Ενθυμούμαι, ότι ο αείμνηστος Νικόλαος αναζητούσε τους αγίους και επεδίωκε να τους συναντήσει. Έτσι πρώτα συνδέθηκε με πνευματικούς δεσμούς με τον Όσιο Παῒσιο τον Αγιορείτη, για τον οποίο μια άλλη φορά θα γράψουμε τα σχετικά τής φιλίας και επικοινωνίας τους. Εγνώρισε από την παιδική του ηλικία τον Άγιο Γέροντα της Πάτμου, π. Φιλόθεο Ζερβάκο, τον οποίο στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είχε πνευματικό.
Ως Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων ανεκάλυψε τον άγιο Ιερέα Δημήτριο Γκαγκαστάθη, για τον οποίο ήταν έτοιμος με πλούσιο υλικό να γράψει την βιογραφία και τα θαύματά του. Τον πρόλαβε όμως ο θάνατος και το πολύτιμο υλικό εχάθηκε.
Στο νησί τής Πάρου πήγε ως Αρχιερεύς μαζί με τον π. Θεόκλητο Φεφέ, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Πεντέλης για να γνωρίσει τον π. Αμφιλόχιο Μακρή. Και ακόμη επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Αγάθωνος στη Φθιώτιδα για να πάρει την ευχή τού Αγίου Γέροντος Βησσαρίωνος, του οποίου το πλήθος των ελεημοσυνών τον είχε καταπλήξει.
Ο άγιος Ιάκωβος ήταν για τον Νικόλαο ένας θησαυρός εντός των ορίων της Μητροπόλεώς του και έτσι είχε την ευκαιρία συχνά να τον αναστρέφεται και να ωφελείται πνευματικά.
Στις ποιμαντικές του επισκέψεις στην Βόρεια Εύβοια παρέκαμπτε την πορεία του για να επισκεφθεί την Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ και να συναντήσει τον π. Ιάκωβο. Τότε το μοναστήρι είχε λίγους αδελφούς, τον γέροντα π. Ευθύμιο, τον π. Σεραφείμ, τον π. Κύριλλο και τον π. Ιάκωβο, ο οποίος σημειωτέον δεν ήταν Ηγούμενος. Ήταν ένας ταπεινός Ιερομόναχος, που είχε και ενορία, όπου εξυπηρετούσε δυο-τρία χωριά και καλύβες βοσκοποιμένων.
Ο Νικόλαος ήταν φιλομόναχος και φιλάγιος και είχε την διάκριση να αναγνωρίζει τους Αγίους. Στο μοναστήρι τού ετοίμαζαν τράπεζα καλογερική και εκεί καλούσε τους πατέρες να τους δει και να συζητήσουν τα όσα απασχολούσαν το Μοναστήρι και τον καθένα.
Ο π. Ιάκωβος, κατά παράκληση του Δεσπότη, είχε τον πρώτο λόγο. Άρχιζε να διηγείται θαύματα του Οσίου Δαβίδ και περιστατικά από την ζωή του. Σε κάθε πρότασή του έκλινε ευλαβώς την κεφαλή του προς τον Επίσκοπο και έλεγε: «Με συγχωρείτε Σεβασμιώτατε, άνθρωπος αγράμματος είμαι». Ο Δεσπότης με ωραίο χιούμορ τον παρακαλούσε να συνεχίσει. Δεν ετελείωνε αυτή η διδαχή πριν δύο ώρες. Ήταν όντως ευλογία Θεού η ωραία αφήγηση των θαυμαστών γεγονότων από τον Γέροντα και επί πλέον η Μικρασιάτικη ηχηρή και μεγαλοπρεπής φωνή του. Κατά την ώρα που ο π. Ιάκωβος ήταν συνεπαρμένος και έλεγε, έσκυβε ο Σεβασμιώτατος προς το μέρος, που καθόμουν και με σιγανή φωνή μού έλεγε: «Ο π. Ιάκωβος είναι Άγιος». Το ίδιο έλεγε αργότερα ο π. Ιάκωβος, όταν είχε κοιμηθεί ο Χαλκίδος Νικόλαος: «Ο Δεσπότης μας είναι στην χορεία των Αγίων, όπως μού απεκάλυψε ο Θεός».
Κατά τις επισκέψεις μου στο Μοναστήρι με ενίσχυε πνευματικά και μια φορά μου διηγήθηκε την περί Νικολάου αποκάλυψη του Θεού. Μάλιστα μια φορά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στις αποθήκες της Μονής. Εκεί στον τοίχο είχε κρεμάσει την μεγάλη φωτογραφία του Νικολάου, που την είχαν πριν στο Αρχονταρίκι και μου είπε: «Έρχομαι εδώ και ομιλώ εις τον Άγιο Αρχιερέα μας».
Όταν, ως Διάκονος, συνόδευα τον Νικόλαο στις περιοδείες και επισκεπτόμεθα την Μονή τού Οσίου Δαβίδ, Ηγούμενος ήταν ο Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, ο οποίος μετά την εκθρόνιση του Νικολάου έφυγε εις το Άγιον Όρος και σήμερα είναι Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. Ο π. Ιάκωβος ήταν αφοσιωμένος στα πνευματικά του έργα, εξομολογών και διακονών τους ολίγους τότε προσκυνητάς και τους κατοίκους των μικρών χωρίων, τα οποία ήσαν πλησίον της Μονής. Εσέβετο και αγαπούσε τον π. Χριστόδουλο και ήταν πανευτυχής, για την μη ανάμειξή του στα διοικητικά τής Μονής.
Στις ημέρες της δοκιμασίας του μακαριστού Νικολάου, με την άδικη εκθρόνιση και ύστερα με την ασθένειά του, ο π. Ιάκωβος ήταν το αποκούμπι τής ψυχής μου. Όταν με εξομολογούσε, γονάτιζε προ της Αγίας Τραπέζης, έκυπτε την κεφαλήν και άκουγε. Οι συμβουλές του ήταν βάλσαμο στην ψυχή τού νεαρού τότε Διακόνου. Μια μέρα παρετήρησα με έκπληξη στο πρόσωπό του την μορφή τού Οσίου Δαβίδ. Αργότερα μου εξήγησε, ότι θερμά παρακαλούσε τον Όσιο να του ομοιάσει. Πράγματι, στα τελευταία χρόνια τής ζωής του μεγάλωσε το ασθενικό γένειό του και έγινε πλούσια γενειάδα, όπως ακριβώς του Οσίου Δαβίδ. Δεν ήταν όμως μόνο η εξωτερική όψις, ήταν κυρίως η εσωτερική του καρδιά, που ομοίαζε με τον Άγιό του.
Στη Χαλκίδα κατέβαινε σε ορισμένα χρονικά διαστήματα με την Κάρα του Οσίου. Πρώτα περνούσε από τον Δεσπότη, για να προσκυνήσει τον Άγιο. Ο Νικόλαος γονάτιζε μπροστά στον π. Ιάκωβο και εκείνος ακουμπούσε το ιερό κιβώτιο με την Κάρα τού θαυματουργού Οσίου στην Αρχιερατική του κεφαλή. Ο π. Ιάκωβος έκανε δέηση υπέρ του Αρχιερέως, ο οποίος σαν ταπεινό καλογέρι ανέμενε γονατιστός να τελειώσει ο Άγιος τις ευχές.
Ο λαός εσέβετο και τον Όσιο Δαβίδ και τον Γέροντα Ιάκωβο. Ζητούσαν και έπαιρναν οικογένειες στο σπίτι τους την αγία Κάρα για ολονυκτία. Ο π. Ιάκωβος ετελούσε Αγιασμό ή Ευχέλαιο και ύστερα ομιλούσε για τον Άγιο και για τις θαυμαστές επεμβάσεις του στη ζωή των δοκιμαζομένων ανθρώπων.
Δυστυχώς, υπήρχαν όμως μερικοί και μάλιστα από τους Ιερείς και τους «θρησκευομένους», οι οποίοι τον περιγελούσαν ως οραματιστή και φαντασιόπληκτο. Έτυχα σε τέτοιες συζητήσεις και ελυπήθηκα για την σκότιση των ανθρώπων εκείνων. Ο άγιος Γέροντας τα εγνώριζε όλα όσα έλεγαν πίσω του, αλλά ως μη ακούων εσέβετο και αγαπούσε τους πάντας.
Εν αφανεία έζησε τα περισσότερα χρόνια τής ζωής του. Το κύμα των προσκυνητών και θαυμαστών του άρχισε μετά την δημοσίευση βιβλίων περί αυτού από εγκρίτους επιστήμονες και συγγραφείς. Η πρόνοια του Θεού στον λιμό των ψυχών ενεφάνισε τους πνευματικούς θησαυρούς, όπως τον π. Ιάκωβο. Ο συμπονετικός Γέροντας έδωσε την ζωή του στη διακονία των φοιτητών, των επιστημόνων, των οικογενειών, μικρών και μεγάλων. Επί του καθήκοντος ελύγισε και παρέδωσε τον Σταυρό τής Διακονίας στον διάδοχό του αείμνηστο π. Κύριλλο, ο οποίος εβάδισε στα δικά του ίχνη.
Την μνήμη τού θανάτου την είχε καθημερινώς. Μια ημέρα, έξω στην αυλή τής Εκκλησίας μού έδειξε τον τόπο, όπου θα εσκάπτετο ο τάφος του και μου είπε: «Πάτερ Νικόλαε. Εδώ θα με θάψετε και θα με αφήσετε εκεί μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου».
Ο στοργικός και συμπονετικός, ο γλυκός πατέρας, ο τανεινός και αφανής εργάτης τού αμπελώνος τού Κυρίου, ως παρρησίαν έχων ας πρεσβεύει υπέρ πάντων ημών:
«Ἀμέμπτως ἐβίωσας ἐν εὐλαβείᾳ πολλῆ, τόν τρόπον μιμούμενος Δαβίδ τοῦ Γέροντος, Πάτερ Ἰάκωβε. Ἔλαμψας τῇ Μονῇ σου καί τῇ χώρᾳ ἁπάσῃ, πλήθεσι τῶν σημείων καί παθῶν ἰατρείαις, Διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε ὑπέρ τῶν τιμώντων σε».
«Ἐκ παιδός ἠγάπησας τόν Χριστόν, ἅπαντα τοῦ κόσμου ὁλοψύχως καταλιπῶν, νέκταρι ἀγάπης διψώντων τάς καρδίας,, ἐπότισας πλουσίως πάτερ Ἰάκωβε».
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, Φθιώτιδος κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