Εσταυρωμένος και Καζαντζάκης μάς στέλνουν τα δικά τους μηνύματα
Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Η αναστάσιμη περίοδος, που διανύουμε μάς εμπνέει να κοιτάξουμε δύο τάφους, οι οποίοι στέλνουν διαφορετικά μηνύματα σε όσους τους κοιτάζουν. Ο ένας Τάφος είναι κενός και ανήκει στον Εσταυρωμένο. Μάς μιλάει με την απλή θωριά του και μας παραπέμπει σε Εκείνον, ο οποίος είχε προαναγγείλει τον Εκόυσιο Σταυρικό Του θάνατο, την Ταφή Του, αλλά και την εκ νεκρών Αναστασή Του.
Ο άλλος τάφος είναι συμβατικός. Συνηθισμένος σαν όλους τους άλλους τάφους των ανθρώπων, που επιλέγουν την ταφή αντί του αποτεφρωτηρίου, για να επισφραγίσουν με το μνήμα που φιλοξενεί το νεκρό σώμα τους την μετά θάνατον κατάστασή τους. Ο τάφος αυτός ανήκει σε ένα μεγάλο κοινό θνητό, τον ξεχωριστό λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη. Είναι αυτός που μας μιλάει με την επιγραφή, η οποία είναι χαραγμένη επάνω στην επιτύμβια πλάκα του ενοίκου του τάφου και συνοψίζει την κοσμοθεωρία που διατυπώνει ο μεγάλος κρητικός στοχαστής στην «Ασκητική» του: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος». Θα έλθουμε εγγύτερα στο μήνυμα που στέλνει ο τάφος του Καζαντζάκη, αφού όμως πρώτα μιλήσουμε για το μήνυμα που εκπέμπει το κενόν Μνημείον του Εσταυρωμένου. Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε εδώ, τί δεν είναι ο άδειος Τάφος του Χριστού, για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε έτσι καλύτερα το μήνυμα που μας στέλνει. Το κενόν λοιπόν Μημείον του Ναζωραίου δεν είναι μια φενάκη που την εδημιούργησαν οι Μαθητές Του με την κλοπή και την εξαφάνιση του σώματος του νεκρού Διδασκάλου τους, για να μπορέσουν έτσι με τα υλικά αυτής της φενάκης να φτιάξουν τον μύθο ενός Αναστημένου Θεού, όπως πιστεύουν οι Εβραίοι σταυρωτές Του και όσοι συντάσσονται με τις απόψεις τους. Και τούτο, διότι ο Χριστός δεν ήταν ένας αγύρτης ξυλικόπος από την Γαλιλαία, που αυτοπροβάλλετο ψευδώς ως Υιός του Θεού. Ήταν αληθώς Υιός του Θεού, που ήλθε εδώ στην γη σταλμένος από τον Θεό-Πατέρα Του, για να φορέσει το δικό μας χοιϊκό «ένδυμα» και ως Θεάνθρωπος πια να μας οδηγήσει δια του Εκουσίου Πάθους Του στην σωτηρία. Την ιδιότητά Του αυτή την επιμαρτυρεί η θαυματουργός δράση Του με προεξάρχουσες μέσα σε αυτήν τις τρεις αναστάσεις νεκρών που πραγματοποίησε: Την ανάσταση του υιού της χήρας του Ναΐν, την ανάσταση της κόρης του αρχισυναγώγου Ιαείρου και τέλος την ανάσταση του Λαζάρου, που ήταν τέσσερις ημέρες πεθαμένος. Η κοινή λογική μάς λέει ότι, όποιος έχει τέτοια δύναμη να καταργεί τον θάνατο, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από αληθινός Θεός. Εξουσιαστής του Θανάτου και της Ζωής. Ευλόγως λοιπόν ένας Θεός που ανασταίνει άλλους έχει την δύναμη να αναστήσει και τον Εαυτό Του, αν κάποιοι αφελείς σκοτώσουν την ανθρώπινη φύση Του που έχει ως Θεάνθρωπος πιστεύοντας ότι έτσι σκοτώνουν και τον Θεό. Την εκ νεκρών Ανάστασή Του δεν την είχε προαναγγείλει μόνον ο Ίδιος ο Ναζωραίος. Μάς είχαν προειδοποιήσει γι’ αυτήν όλοι οι Προφήτες, όπως λ.χ. ο Ησαΐας και ο Ιερεμίας εκατοντάδες χρόνια πριν από την Ενανθρώπιση του Σωτήρος Ιησού Χριστού!
Το μήνυμα επομένως που μας στέλνει το κενόν Μνημείον του Εσταυρωμένου είναι Φως και Ελπίδα. Το Φως της Αναστάσεως του Κυρίου και η ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να απολαύσουμε και εμείς τα αγαθά της Επουρανίου Βασιλείας Του. Αυτό το μήνυμα του κενού Μνημείου δεν είναι σημερινό. Είναι διαχρονικό. Επαναλαμβάνεται δυό χιλιάδες τόσα χρόνια τέτοια εποχή από τότε που ο κόσμος καταυγάσθηκε από το εκτυφλωτικό και ανέσπερο Φως της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου. Ο άδειος Τάφος του Θεανθρώπου διαβεβαιώνει όσους τον κοιτάζουν ότι ο Χριστός δια του θανάτου Του κατήργησε τον θάνατο («θανάτω, θάνατον πατήσας», όπως λέει και το γνωστό αναστάσιμο τροπάριο) χαρίζοντας δια της Αναστάσεώς Του ζωή σε όλους όσοι βρίσκονται μέσα στα μνήματα («και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαριασάμενος»). Γι’ αυτό άλλωστε ήλθε στην γη ο Υιός του Θεού, απεσταλμένος από τον Πατέρα Του, σύμφωνα με το Σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Για να μάς εξαγοράσει όλους εκ της κατάρας του νόμου και να μάς απελευθερώσει από τα δεσμά του θανάτου που ήταν συνέπεια της παρακοής των πρωτοπλάστων προς την εντολή του Θεού. Τα οψώνια αυτής της παρακοής ήσαν η έκπτωση του Αδάμ και της Εύας από το προνόμιο της αφθαρσίας και της αθανασίας και η μετάστασή τους στον κόσμο της φθοράς και του θανάτου. «Δια της αμαρτίας εισήλθεν ο θάνατος εις την ζωήν του ανθρώπου», μάς λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος. Καθίσταται έτσι προφανές ότι το Εκούσιον Πάθος του Σωτήρος Χριστού με τον Σταυρό-Αναστάσιμο επίλογό του ήταν μια πράξη συμφιλίωσης του Θεού με τον άνθρωπο. Κάθε φορά λοιπόν που ατενίζουμε το κενόν Μνημείον του Εσταυρωμένου το μήνυμά του είναι η ελπίδα και η προσμονή της αιώνιας ζωής. Αυτό βέβαια μάς επιφορτίζει όλους, όσοι πιστεύουμε σε Εκείνον, με το χρέος να βρούμε τον τρόπο, για να γίνουμε όχι μόνο συνοδοιπόροι στον Γολγοθά Αυτού, αλλά και συνδαιτυμόνες της Αναστάσεώς Του.
