Οι Ευρωπαίοι γνώρισαν την ελληνιστική (4°ς π.Χ.)* και τη Ρωμαϊκή τέχνη, η οποία δέχθηκε επιρροές τόσο από την ελληνιστική όσο και από την ετρουσκική τέχνη, αφού αι Ρωμαίοι έζησαν αρκετό χρόνο κάτω από την εξουσία των Ετρούσκων.
Τον 4° π.Χ. αι., όπως και τον 14° μ.Χ. και μετά, η τέχνη αρχίζει να εξελίσσεται προς τον ρεαλισμό, οποίος Θα κυριαρχήσει ολότελα πια
και κατά την ελληνιστική εποχή και κατά τον 15° μ.Χ., εποχές που Θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε μεταβατικές. Τα θέματα εξακολουθούν να είναι τα ίδια εξακολουθούν να κτίζουν ναούς κοσμημένους με τις ίδιες με πρώτα μυθολογικές παραστάσεις, οικοδομούν μητροπόλεις.
Εκείνο που διαφέρει είναι το πνεύμα της εκτέλεσης, ο ιδεαλισμός (φιλοσοφική θεωρία, η οποία υποστηρίζει πως το ον, ο υλικός κόσμος, δεν υπάρχει παρά μόνο στην ιδέα, στη νόηση και ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη
σκέψη. Τα αντίθετα πρεσβεύει ο υλισμός).
Το σπουδαίο είναι ότι, στον 4° π.Χ. αι., το αίσθημα της φύσης, το οποίο, για πολλά χρόνια, το είχε πνίξει η αφοσίωση στου ιδεώδη τύπο τον ανθρώπου, ξυπνάει και η γραφική λεπτομέρεια, το τοπίο, κάνει την εμφάνισή της στην τέχνη.
‘Ομως και στην αρχαία εποχή και στον 15° μ.Χ. αι., το τοπίο δεν σπουδάζεται γι’ αυτό καθαυτό, κι όσο ρεαλιστικό κι αν είναι δεν είναι παρά ένα πλαίσιο, όπου κινούνται τα πρόσωπα και ο χαρακτήρας του είναι φιλολογικός. Η ελληνιστική και η ελληνορρωμαϊκή φύση είναι η φύση που τραγουδάει ο Θεόκριτος, που την αγαπούν όλοι γαλήνια, περιποιημένη, φιλοτεχνημένη από τον άνθρωπο, συμπλήρωμα της οποίας είναι και του οποίου την προσωπικότητα αντικατοπτρίζει.
Ο Θεόκριτος (310-245 π.Χ.) είναι ο κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπος της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης, η οποία άρεσε ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια, διότι ο πολυτελής και Θορυβώδης βίος της πόλης, την εποχή των Πτολεμαίων, η ενοχλητική εθιμοτυπία και η μεγάλη δραστηριότητα είχαν κουράσει και γι’ αυτό οι αυλικοί και οι πολίτες ζητούσαν υα ανακουφιστούν, έστω και με τη φαντασία, με τις εικόνες του αγροτικού βίου που η ποίηση αυτή τούς προσέφερε. Τα ελληνικά πρότυπα ηύραν, στην αρχή, φίλους και, αργότερα πολλούς μιμητές.
Με αναφορά τούς κλασικούς χρόνους, η Αρκαδία είναι συνυφασμένη με την ειδυλλιακή φύση και με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Μέσα από το διάβα των χρόνων, ο αρκαδικός μύθος, ειδικότερα, κατά τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση, το αρκαδικό ιδεώδες έμελε να επηρεάσει την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα, τα οποία αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.
