Dogma

Φιλελληνισμός – Φιλέλλην (Γ΄)

Του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Ναϊρόμπι και Εξάρχου Κένυας κ. Μακαρίου, στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Μολονότι στην Δύση επικρατούσε η άποψη ότι οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων δεν είχαν καμιά από τις αρετές των προγόνων τους, ήδη, από τον 16ρ μ.Χ. αι., υπήρχαν κάποιες φωνές ενσπλαχνίας και οφειλής προς τούς «άμοιρους» ‘Ελληνες, για την κλασσική παιδεία και την χριστιανική Θρησκεία. Φυσικά, οι κλασσικές σπουδές δεν διακόπηκαν, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό τον 18°ο μ.Χ. αι., ο οποίος χαρακτηρίζεται ως αιώνας των Φώτων ή του Διαφωτισμού, επειδή το κύριο χαρακτηριστικό τον ήταν η

επιστροφή στην κλασσική αρχαιότητα.

Ο «φιλελληνισμός» – τέτοιος που εκδηλώθηκε σ’ ολόκληρη την

Ευρώπη και στην Αμερική, μετά το 1821 – δεν μπορούσε να έχει

γεννηθεί πριν από το έτος αυτό, μια που δεν υπήρχαν αι προϋποθέσεις φιλελληνισμός προϋπέθετε το ηρωικό ξεκίνημα των Ελλήνων και, ακόμη, του θαυμασμό, που προκάλεσε η αποκάλυψη ότι οι δούλοι – αι «ραγιάδες» αιώνων ήταν στην ψυχή τους ελεύθεροι, αποφασισμένοι ή να ελευθερώσουν την πατρίδα τους ή να πεθάνουν και ότι ήξεραν, μάλιστα και να νικούν κι αυτό το τελευταίο είχε μεγάλη σημασία, γιατί μόνη η συμπόνια για τα βάσανά τους, δεν αρκούσε για να γεννήσει το θαυμασμό.

Μπορούμε βέβαια να ονομάσούμε «Φιλέλληνες» – σε νόημα γενικότερα από εκείνα που έδωσε στη λέξη η ιστορία της Ευρώπης, μετά το 1821 – και όσους είχαν εκδηλώσει, παλαιότερα, αγάπη και κατανόηση για τους ‘Ελληνες ή έκαμαν και πολιτικές ενέργειες για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τούρκικό ζυγό (1).

Στο γευικώτερο αυτό νόημα, πρώτος «μέγας Φιλέλλην» ν πρώτος,

μάλιστα, στη φάλαγγα των μεγάλων Ευρωπαίων Φιλελλήνων – ήταν

ο Βολταίρος (1694-1788), ο οποίος, όταν η Ρωσία της Μεγάλης Αικατερίνης με την οποίαν αλληλογραφούσε, πολεμούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία (17684774), ανέπτυξε μια έντονη δραστηριότητα, προσπαθώντας να πείσει με επιστολές του, τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Τότε, το 1770, είχαν ξεσηκωθεί οι Μανιάτες, όταν έφθασε στο Οίτυλο ο ρωσσικός στόλος με τους αδελφούς αρλ Ρ Αλέξιο (1737-1808) και τον Θεόδωρο (1741-9) Γρηγορίεβιτς, αλλά και σε άλλα σημεία της Ελλάδας σημειώθηκαν αναταραχές και κάμποσοι νεαροί Αθηναίοι, με επί κεφαλής τον Μητρομάρα (2) πήγαν στη Σαλαμίνα και ύψωσαν εκεί τη ρωσσική σημαία. ‘Ολα αυτά, οι ‘Ελληνες τα πλήρωσαν ακριβά, αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι συγκινήθηκαν, όπως ο Γερμανός Φρειδερίκος Χαίλντερλιν (177ο-1843), ο οποίος στο έργο του: «Υπερίων ο Ερημίτης στην Ελλάδα» (1797 και 1799), έκαμε τον ήρωά του ‘Ελληνα ή «Νεοέλληνα» και του έβαλε να λάβει μέρος, στο 1770, στην πολεμική επιχείρηση για την κατάληψη τον Μυστρά.

