Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.
Μά, τὴν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στὸν νοῦ σου ἡ σκέψη πὼς ὅλα αὐτὰ στέκουνται στὸν ἀγέρα, καὶ φτάνει ἕνα φύσημα γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καὶ τ’ ἀναπαυτικὰ σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καὶ οἱ χαρούμενες συναναστροφὲς καὶ τὰ πλούτη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τάχουνε. Μιὰ μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τὴν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ θολώνει τὰ μάτια μου καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τοὺς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένοι στὴν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ’ ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ’ ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὓστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.
Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ’ ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μὲ μία τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Καλὰ τὰ εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα.
* * *
Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τὰ μάτια του γιὰ νὰ μὴ δεῖ τί τὸν περιμένει. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ πράγμα ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τὸν θεωροῦνε μεγάλον καὶ ἀπέθαντον καὶ τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτὸ τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» τὸ ἀκοῦμε σὰν νὰ λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καὶ ἡ ἐξαφάνισις».
Βλέποντας λοιπὸν πρῶτα τὸν ἑαυτό μου κι ὕστερα τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ καταγινόμαστε ὅλοι μὲ πρόσκαιρα καὶ ψεύτικα πράγματα καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον ζῆλο σὰν νὰ ἔχουμε νὰ ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μοναχὰ αὐτὰ τὰ ψεύτικα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἢ ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νὰ δίνεται ἀπὸ τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπο σὲ κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ χαθοῦνε σὲ κάθε στιγμή, δὲν εἶναι κρῖμα; Ἂν ἤξερε λοιπὸν πὼς ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα πράγματα, πόση θὰ ἤτανε ἡ εὐτυχία του καὶ τότε ἡ ἀγάπη του σὲ κεῖνα τὰ ἀληθινὰ δὲν θάτανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη;
* * *
Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δίνουνε ὅλη τὴ φροντίδα τους στὸ τίποτα! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποὺ δὲν τὸν πιστέψανε, ἀκούγοντας τὸν νὰ λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».
Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ’ αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα…
Μαθαίνουμε τόσα καὶ τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δὲν ἀφήνει τίποτα χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσει καὶ μόνο τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν βρίσκουμε καιρὸ νὰ τὸ διαβάσουμε καὶ νὰ τὸ μάθουμε. Γιὰ νὰ γιατρέψουμε τὴν πιὸ παραμικρὴ ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε τὸν γιατρὸ καὶ τὸ γιατρικό, μὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ἡ ψυχή μας σὰν πεθάνουμε καὶ μὲ τί τρόπο θὰ τὴ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν καταδίκη, δὲν δίνουμε καμμιὰ προσοχὴ κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου…
Φώτης Κόντογλου
Φωτογραφία: Χρήστος Μπόνης