«Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» – Δωδεκαημερίτικα τελετουργικά του νερού
Του Δρος Μ. Βαρβούνη
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.
Τα Θεοφάνεια, η τρίτη μεγάλη εορτολογική στιγμή του Δωδεκαημέρου, είναι άμεσα συνδεμένη με το ζωαρχικό στοιχείο του νερού. Τόσο η υμνογραφία και η εικονογραφία της εορτής, όσο και τα λαϊκά τελετουργικά έθιμα και δρώμενα που σχετίζονται με αυτήν, κατά κανόνα περιστρέφονται γύρω από το νερό, που αγιάζεται πρώτα, και κατόπιν μεταλαμβανόμενο ή ραντιζόμενο μεταδίδει την αγιαστική χάρη και την ευλογητική του δύναμη σε ανθρώπους, ζώα, φυτά και κτήματα, σε όλη δηλαδή την ζώσα και μη φύση. Γι’ αυτό και σε όσα ακολουθούν στο νερό και την τελετουργική χρήση του θα επικεντρωθούμε, με αφορμή τις αντίστοιχες λαϊκές τελετουργίες των ελληνορθόδοξων Φώτων.
Η βρύση του χωριού, κύριος τόπος προμήθειας του ζωτικού νερού για τα νοικοκυριά, περιβάλλεται από διάφορες προλήψεις και δεισιδαίμονες ενέργειες, στις οποίες προβάλλεται η πάγια πίστη του λαού ότι το τρεχούμενο νερό είναι «ζωντανό», αποτελεί δε τόπο κατοικίας πολλών και σημαντικών για την γονιμότητα πνευμάτων, τα οποία πρέπει να εξευμενίζονται, προκειμένου να συνεχίσουν να προσφέρουν το δώρο της ευγονίας και της καλοχρονιάς στην κοινότητα. Γι’ αυτό αφενός μεν η βρύση και το νερό της περιβάλλεται από ιδιαίτερο σεβασμό, και με παραδοσιακό οικολογικό περιεχόμενο, καθώς κανείς δεν τολμά να την βρωμίσει, αφετέρου δε σε πολλές στιγμές των τελετουργιών του κύκλου του χρόνου ή του κύκλου της ζωής οι άνθρωποι προσέρχονται στη βρύση, προσκυνούν λατρευτικά το νερό και τα ενοικούντα σε αυτό πνεύματα, και προσφέρουν μειλιγμούς και άλλες λατρευτικές προσφορές.
Στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού δε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, άλειφαν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Έπειτα έριχναν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, και «έκλεβαν νερό», αφού μόνο εξ αρπαγής μπορούν να δεσμευθούν τα πνεύματα, κατά πάγια λαϊκή θρησκευτική αντίληψη, και γύριζαν στα σπίτια τους αμίλητες. Αλλά στο «αμίλητο νερό» θα επανέλθουμε και στη συνέχεια.
Η νύφη πάλι, σε πολλές περιοχές μετά τον γάμο της οδηγείται τελετουργικά στην βρύση, προσφέρει ανάλογα μειλίγματα, «ασημώνει» το νερό με νομίσματα που ρίχνει μέσα και προσκυνά, πιστεύοντας πως έτσι εξασφαλίζει υγεία, γονιμότητα, προκοπή και τους επιθυμητούς άρρενες απογόνους.
Δεν είναι λοιπόν λίγες οι εθιμικές περιστάσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι του λαού πρόσφεραν στις πηγές νερού της περιοχής τους «απαρχές» καρπών και γεννημάτων: στον Μαΐστρο της Ανατολικής Θράκης, το πρώτο γάλα που άρμεγαν από τις αγελάδες το έχυναν στο ρέμα, «για να είναι πάντα γλατιρή». Στην τελετουργία αυτή συνυπάρχουν οι αντιλήψεις για τις απαρχές της πρώτης σοδειάς στο δαιμονικό πνεύμα του τρεχούμενου νερού, με την ομοιοπαθητική επιδίωξη να «τρέχει» το γάλα, ακριβώς όπως τρέχει και το νερό στην κοίτη του χειμάρρου. Στο Σκεπαστό πάλι, από το ψωμί που πρωτοζύμωναν με το αλεύρι της νέας σοδειάς έκαναν και μια μικρή πίτα που την άφηναν στις βρύσες του χωριού, για να τρώνε οι διαβάτες και να εύχονται, τελετουργία που παραπέμπει στις ίδιες απόψεις, με βάση τις οποίες οι αρχαίοι πρόσφεραν τα ανάλογα «Εκάτης δείπνα».
