τις συναθροίσεις, που το προσκύνημα ως τελετουργία προϋποθέτει, μεταφέρθηκαν λείψανα του ίδιου αγίου, του Ρώσου Λουκά του ιατρού, Αρχιεπισκόπου Κριμαίας και Συμφερουπόλεως, από τον Μητροπολίτη Νευροκόπιου, της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, κ. Σεραφείμ, στην Μητρόπολη του οποίου είχαν μετακομισθεί προς προσκύνηση την περίοδο μεταξύ 16 και 23 Αυγούστου 2022 από τον Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκτάριο.
Ο Μητροπολίτης κ. Νεκτάριος είναι από τους πρωταγωνιστές της γνωστοποίησης του αγίου αυτού στους Έλληνες πιστούς, αλλά και στον βαλκανικό ορθόδοξο χώρο, μέσω παρόμοιων τελετουργικών. Μάλιστα η μεταφορά των λειψάνων συνδέθηκε και πάλι τόσο με την προσκύνηση εικόνας του αγίου, όσο και με την ενσωμάτωση στην όλη τελετουργία πρακτικών του δημόσιου τελετουργικού, γεγονός που συνηθίζεται τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στον ελληνικό, όσο και στον υπόλοιπο βαλκανικό ορθόδοξο χώρο.
Αντίστοιχες περιπτώσεις είναι η μεταφορά για προσκύνηση, με την ευλογία του Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεοφύτου, στη Σόφια τεμαχίου του δεξιού χεριού του αγίου Γεωργίου, το οποίο φυλάσσεται στον ναό του αγίου Γεωργίου στην Νιγρίτα των Σερρών, τον Απρίλιο του 2023, αλλά και η συχνή μεταφορά του δεξιού χεριού του αγίου Σπυρίδωνα, που φυλάσσεται χωριστά από το υπόλοιπο σκήνωμά του, από τον Μητροπολίτη Κερκύρας κ. Νεκτάριο σε διάφορες χώρες που έχουν ορθοδόξους πιστούς, και μάλιστα στη Σερβία.
Η περίπτωση μάλιστα της μεταφοράς του ιερού λειψάνου του αγίου Σπυρίδωνος στην πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου Ποντγκόριτσα, για να τιμηθούν τα δέκα χρόνια από τα εγκαίνια του Καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως του Χριστού υπήρξε μάλιστα ευκαιρία για την αποκατάσταση των επαφών και των σχέσεων ανάμεσα στις αρχές του Μαυροβουνίου και τον Πατριάρχη Σερβία Πορφύριο, αλλά και για την σφυρηλάτηση δεσμών ανάμεσα στην ελλαδική και τη σερβική Ορθοδοξία, και μάλιστα και στη σερβική παρουσία στο Άγιο Όρος.
Να αναφερθεί εδώ ότι η μεταφορά του συγκεκριμένου λειψάνου σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι συχνή, καθώς ο άγιος Σπυρίδων είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στους πιστούς. Και βέβαια ότι το ίδιο ισχύει για ένα άλλο εξαιρετικά δημοφιλές λείψανο, την Αγία Ζώνη της Παναγίας, η οποία κατά την παράδοση φυλάσσεται στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, απ’ όπου μεταφέρεται συχνά προς προσκύνηση από τον Ηγούμενο κ. Εφραίμ τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδος, συνεχίζοντας παλαιά παράδοση της μονής. Στις μεταφορές αυτές το ιερό κειμήλιο προσκυνείται από πλήθος κάθε φορά πιστών, τελούνται ακολουθίες, πραγματοποιούνται ομιλίες και βέβαια επαναδομείται κάθε φορά η σχέση της μονής Βατοπεδίου με τον ορθόδοξο βαλκανικό κόσμο.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ανάλογες περιοδείες λειψάνων ήταν συχνό φαινόμενο κατά την βυζαντινή, ιδίως δε κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, στον ορθόδοξο κόσμο της Ανατολής, κυρίως δε στις παραδουνάβειες ηγεμονίες και τη Ρωσία. Ενταγμένες στο πλαίσιο των «ζητειών», που εξοικονομούσαν πόρους για τις μεγάλες και συχνά ιδιαίτερες πιεστικές οικονομικές ανάγκες των πιστών, οι μεταφορές αυτές ήτα συχνά πολύχρονες, και συνδυαζόταν με την δωρεά και την εγκαθίδρυση μετοχίων των μονών στις χώρες τις οποίες επισκέπτονταν οι μοναχοί με τα λείψανα.
Τα σχετικά με τις μεταφορές αυτές δεν θα συζητηθούν εδώ, αναφέρονται μόνο ως ιστορική και διαχρονική τεκμηρίωση της τελετουργικής αυτής πρακτικής, η οποία ωστόσο στην εποχή μας έχει προσλάβει, πλην της ενυπάρχουσας πάντοτε οικονομικής, και άλλες διαστάσεις. Αυτές ακριβώς της νεωτερικές μεταλλάξεις των παλαιών αυτών τελετουργικών και προσκυνηματικών πρακτικών αναζητεί και εξετάζει η μετά χείρας μελέτη, καθώς, όπως συχνά και παραπάνω αναφέρθηκε, οι νεωτερικές και μετανεωτερικές εξελίξεις τους οδήγησαν στη σύνδεσή τους με τις πρακτικές παγίωσης δικτύων, αλλά και με το ζήτημα της μεταφοράς πολιτισμικών, λατρευτικών και τελετουργικών προτύπων από τον ελληνικό στους υπόλοιπους ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων.