Αγαπώντας, δεν φοβάσαι ούτε τη ζωή ούτε τον θάνατο. Λένε μερικοί: «Πώς θα πεθάνουμε ήσυχοι; Πώς γίνεται να πεθάνεις χωρίς να φοβάσαι τον Θεό, που θα σε δει και θα σε κρίνει;» Το είπαμε. Οσοι δεν αγαπούν, αυτοί φοβούνται. Φοβάσαι όταν έχεις μέσα σου ενοχές. Και γιατί έχεις ενοχές; Επειδή δεν έχεις φτάσει στο σημείο της αγάπης, αλλά βλέπεις τον Θεό ενοχικά. Σαν έναν μπαμπούλα που μαλώνει και τιμωρεί. Που κρατάει ένα μαστίγιο και σε χτυπά. Αυτή η αίσθηση σε πνίγει με ενοχές. Ενώ, αν είσαι αμαρτωλός αλλά ταπεινός αμαρτωλός, έχεις άλλη αίσθηση του Θεού. Αν είσαι αμαρτωλός και νιώθεις ταυτόχρονα την αγάπη του Θεού, τότε η αμαρτία σου σε κάνει ταυτόχρονα ταπεινό. Σε ταπεινώνει, σε προσγειώνει και λες: «Πωπώ, Χριστέ μου, είμαι τόσο κακός; Ναι, είμαι. Αλλά Εσύ μ’ αγαπάς, ε; Εχω θάρρος και Σε κοιτάω. Σε αντικρίζω, Χριστέ μου, με κλαμένα μάτια, διότι δεν είναι καθαρή η ψυχή μου. Και το ξέρω. Ταυτόχρονα όμως Σε κοιτώ με θάρρος. Διότι ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Και όταν Σε αντικρίσω, θα σου πω: “Κύριε, εγώ, πάντως, Σε αγαπούσα. Ημουν αμαρτωλός, αλλά ήξερα πόσο καλός είσαι και, έτσι, δεν φοβάμαι”».
«Η αγάπη», λέει, «έξω βάλλει τον φόβον». Οταν αγαπάς, δεν φοβάσαι. Οταν αγαπάς, έχεις καθαρή τη συνείδησή σου. Εχεις κάθε καλή διάθεση να ζυμωθείς, να δεχθείς κάποιο μάθημα ζωής, μια διδασκαλία ή μια διόρθωση. Παραδίνεσαι και λες: «Βοηθήστε με, ναι, σας παρακαλώ πολύ». Και δεν έχεις καχυποψία. Δεν υποπτεύεσαι τον άλλον. Ενώ, αν δεν αγαπάς, όλους τους βλέπεις φοβισμένα και καχύποπτα. «Αυτός, να δεις, κάτι θα μου κάνει. Αυτός μου τη φυλάει παρακάτω. Ο άλλος σίγουρα κάτι ζητάει από μένα». Βγαίνουν συνέχεια τέτοιες ποιότητες απ’ την ψυχή μας: πονηριές, υποψίες, φοβίες. Καμία γεύση γλυκύτητας και γαλήνης στην καρδιά μας. Διότι η δοξολογία προηγείται. Κι όσοι τραγουδούν στον Κύριο δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, γιατί ακριβώς ο ύμνος τους σημαίνει πως Τον αγαπούν.
Το θέμα της αγάπης είναι ανεξάντλητο. Ας πω ένα παράδειγμα. Τώρα σου μιλάω, εντάξει; Μόλις πάει να με πιάσει κάποια αγωνία για το τι θα πω παρακάτω -μήπως κάνω κάνα λάθος, μήπως κάτι δεν είναι σωστό, μήπως σε κάτι με μαλώσεις κ.λπ.-, ξέρεις τι κάνω αυτές τις στιγμές; Βάζω μέσα μου μια σκέψη και λέω: «Βρε, γιατί έχεις άγχος; Αφού σ’ αγαπούν οι άνθρωποι. Είναι καλοί άνθρωποι. Και τώρα αυτός που σ’ ακούει -δηλαδή εσύ!- σ’ αγαπάει. Αφού σ’ αγαπάει, γιατί να φοβάσαι;» Μόλις σκεφτώ κι αισθανθώ αυτή την αλήθεια στην ψυχή μου, αυτομάτως ηρεμώ και μπορώ και μιλάω. Αν ένιωθα ότι τώρα δεν βγαίνει αγάπη απ’ την ψυχή σου, νομίζεις θα μπορούσα να μιλήσω; Ποιος μπορεί να μιλήσει όταν νιώσει ότι απέναντί του τον περιμένουν τιμωρία, εκδίκηση, μάλωμα ή κακία; Οταν ο άλλος βγάζει μίσος, μπορείς να μιλήσεις; Η αγάπη ανασταίνει την ψυχή όλων μας. Αυτομάτως.
Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου «Στο βάθος κήπος»
των εκδόσεων Αθως