Προμηνύματα, λοιπόν, του Φιλελληνισμού σημειώθηκαν και πριν το 1821. Αν Θέλουμε, μάλιστα, να πάμε διακόσια χρόνια πριν από τον Βολταίρο, πρέπει να σταθούμε, ιδιαίτερα, στον Γερμανό λόγιο του 16°ου αι., στον Μαρτίνο Κρούσιο (Martϊn Kraus: Martinas Crusius, (1526 – 1607). Είναι, λέει ο Απόστολος Βακαλόπονλος (3), «ο πρώτος φιλέλληνας, μετά την Άλωση, φιλέλληνας στην κυριολεξία, γιατί δεν θαυμάζει και αγαπά μόνον τους αρχαίους ‘Ελληνες, όπως οι άλλοι ξένοι, αλλά συμπαθεί και τους δυστυχισμένους απογόνούς τούς, τούς οποίους δεν ξεχωρίζει από τούς προγόνους τους. Η εποχή τον όμως δεν σήκωνε, ακόμα, ένα κίνημα Φιλελληνισμού. Ακόμα και στα τέλη του  18°ου αι., ένα τέτοιο κίνημα ήταν ανύπαρκτο. Οι «πολιτισμένες κοινωνίες» των ευρωπαϊκών χωρών συγκινήθηκαν πολύ λίγο – για να μην πούμε ότι δεν συγκινήθηκαν καθόλου – από τον μαρτυρικό θάνατο τον Ρήγα (24 Ιουνίου 1798) και των έξι συντρόφων του.

Κύριος λόγος της αρνητικής στάσης των Ευρωπαίων ήταν το γεγονός ότι μια πιθανή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ανέτρεπε, ριζικά, το status quο (το δημιουργημένο, ήδη καθεστώς), στην Ευρώπη, δηλαδή, λόγοι συμφέροντος.

Η πρώτη χώρα, η οποία αναγνώρισε, επίσημα, την Επανάσταση ήταν η Αϊτή, Χάίτιον στα Ελληνικά, ήταν χώρα ανεξάρτητη, αλλά πολύ φτωχή – προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Αδαμ. Κοραής, με άλλους επιφανείς ‘Ελληνες, έγραψαν στον πρόεδρο της Αϊτής (ιeαη Pierre Βaye) και ζητούσαν βοήθεια. Ο Βvyer απάντησε ότι η χώρα τον ήταν πολύ φτωχή και δεν είχε ολοκληρώσει, ακόμα, τον αγώνα της κατά των Γάλλων αποικιοκρατών και, γι’ αυτόν το λόγο, δεν μπορούσε να ενισχύσει οικονομικά τους ‘Ελληνες. Ωστόσο, αναγνώριζε το δικαίωμα των ελλήνων για αυτοδιάθεση και μιλούσε με θερμά λόγια, για την Επανάσταση. Συμβολικά, έστειλε 45 τόνους καφέ, για να πουληθούν και, με τα χρήματα να αγοραστούν καριοφίλια και πολεμοφόδια αλλά και 100 Αϊτινούς εθελοντές, οι οποίοι δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα· πέθαναν στο ταξίδι. (Η επιστολή τον Bayer διασώθηκε, σε μετάφραση, στο: «αοκίμιον ιστορικόν περί της Ελλην. Επαναστάσεως» τον φιλικού και αγωνιστή τον ’21, Ιωάννου Φιλήμονος).

Ο φιλελληνισμός είναι ένα μοναδικό, στην παγκόσμια Ιστορία, φαινόμενο, το οποίο ξεκίνησε με την έναρξη της Επανάστασης και διήρκεσε μέχρι τέλους της. Ο αιώνας τον «εθνισμού», της τάσης δηλ., των λαών να αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τούς ανεξάρτητα κράτη, οφείλει τις μεγάλες τοΥ ώρες σε ανθρώπους που είχαν γεννηθεί – ή και αναδειχθεί – πριν από το 1800, έτος το οποίο ίσως μπορεί να παραλληλισθεί, στο σημείο αυτό, με το έτος 1500. Ενδεικτικά, ξεχωρίζούμε κάποια ονόματα: Γκαίτε, Μπετόβεν, Σίλλλερ, Νοβάλις, Ναπολέων, Χαίλντερλιν, Σατωβριάνδος, Σταντάλ, Σέλλεϋ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ (‘Εγελος).

Μοναδικό και τεράστιο κεφάλαιο, ο φιλελληνισμός κινητοποίησε κυβερνήσεις και λαούς υπέρ των Ελλήνων. Κανένας λαός δεν θα μπορούσε υα έχει, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, το προνόμιο των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν γνωστοί στους Ευρωπαίους από τον 14°αι., χάρη στους προγόνους τούς, που οι ευρωπαϊκοί λαοί θαύμαζαν και μελετούσαν. Εκτός από την αρχαιολατρία, ο ενθουσιασμός που προκάλεσε ο σκληρός αγώνας του ίδιου τον λαού, ο οποίος, από τα πολύ παλιά χρόνια, έβαζε, ως πρωταρχική αξία την ελευθερία, υπήρξε το «γενεσιουργό αίτιο» του μοναδικού αυτού φαινομένου.

Συνοψίζοντας, φιλελληνισμός δεν είναι μόνο η προέκταση του θαυμασμού για την αρχαίο κόσμο ή ακόμη έξαρση του ρομαντισμού, ο οποίος εμπνέεται από την ελληνική υπόθεση, δεδομένού ότι οι ρομαντικοί ιδεαλιστές, μαζί με τούς λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας, με πολιτικούς, με πρώην στρατιωτικούς, με επαναστάτες διωκόμενους για τη δράση τούς μέλη θρησκευτικών ή εκπ/κών ιδρυμάτων καθώς και ευγενείς (Σανταρόζα, Μπάϋρον) συγκαταλέγονται στους φιλέλληνες και πολύ περισσότερο δεν πηγάζει από τις θρησκευτικές αντιθέσεις προς τους Μωαμεθανούς, αλλά

αποτελεί έκφραση διαμαρτυρίας των λαών εναντίον των συντηρητικών κυβερνήσεων.

Ο αγώνας, λοιπόν, των Ελλήνων πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις στα μάτια ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή των καταπιεσμένων λαών, που έβλεπαν σ’ αυτόν τον Αγώνα την έκφραση και των δικών τους προβλημάτων.

Οι φιλελληνικοί κύκλοι της Ευρώπης, κατά την διάρκεια τον αγώνα των Ελλήνων κράτησαν ζωντανό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γι’ αυτόν, μεταξύ άλλων (όπως άρθρα στον Τύπο, θεατρικές παραστάσεις, συνεστιάσεις, μουσικές βραδιές κ.λ.π.) και με την διοργάνωση δημοπρασιών και παζαριών, όπου εύρισκε κανείς καλλιτεχνήματα και χρηστικά αντικείμενα κάθε είδους: Σερβίτσια φαγητού ή τσαγιού, επιτραπέζια ρολόγια, ανθοδοχεία, κηροπήγια, φιαλίδια για αρώματα, χαρτιά ταπετσαρίας, κεντήματα, μελανοδοχεία, μπιζουτιέρες, τραπουλόχαρτα, βεντάλιες κ.λ.π., διακοσμημένα με φιλελληνικές παραστάσεις. Επίσης, υπήρχαν ηδύποτα με τίτλους όπως: «Λικέρ Μεσολογγίου» ή «Λικέρ Ναυαρίνου», το σαπούνι «Υψηλάντης», αλλά

και καραμέλες τυλιγμένες σε χαρτί με φιλελληνικούς στίχους.