Φυσικά, όλα αυτά τα είδη διατροφής είχαν και την κοινωνική λειτουργικότητά τους, αφού καταναλώνονταν από τους ενδεείς και τους άπορους του χωριού, αποτελώντας ένα είδος έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η γονιμική δύναμη του νερού συνδυάζεται με την χθόνια προέλευση και σημασιοδότησή του, καθώς διαχρονικά στην ελληνική παράδοση συνδέεται με τον κόσμο των νεκρών, που είναι χθόνιος και γονιμικός ταυτόχρονα: στα μοιρολόγια και τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου οι ψυχές των νεκρών περνούν έναν ποταμό, και πίνουν νερό από τη «βρύση της Αρνησιάς», το «νερό της Άρνας», που τους κάνει να ξεχάσουν την επίγεια ζωή τους και τα προσφιλή τους πρόσωπα, που άφησαν πίσω στον κόσμο. Οι διηγήσεις αυτές έχουν εμπνεύσει αρκετούς νεοέλληνες λογοτέχνες: ενσωματώνονται, για παράδειγμα, σε στίχους του Τάφου του Κωστή Παλαμά, του Γιάννη Ρίτσου και πολλών νεοελλήνων στιχουργών, καθώς διαχρονικά εμφανίζονται σε κείμενα της ελληνικής γραμματείας.
Στην κατηγορία των υδάτινων λαϊκών λατρευτικών τελετουργιών των Φώτων μπορούν να ενταχθούν τα «βρεξούδια», που συνηθίζονται τόσο κατά τα Θεοφάνεια, όσο και κατά την επομένη εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σε πολλά χωριά και οικισμούς της Ανατολικής Θράκης. Στη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, ο κουμπάρος βρέχει, με το νερό μιας βρύσης ή μιας πηγής, το κεφάλι του γαμπρού, αν δεν έχει ακόμη περάσει χρόνος από την ημέρα του γάμου, με την πεποίθηση ότι έτσι θα στεριώσει το νέο ζευγάρι, θα είναι υγιές και ευτυχισμένο, αλλά και θα ευοδωθούν όλες οι επαγγελματικές προσπάθειες της νέας οικογένειας.
Το νερό, σε κάθε μορφή και εφαρμογή του, κυριαρχεί στις λαϊκές τελετουργίες των Θεοφανείων, και μάλιστα στην Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, περιοχές γεωργικές και με επάρκεια – ή ακόμη και αφθονία – υδάτων. Στο Σιναπλί της Βόρειας Θράκης, για παράδειγμα, μετά τον Μεγάλο Αγιασμό οι νέοι του χωριού πήγαιναν με τον ιερέα σε μια βρύση έξω από τον οικισμό, όπου ένας νέος μεταμφιεζόταν σε ιερέα και οι υπόλοιποι τον έλουζαν στο νερό της βρύσης, για «ντη γειά και το μπερεκέτ’». Κατά την επιστροφή στο χωριό, ο κανονικός ιερέας παρέθετε πανηγυρικό γεύμα στο σπίτι του, όπου γλεντούσαν όλοι οι συμμετέχοντες στο έθιμο.
Στην Σκόπελο της Ανατολικής Θράκης πάλι, κατά τα Φώτα οι νέοι του χωριού έλουζαν τελετουργικά όχι μόνο τον ιερέα, αλλά και τις υπόλοιπες αρχές του τόπου. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ανανέωση, και μάλιστα μέσω αντιπροσώπου, του κυριότερου εκφραστή της υπερφυσικής εξουσίας στο χωριό, του παπά. Ανανέωση η οποία επιτυγχάνεται με το τελετουργικό βάπτισμα στο παντοδύναμο νερό μιας τρεχούμενης πηγής, άρα με την οικείωση της δύναμης που εμπεριέχεται στα πνεύματα που φυλάγουν και τροφοδοτούν υπερφυσικά την πηγή αυτή.