Η Αρκαδία, περιοχή της αρχαίας Ελλάδας, στην καρδιά της Πελ/σου, με τούς κατοίκους της να ζουν μια απλή, ποιμενική ζωή, απομονωμένοι από τον υπόλοιπα κόσμο, συνυφάνθηκε τόσο με τον ανεπιτήδευτο τρόπο ζωής των ποιμένων κατοίκων της, σ ‘ ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, ώστε χρησιμοποιήθηκε ο όρος Αρκαδία, για να δηλώσει έναν φανταστικό και παραδεισένιο τόπο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει την γαλήνη, την απλότητα και την ευδαιμονία. ‘Εχει τον δικό της μυθολογικό κύκλο. Εκεί γεννήθηκαν οι θεοί, εκεί ήταν οι λατρευτικοί της τόποι, εκεί, πάνω στο όρος Παρθένιο και στο Μαίναλο, ζούσε ο τραγοπόδαρος Θεός Παν, ο οποίος επινόησε την σύριγγα (ποιμενικό αυλό), κατασκευασμένη από εφτά μη ισομήκη καλάμια, ενωμένα με κερί και σπάγκο, εκεί,
δίπλα στα τρεχούμενα νερά, (αι αρχαίοι ονόμασαν την Αρκαδία Πολυπίδακα, γιατί από τα βουνά της πηγάζούν όλοι οι ποταμοί της Πελ/σου) ο Παν, έπαιζε τον αυλό του, συνοδεύοντας το τραγούδι των νυμφών και των βοσκών.
Το κλίμα της και τα περιβάλλον της διαμόρφωσαν τον τραχύ χαρακτήρα των Αρκάδων Αιτοδίαιτοι (τα δάση της ήταν περίφημα για τούς δρυμούς των δρυών και των φηγών, γι’ αυτό οι Αρκάδες ονομάζονταν βαλανηφάγοι), ρωμαλέοι, υπερήφανοι, φιλόξενοι, φιλελεύθεροι αλλά, ιδιαίτερα ευσεβείς στούς Θεούς και στους προγόνούς τους. Ισχυρίζονταν ότι αυτοί ίδρυσαν τις πρώτες αποικίες στην Ιταλία, με του Οίνωτρο και τον Εύανδρο, στον Πόντο και στην Τραπεζούντα, αλλά και στην Κύπρο, με τον Αγαπήνορα, αρχηγό των Αρκάδων στον τρωικό πόλεμο, ο οποίος, επιστρέφοντας στην
πατρίδα του, μετά την άλωση της Τροίας, ναυάγησε στις ακτές της Κύπρου και ίδρυσε την Πάφο (Παλαίπαφο).
Η μουσική του Πάνα κέρδισε πλατιά απήχηση σε όλον τον ελληνικό κόσμο και, μαζί με την βουκολική ποίηση, άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι έγραψαν στίχους που παρέπεμπαν σε μια ουτοπική χώρα, την Αρκαδία, συνώνυμη με παραδεισένιο τόπο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει την γαλήνη, την απλότητα και την ευδαιμονία. Η βουκολική ποίηση (1 ucolic poetrγ – pastara1) γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα – διήρκεσε 2.000 χρόνια – από του Θεόκριτο (310-250 π.Χ.) και αργότερα τον Βιργίλιο (70-19 π.Χ.) και μετά, άνθρωποι του πνεύματος, σ’ όλον τον ευρωπαϊκό χώρο, πεζογράφοι, ποιητές όλων των εποχών, από την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρόνια, εξυμνούν τις φυσικές καλλονές της Αρκαδίας και αναφέρονται με νοσταλγία στους βοσκούς της.
Στα χρόνια ανάμεσα στον 16° μ.Χ. και 17° μ.Χ. αι., (Αναγέννηση, Διαφωτισμός) ενθουσίαζε τον τότε ρομαντικό κόσμο, ο οποίος, συχνά, εκόμπαζε λέγοντας την παροιμιώδη φράση: «Et ίη Arcadίa ο» (κι εγώ ανήκω στην Αρκαδία). Τον 19° μ.Χ. αι., ο Γκαίτε (1749-1832) υμνεί την Αρκαδία, στον Φάουστ, ενώ αναφορά στο αρκαδικό ιδεώδες κάνουν οι: SchίΙler (1759-1805), ο ΝΙ ΖΙιe (1844-1900).
Την ίδια περίοδο, παράλληλα με την λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, γνώρισε ακμή ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο, ζωγραφικοί πίνακες, γκραβούρες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες, μέσα σ’ ένα βουκολικό ειδυλλιακό τοπίο, με φόντο δάση και λόφους. Ο Γάλλος ζωγράφος, Πονσσέν (1594-1665), ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, ζωγράφισε τον πίνακα: «Οι βοσκοί της Αρκαδίας» (σήμερα στο μουσείο τον Λούβρου) με την αλληγορική φράση «Et in Arcadia ο», η οποία ήταν γνωστή από πίνακα του Giουαηηι Fransesco Guercino, πού φιλοτεχνήθηκε μεταξύ των ετών 1621 – 1623.
Η Αρκαδία ως αρχέτυπο, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, Θεωρείται ως στέρεο και αιώνιο στήριγμα των πάντων βασική της αρχή η ενότητα του κόσμου, η ιδέα, είναι ένας αρχετυπικός τόπος αγάπης, ευδαιμονίας και Δικαιοσύνης και, ιδωμένη κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, αντιπροσωπεύει την βαθύτερη ουσία του ελληνισμού.
Ουσιαστικά, ο αρκαδισμός δεν διαφέρει από την έννοια ελληνικότητα, είναι έννοιες ταυτόσημες. Και είναι περίεργο, ενώ γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την αρχαία εποχή από δημοσιεύσεις, ομιλίες, μελέτες, η πληροφόρηση που έχουμε για τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης στη Δύση, είναι ελάχιστη αν αναλογισθούμε την τεράστια προσφορά της (της ελλ. παράδοσης), η οποία, με το όνομα Αρκαδία, διαμόρφωσε καθοριστικά, την Τέχνη, την κοινωνία και τον πολιτισμό της ηπείρου μας. Το κενό μεταξύ Αρχαιότητας και Νεώτερης εποχής, έρχεται να καλύψει ο αρκαδισμός, προσφέροντας την πνευματική και πολιτιστική συνέχεια της Αρχαιότητας. ‘Ετσι, ο αρκαδισμός είναι έννοια οικουμενική, γνωστή στην Ευρώπη εδώ και
τετρακόσια χρόνια, είναι ο αρκαδισμός, που θεμελίωσε τον Ρομαντισμό και τον κλασικισμό, δημιούργησε το όνειρο του Τζέφερσον για την Αμερική και στήριξε όλη την εναλλακτική κουλτούρα τον 19ον και 20ον αι., εστιάζοντας το νόημά της στον άνθρωπο και στη φύση.
Ο «πόθος τον χαμένου παραδείσου». Αυτό είναι η Αρκαδία, η οποία έχει μια μαγεία, μια αύρα που της προσδίδει έναν χαρακτήρα σχεδόν παραμυθένιο, ενώ, ιστορικά και μυθολογικά, σε καθηλώνει.
Είναι η Αρκαδία που εκφράζει το αρκαδικό ιδεώδες το οποίο ύμνησαν ο Βοκκάκιος και ο Δάντης, του ουμανισμό της Αναγέννησης, την δικαιοσύνη και την γαλήνη, είναι η Αρκαδία που η πλούσια χλωρίδα και πανίδα την μεταμόρφωσε σε μακαρία γη. Αυτός ο πολιτισμός, που δεν έχει ζήσει λιγότερο από μια χιλιετία, που διαμορφώθηκε από τη μια άκρη στην άλλη της λεκάνης της Μεσογείου, που γεννήθηκε και έλαβε σχήμα και μορφή στην Ελλάδα, μέσα σε τέσσερις αιώνες – από τον 8ο ή τον 7ο π.Χ. αι. – έμελε να μπολιάσει όλους, σχεδόν, τους πολιτισμούς, με το ιδεώδες της υψηλοφροσύνης και της ωραιότητάς της, σε συνδυασμό, πάντα, με το απαράμιλλο κάλλος τον φυσικού της τοπίου.