Ο φιλελληνισμός εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές: Με την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας, την κάθοδο, στην Ελλάδα, εθελοντών, τη συνεισφορά θρησκευτικών ή φιλανθρωπικών οργανώσεων, προπαγανδιστικά άρθρα στον Τύπο, καθώς και με μια πληθώρα καλλιτεχνημάτων κάθε είδους και έργων τέχνης.

Επίσης, με τη συμβολή σημαντικών προσωπικοτήτων του πνευματικού κόσμου, όπως οι: Gaethe, Ηelderlin, Ghateauhriand, Hugo, Shelley, Byron και πολλών άλλων φιλελλήνων για τούς οποίους δεν έχουν διασωθεί στοιχεία. Ο εικαστικός φιλελληνισμός έφερε στο προσκήνιο μια πλούσια παραγωγή έργων φιλοτεχνημένων από ρομαντικούς Ευρωπαίους καλλιτέχνες: Γάλλους, κυρίως Άγγλους, Ιταλούς, Γερμανούς. Ο κατ’ εξοχήν «φιλέλληνας ζωγράφος» θεωρείται ο Ευγένιος Ιelacrοix, ο οποίος, έχοντας ως πηγή έμπνενσης τα ποιήματα τον Byrοn, φιλοτέχνησε εμβληματικές παραστάσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν επαναστατικά μανιφέστα. Το φιλελληνικό ρεπερτόριο αναπτύχθηκε γύρω από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, καθώς και από την φρίκη τον πολέμου και τα δεινά τον άμαχου πληθυσμού.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα πολύ γνωστό ταν έργο, που αναφέρεται στη σφαγή της Χίου. Επίσης γνωστό είναι το έργο τον: «Η Ελλάς επί των ερειπίων ταυ Μεσολογγίον» (4). Οι πληροφορίες για την αμέσως προεπαναστατική περίοδο στην Ελλάδα, καθώς και γι’ αυτήν της επανάστασης προέρχονται από Ευρωπαίους περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονταν την Ελλάδα, για να δουν τα θαυμάσια έργα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής τέχνης. Ερχόμενοι σ’ επαφή με τους υποδούλούς της προεπαναστατικής περιόδου και τους αγωνιζομένους, κατά την επαναστατική περίοδο, ανέλαβαν, κατά κάποιον τρόπο το βάρος της απελευθέρωσής τους· την ανέλαβαν πλήρως και την έφεραν εις πέρας παρά τις, κατά καιρούς παλινδρομήσεις, οι οποίες οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες, που αντανακλούσαν κάθε φορά τα γεγονότα, όσα επηρέασαν το διεθνές αυτό ρεύμα.

Μετά τον τερματισμό των ναπολεοντείων πολέμων, το ανθρώπινα

δυναμικό της Ευρώπης αντιμετώπισε ένα δριμύ πρόβλημα, αυτό της υποαπασχόλησης. Οι στρατιωτικοί βρέθηκαν ξαφνικά, χωρίς προορισμό,

αφού, μετά την επανεγκατάσταση των Βουρβώνων στην εξουσία, ήταν πολύ δύσκολο ή σχεδόν αδύνατον οι οπαδοί του Βοναπάρτη να βρουν τη

θέση τους. Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί, αν και παρέμεναν στο στράτευμα, έπαιρναν μειωμένες αποδοχές. Οι κυβερνήσεις, γενικά, παραμέριζαν τα φιλελεύθερα στοιχεία, τα οποία, μη έχοντας εργασία, αναγκάστηκαν, προκειμένου να δώσουν ένα νόημα στη ζωή τους, να έρθουν στη Λατινική Αμερική, στο πλευρά τον Μπολιβάρ και άλλοι στην Ισπανία και στην Ιταλία, για να συμμετάσχουν στις εξεγέρσεις του ισπανικού και ιταλικού λαού.