Έναντι αυτού του σαφούς και μη επιδεχομένου παρερμηνείες μηνύματος, που εκπέμπει το κενόν Μνημείον του Εσταυρωμένου, ο τάφος του Καζαντζάκη με την επιτύμβια επιγραφή του προβληματίζει βαθειά όσους την διαβάζουν και ψάχνουν να βρουν το αληθινό νόημα των λέξεων που την συνθέτουν, αφού η επιγραφή αυτή επιδέχεται δύο αναγνώσεις: Στην μια από αυτές αποκομίζει κάποιος την εντύπωση ότι ο μεγάλος αυτός κρητικός λογοτέχνης θέλησε με την σχετική ρήση του να γίνει σημαιοφόρος όλων των μηδενιστών του κόσμου, ενώ στην άλλη ανάγνωση, όπως αυτή πιστώνεται σε όσους αποδίδουν μια ιδιότυπη πίστη του Καζαντζάκη στον Θεό, αναδύεται η θεολογία του, που ουδεμία σχέση έχει βέβαια με την παραδοσιακή θεολογία, η οποία αναλύει τα δόγματα και τις συναφείς εντολές της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Η πρώτη φράση της εν λόγω επιτύμβιας επιγραφής («δεν ελπίζω τιποτα») δεν απογυμνώνει μόνο ην μεταφυσική πίστη από την ιδιοτέλεια κάποιων πιστών που περιμένουν να εξαργυρώσουν την πίστη τους στον Θεό με κάποια ανταμοιβή προς αυτούς, όπως εκτιμούν κάποιοι ερμηνευτές αυτής. Υπογραμμίζει παράλληλα και πολύ εντονότερα την πίστη του Καζαντζάκη στο τίποτα, που δεν μπορεί ποτέ να σου δώσει κάποια ελπίδα. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη φράση της σχετικής επιτύμβιας επιγραφής του Καζαντζάκη («δεν φοβάμαι τίποτα»). Η φράση αυτή μπορεί να παραπέμπει σε όσους πιστεύουν στον Θεό, επειδή φοβούνται την κόλαση, είναι όμως πρωτίστως συμπλήρωμα της πρώτης φράσης. Όταν δεν ελπίζεις σε τίποτα, δεν μπορεί αυτό το τίποτα να σου δημιουργήσει κανένα φόβο. Ας μη ξεγελοιόμαστε λοιπόν από την επιτύμβια επιγραφή του Καζαντζάκη, η οποία σε κάποιες προεκτάσεις της μπορεί να εγγίζει ορισμένες μόνο πτυχές της στρεβλής πίστης των ανθρώπων στον Θεό, στην ουσία της όμως προβάλλει τον μηδενισμό και την αθεΐα του Καζαντζάκη. Και με αυτή την διάστασή της την εννοούν όλοι σχεδόν οι αναγνώστες της εν λόγω επιγραφής. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο Καζαντζάκης, όπως ομολογεί ο ίδιος στην «Ασκητική» του, ήταν άθεος, αφού δεν πιστεύει στον Θεό που σώζει τους ανθρώπους, οι οποίοι τον πιστεύουν, αλλά σε ένα θεό, που οι άνθρωποι τον σώζουν με τις πράξεις τους και αυτοί του δίνουν τελικά την δύναμή του. Όχι εκείνος την δική του σε αυτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη έκδοσή της η «Ασκητική» του Καζαντζάκη είχε τον τίτλο «Salvatores Dei» («Σωτήρες του Θεού).
Εάν θέλαμε τώρα να υπογραμμίσουμε το μήνυμα που μάς στέλνει ο Καζαντζάκης από τον τάφο του, θα λέγαμε χωρίς καμιά επιφύλαξη ότι σε αντίθεση με το μήνυμα του Φωτός, που εκπέμπει το κενόν Μνημείο του Εσταυρωμένου, το Καζαντζάκειον μήνυμα είναι μήνυμα σκότους. Μας το λέει άλλωστε απερίφραστα ο ίδιος ο μεγάλος αυτός Κρητικός λογοτέχνης στο «Κατά Καζαντζάκην Ευαγγέλιό» του, όπως χαρακτηρίζεται από τους κριτικούς η «Ασκητική» του: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάλειμμα το λέμε ζωή». Ο Ναζωραίος και τον θάνατο τον θεωρεί ζωή, αφού αποτελεί την «πύλη» της εισόδου στην Βασιλεία Του. Η καρδιά του καθενός από εμάς διαλέγει ελεύθερα να πορευθεί τον δρόμο του «Φωτός» ή του «Σκότους», σύμφωνα με τα μηνύματα που εκπέμπουν αντιστοίχως το κενόν Μνημείον του Εσταυρωμένου και ο τάφος του Καζαντζάκη. Η τελική αποτίμηση της πορείας όλων μας θα γίνει μετά την πλάκα του τάφου που θα μας σκεπάσει.