Η τελετουργική αυτή ανανέωση δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην επίτευξη των σπουδαιοτέρων ευετηρικών αιτημάτων της αγροτοκτηνοτροφικής κοινότητας, δηλαδή της υγείας και της καλής σοδειάς, δια των η, δια των οποίων εξασφαλίζεται η επιβίωση, τόσο σε προσωπικό και οικογενειακό, όσο και σε συλλογικό-κοινοτικό επίπεδο. Εξάλλου, η τελετουργική υπόσταση της πράξης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις βρέχουν συμβολικά μόνο το κεφάλι του ιερέα ή των προυχόντων του χωριού, όχι όλο το σώμα τους. Και πάλι το πανίσχυρο τρεχούμενο και αγιασμένο νερό μεταδίδει τελετουργικά, με την μετάληψη ή την επαφή του με το ανθρώπινο σώμα, τις δυνάμεις του στον άνθρωπο, με σκοπό την εξασφάλιση γονιμότητας και ευετηρίας, στην διαβατήρια στιγμή των Θεοφανείων.
Ιδιαίτερη διάδοση είχε το έθιμο αυτό στη Σκόπελο και στη Πέτρα της Ανατολικής Θράκης. Εδώ η δύναμη του νερού ενισχύεται τελετουργικά και από τη χρήση πράσινων κλαδιών, που βεβαίως θυμίζει τις ανάλογες εκκλησιαστικές τελετουργικές πρακτικές, κατά την τέλεση της ακολουθίας του αγιασμού, και τον περιραντισμό με αυτόν των πιστών. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στους νιόπαντρους, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για τελετουργική γονιμική ενίσχυση. Τέλος, η τελετουργία εδώ φανερώνει, πέραν της συμβολικής, και την κοινωνική και επικοινωνιακή αξία της: με το κρασί που συγκεντρώνεται, τα κεράσματα και τα γλέντια που ακολουθούν η κοινότητα συσφίγγει και αναδομεί τις σχέσεις της, προχωρά δηλαδή στη διαδικασία της ιδεολογικής αναπαραγωγής των κοινωνικών χαρακτηριστικών και δεσμών, κάτι που αποτελεί την κύρια σημειοδοτική λειτουργία των λαϊκών τελετουργιών.
Στις παραλιακές περιοχές της Ανατολικής Θράκης, μετά τη θεία λειτουργία της εορτής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (7 Ιανουαρίου) έπαιρναν τους νιόπαντρους της χρονιάς με μουσικά όργανα, τους οδηγούσαν στο γιαλό και τους έσπρωχναν τελετουργικά, για να βραχούν στη θάλασσα. Ιδιαιτέρως δε στις γυναίκες, που σχετίζονταν αμεσότερα με το αίτημα της τεκνογονίας και της γονιμότητας, έριχναν θαλασσινό νερό στο κεφάλι με κανάτες, ευχόμενοι: «Να ζήσετε και να σας δώσει ο Θεός παιδιά». Οι γονιμικοί, και μάλιστα οι ανθρωπογονιμικοί, σκοποί της τελετουργίας είναι ολοφάνεροι, καθώς επιδιώκεται να μεταδοθεί τελετουργικά στους νεόνυμφους η καθαρτήρια και ζωαρχική δύναμη της θάλασσας, με σκοπό να διευκολυνθεί μαγικά και συμβολικά η τεκνογονία, η απαραίτητη κατάληξη που συμπλήρωνε, βιολογικά και κοινωνικά, κάθε γάμο.
Το νερό πρωταγωνιστεί, όπως είναι γνωστό, σε πολλά από τα ελληνικά τελετουργικά έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας. Σε ορισμένα έθιμα του ελληνικού λαού, η γονιμική δύναμη που του αποδίδεται ενισχύεται με την τήρηση τελετουργικής σιωπής, οπότε και πρόκειται για «αμίλητο νερό». Η ουσιαστική έννοια της σιωπής είναι η αποφυγή του κρότου που θα μπορούσε, κατά την λαϊκή μεταφυσική αντίληψη, όπως όλοι οι κρότοι να αποδιώξει το πνεύμα που ζωοποιεί και ενδυναμώνει μαγικά το νερό.
«Αμίλητο νερό» χρησιμοποιείται σε διάφορα ελληνικά λαϊκά έθιμα. Κυρίως σε μαντικές εθιμικές πράξεις, όπως στον κλήδονα της εορτής του Γενεσίου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), κατά την εορτή του δια κολλύβων θαύματος του αγίου Θεοδώρου, το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά και την Πρωτομαγιά, στην Κύπρο. Στην περίπτωση αυτή, το νερό μεταφέρεται την παραμονή από τη βρύση του χωριού, μέσα σε απόλυτη τελετουργική σιωπή του μεταφέροντος, την οποία προσπαθούν έντεχνα να διαταράξουν οι συγχωριανοί που τον συναντούν κατά την πορεία του από τη βρύση προς το σπίτι, με κάθε είδους πειράγματα.