Δεν γνωρίζούμε πόσοι ακριβώς φιλέλληνες συμμετείχαν συνολικά,

στα πολεμικά γεγονότα· υπολογίζονται γύρω στους 1200, με ποικίλη προέλευση: οι Γερμανοί αποτέλεσαν την πολυαριθμότερη ομάδα και ακολουθούν, σε αριθμό, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί επαναστάτες, διωγμένοι από την Ιταλία, μετά από τα αποτυχημένα κινήματα της Νεαπόλεως, τον Πεδεμοντίον και της Σικελίας, (121 Γερμανοί, 56 Γάλλοι, 50 Ιταλοί). Αντιπροσωπευτική ήταν η συμμετοχή των Πολωνών (5), των Ελβετών (11) και των Βρετανών (10), ενώ και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και από την Αμερική περιλαμβάνονται: Από την Δανία (8), από την Κορσική (7), από την Αυστρία (4), από τη Σουηδία (3), από τη Σκωτία (3), από την Ισπανία (2), από την Πορτογαλλία (1), από την Ουγγαρία (1), από την Ιρλανδία (1), από το Βέλγιο (1) και από ένας, επίσης, από την Αμερική και Ολλανδία, καθώς και αρκετοί Βαλκάνιοι που συμμερίζονταν τα ίδια προβλήματα με τους ‘Ελληνες, έσπευσαν να καταταγούν στο πλευρό των αγωνιζομένων.

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία, ανάμεσα στούς φιλέλληνες, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα, ενός μουσουλμάνου Αιγυπτίου, τον Νταβονσί, ο οποίος ανήκε στην ‘Ιλη των Μαμελούκων (5) του Ναπολέοντος. Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, αποστρατεύθηκε και επέστρεψε στην Αίγυπτο, για να τακτοποιήσει κάποια κληρονομικά ταν θέματα. ‘Ομως, οι εύποροι αντίδικοί τον δωροδόκησαν τον πασά, ο οποίος τον συνέλαβε και διέταξε να ξυλοκοπηθεί. Από τότε, τον κατέλαβε μίσος κατά των Μουσουλμάνων και από την Γαλλία, όπου είχε επιστρέψει μετά την περιπέτειά του, έσπευσε από τους πρώτους να αγωνισθεί στο πλευρό των Ελλήνων. Πήρε μέρος στην ατυχή μάχη τον Πέτα (1822) κι έπεσε διάτρητος από πληγές.

 

Παραπομπές:

1.Παναγ. Κανελλόπουλος: Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμος ΙΧ: Εκδ. Δημ. Γιαλλελής, Αθήνα 1976, σ. 375 κ.εξ., κεφ. 2ϋ7.

  1. Μητρομάρας: ανήκε στη σειρά των αποστατών, που αναδείχθηκαν

πριν από τον Αγώνα ταυ 1821. Επί κεφαλής σώματος κλεφτών (λεμπέσηδων) έδρασε, κυρίως τα 1771 με κέντρο τη Σαλαμίνα.

  1. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος: «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», Β1

«Τουρκοκρατία, 1453-1669», 1964.

4.Μπάμπης Άννινος: «Οι φιλέλληνες του 1821», Αθήναι, 1925, σ.σ. 190 & 207.

  1. Μαμελούκοι: Πληθυσμοί γύρω από την Κασπία και τον Καύκασο, οι

οποίοι, αφού διέφυγαν τη σφαγή των Μογγόλων του Βατού-Χαν, κατά την εισβολή των τελευταίων στη Δ. Ασία, πουλήθηκαν από δουλεμπόρους της Ανατολής στους σουλτάνους της Αιγύπτου, αι οποίοι τους χρησιμοποίησαν ως σωματοφύλακες. Από καταγωγή ήταν Τουρκομάνοι, ονομάσθηκαν Μαμελούκοι (αργυρώνητοι), οι οποίοι κατέλαβαν, δια της βίας, την εξουσία (σειρά δυναστειών Μαμελούκων). Τους εξόντωσε ο Μωχάμετ Αλή (1769- 1849)