Είναι ο κλασσικός πολιτισμός, που έφθασε στο απόγειό τον την Κλασσική εποχή (480- 317 π.Χ.) με τον οποίο, ο δυτικός κόσμος, από τον 3° π.Χ. αι. και ύστερα, ασχολείται, χωρίς διακοπή, με την έννοια τον κλασσικού. Τα έργα αυτά, που ονομάζούμε κλασσικά, αντέχουν στον χρόνο, δεν γερνούν ποτέ κι εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να προκαλούν θαυμασμό και συγκίνηση. Αργότερα, τον 2ο π.Χ. αι. και την εποχή του Αδριανού (76-138 μ.Χ.), εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κλασσικισμού, ο οποίος αποτελεί μια νοσταλγική αναφορά στα κλασσικά πρότυπα, σταματώντας μόνο στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά. Γίνεται, όπως παρατηρεί ο μεγάλος αρχαιολόγος, Χρήστος Καρούζος, «ένα περίβλημα, χωρίς σάρκα, ένα φάντασμα της κλασσικής τέχνης».
Το 1738 και, κυρίως, από το 1745 -1765), οι ανασκαφές στο Herculaneum (Ηράκλειο, πόλη της Καμπανίας, περιοχή γύρω από τη Ρώμη) και το 1748 στην Πομπηία, έφεραν στο φως τις ελληνορρωμαϊκές αρχαιότητες, ενώ, γύρω στα 1775 ο Γερμανός αρχαιολόγος, Βίνκελμαν, διατυπώνει την κριτική αξιολόγηση του ελληνικού θαύματος και αναδεικνύει την ελληνική γλυπτική ανώτερη από κάθε άλλη, υποστηρίζοντας ότι η γλυπτική πρέπει να μιμείται την φύση, όπως αυτή αποδόθηκε στα γλυπτά των αρχαίων Ελλήνων, γιατί μόνον έτσι μπορούν να εκφραστούν οι ηθικές αξίες, οι οποίες πρέπει να αποτελούν κύριο μέλημα των καλλιτεχνών. Βασικό σύγγραμμα του Βίνκελμαν είναι το: «Σκέψεις πάνω στη μίμηση των Ελλήνων στη ζωγραφική και στη γλυπτική», το οποίο αποτελεί το μανιφέστο του νεοκλασσικισμού και, από την ερμηνεία, που ο Βίνκελμαν έδωσε για την αρχαία ελληνική τέχνη, επηρεάστηκαν οι μεγάλοι δάσκαλοι της γλυπτικής τον 18°ο αι.
Όσον αφορά στη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στο ελληνικό στοιχείο, δεν Θα λέγαμε ότι ήταν πάντοτε θετική. Σ’ αυτό, συνέτειναν, αφ’ ενός, οι ανταγωνισμοί της Δύσης, που, μερικές φορές, μεταφέρονταν στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου και, αφ’ ετέρου, η έλλειψη ταύτισης των απόψεων της Δύσης μ’ εκείνες των λαών της Ανατολής και, ιδιαίτερα, των Ελλήνων. ‘Ηδη, από την Βυζαντινή περίοδο, αντικρουόμενες απόψεις πάνω σε θέματα θρησκευτικά, οικονομικά ή εμπορικά χώριζαν τη Δύση και την Ανατολή, παρ’ όλο που το Βυζάντιο χρησίμευε ως κυματοθραύστης των επιδρομών των ασιατικών λαών. ‘Ετσι, στο διάβα των αιώνων, οι διαφοροποιήσεις των διαθέσεων της Δύσης έναντι της Ανατολής εποίκιλαν ανάλογα με τις επικρατούσες, κάθε φορά, θρησκευτικές πεποιθήσεις, πολιτικές και εμπορικές επιδιώξεις ή τις πνευματικές ανάγκες των κοινωνικών σφαιρών.
Για παράδειγμα, τον 15ο μ.Χ. και 16ο μ.Χ. αι., ήταν γνωστή η παραδοχή πως η Άλωση της Βυζ. Αυτοκρατορίας ήταν η δίκαιη εκδίκηση για την άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς (Έλληνες). Ο καθολικός κλήρος την απέδιδε στη θεία δίκη, κατά των «αιρετικών» της Ανατολής, σε ανταπόδοση τον Σχίσματος (1054).