Χρήση «αμίλητου νερού», πάντα από πηγή ή βρύση, μαρτυρείται και σε διάφορες μαγικές συνταγές της ελληνικής χειρόγραφης μαγικής παράδοσης. Κάποτε μάλιστα, για να ενισχυθεί η δύναμή του, πρέπει να προέρχεται από τρεις βρύσες ή τρία πηγάδια. Στη Λέσβο, το «αμίλητο νερό» προερχόταν από την θάλασσα, και μάλιστα έπρεπε να προέρχεται από σαράντα κύματα.
Αμίλητο νερό έπαιρναν στο σπίτι και στα διαβατήρια και ευετηρικά λαϊκά έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Στους Μικρασιάτες, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το πρωί της Πρωτοχρονιάς το αμίλητο νερό, και με αυτό στα χέρια έκανε ποδαρικό στο σπίτι του. Κατόπιν έχυναν το μαγικά ενισχυμένο αυτό νερό μέσα στο σπίτι ή στο κατώφλι, πιστεύοντας συνειρμικά ότι με παρόμοιο τρόπο θα έτρεχαν άφθονα τα αγαθά και τα πλούτη στο σπίτι, σε όλη τη χρονιά που άρχιζε. Στο Σιτοχώρι των Σερρών η όλη τελετουργία γίνεται την δεύτερη μέρα του χρόνου, και μαζί με το νερό παίρνουν από την πηγή ή την βρύση και μια πέτρα με μούσκλια, μια «μαλλιαρή πέτρα», ώστε να εξασφαλιστεί στο σπιτικό σταθερότητα, υγεία και ευτυχία.
Οι Σαρακατσάνοι έπαιρναν το αμίλητο νερό τα Χριστούγεννα, ενώ οι κάτοικοι των Φαράσων έκαναν παρόμοια τελετουργία κατά τα Φώτα, και οι παλαιοί Αθηναίοι κατά την 1η Μαρτίου, οπότε εθιμικά και ευετηρικά καλωσόριζαν την άνοιξη. Την Πρωτομαγιά έπαιρναν αμίλητο νερό σε χωριά του νομού Πέλλας, ενώ της Αναλάψεως σε χωριά της Λέσβου.
Σε ορισμένες περιοχές, «αμίλητο νερό» χρησιμοποιούσαν και στην τέλεση ορισμένων μαγικών καταδέσμων και επωδών, ενώ στη Μεσσηνία χρησιμοποιούσαν «αμίλητο νερό» για το πιάσιμο του προζυμιού και το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου. Στο Σκαλοχώρι Βοΐου με «αμίλητο νερό» πότιζαν τελετουργικά τα λίγα στάχυα που άφηναν αθέριστα στο χωράφι, μετά την ολοκλήρωση του θερισμού.
Τέλος, αμίλητο νερό χρησιμοποιούσαν σε μαγικό έθιμο της αποδημίας, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλού ταξιδιού και ανάλογης τύχης στον ξενιτεμένο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η τήρηση της τελετουργικής σιωπής που ενδυναμώνει το νερό και το κάνει μαγικά και υπερφυσικά αποτελεσματικό, σύμφωνα με μια πανάρχαιη αντίληψη για τη δύναμη της σιωπής, που απηχείται σε πολλές αντίστοιχες αναφορές αρχαίων ελληνικών και λατινικών πηγών.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων και της παραμονής τους ενίσχυε και ανανέωνε την δύναμη των πηγών και των τρεχούμενων υδάτων του χωριού και της ευρύτερης περιφέρειάς του, χαρίζοντας την βέβαιη προσδοκία για μια ακόμη χρονιά με ευγονία, υγεία, ευετηρία και ευκαρπία. Η πανηγυρική βεβαίωση της θαυματουργικής επενέργειας της «Φωνής Κυρίου» «επί των υδάτων» ανακούφιζε αγωνίες, εξάλειφε φόβους, δημιουργούσε βεβαιότητες μπροστά σε ένα αδιάγνωστο μέλλον. Λειτουργούσε δηλαδή όπως όλα τα σπουδαία τελετουργικά έθιμα στις παραδοσιακές προβιομηχανικές αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες.