Γενηθήτω το θέλημά Σου
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος
«Σε δύσκολη θέση βρέθηκα δυο τρεις φορές, όταν μερικοί ευσεβοφανείς θέλησαν να με ¨περιθάλψουν¨. Φιλοφρονήσεις, ηθικολογίες, απανωτά ναί ναί, προσκλήσεις για φιλοξενίες και άλλα υποκριτικά καμώματα. Ένας μάλιστα είχε στείλει και στον επίσκοπο επαινετική επιστολή. Άλλος πάλι με ρωτούσε να του πω τί να γράψει για να με επαινέσει στον επίσκοπο. Γρήγορα όμως αυτοί οι άνθρωποι αποδείχτηκαν εχθροί μου.
Τί να πω! Ο Θεός να με συγχωρέσει, ποτέ μου δεν συγκινήθηκα από αυτούς. Εγώ δεν συμπαθώ τα φουσκωμένα λόγια. Οι ιδιοτελείς υποκριτές λένε πολλά, για να πετύχουν τους σκοπούς τους, που φυσικά δεν είναι ευσεβείς»[1].
Κάθε στιγμή, σε κάθε πτυχή της άναρχης καθημερινότητάς μου επιστρέφω και προσυπογράφω, επισφραγίζω και επικυρώνω τα όσα ως άνω διάβασες και εξεγείρεται ο εγωϊσμός μου, η φιλαυτία μου ν΄αποκαταστήσω την αλήθεια – σε ποιούς άραγε; – και να αποδώσω, ως κριτής τάχα της πολυπαθούς βιοτἠς μου, το δίκαιο εις την όλότητά του , να διαχυθεί, να λάμψει , να κρούσει τους αυτοθέλητους και δολερούς μυωπάζοντες η αλήθεια των λόγων , κυρίως δε η αλήθεια της εκουσίας και παραγωγικά ενεργητικής σιωπής μου, ν΄ αποδώσει και να αποτελέσει αυτή η σιωπή το έναυσμα ν΄ αποκαλυφθεί η λοιδορία και το ¨ευψάμαθον¨ των κατηγόρων, όλων όσων αξιώθηκαν κατ΄επανάληψη να ευεργετηθούν ποικιλοτρόπως και συνάμα κατέδειξαν έμπρακτα τη μικροπρέπεια τους, ότι δύνανται να συνεχίζουν να πορεύονται και ¨κατηγορούντες¨ να ξεχνούν… «Εις την δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού, της αΐα(sic) Τριάδος»[2] γράφει στην αρχή του βιογραφικού ημερολογίου του ο στρατηγός του Γένους Ιωάννης Τριανταφύλλου (Μακρυγιάννης) και επαναπροσδιορίζω τη στάση μου αναφορικά με το θέμα της προσευχής μου. ¨Γενηθήτω το θέλημά Σου¨ Κύριε , όχι όμως όπως εγώ θέλω , αλλά ως θέλεις Εσύ. Άλλωστε σκέπτομαι η ορθοπραξία , πριν εκδηλωθεί πρέπει να οριοθετηθεί , δέον να συμπεριλάβει αγαπητικά όλο το πλήρωμα της παγκοσμίου κτίσεως.
Εξέχουσα θέση και πνευματική τιμή στην κτίστη αυτή κατέχει η κτιστότητα των κατηγόρων και αχαρίστων , πλην όμως, όχι περιοριστικά και διακριτικά , αλλά ¨ενωτικά¨, περιχωριστικά και συναδελφικά , καθώς ως ενθυμείσαι, πολλάκις υπήρξαμε αμφότεροι, έστω και ακούσια, αχάριστοι προς το Ουράνιο Σκήνωμα και ως αγνώμονες συμπεριληφθήκαμε δήθεν μέσω της ¨ορθοπραξίας¨ στη χορεία των προδοτών και σταυρωτών του Κυρίου μας!
Η αποδοχή και κατανόηση της προσταχτικής αιτήσεως ¨γενηθήτω το θέλημά Σου¨ προϋποθέτει υποταγή εις το θέλημα του Θεού[3], σταθερή απόφαση ειλικρινούς μετανοίας με ¨οδοδείχτες¨ κυρίως όσους σε παρακινούν να προσεύχεσαι και να τηρείς «νου Χριστού»[4]. «Έτσι καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να θεολογούμε με το να παίρνουμε ένα χαρτί και να γράφουμε πάνω σ΄ αυτό τις ιδέες μας, τις πιθανώς σωστές, θεολογικά εύστοχες(σαν ορολογία) ή κοινωνικά ωφέλιμες. Το υλικό που προσφέρεται στον καθένα για να αγωνιστή , να καταγράψη τη θεολογία και να μιλήση στην Εκκλησία, δεν είναι κανένα άλλο από τον ίδιο τον εαυτό του, το ίδιο του το είναι, το κεκρυμμένο και άγνωστο»[5].
H oλοπρόθυμη ασκητική διάθεση να οικειοποιούμαι τον πόνο και την χαρά των αδελφών ¨κατηγόρων¨ μου είναι η βέλτιστη αντιχαριστική προτύπωση ότι διαπνέουμε από κοινού την παραδείσια αύρα της θείας αγάπης και ως εκ τούτου, καθιστάμεθα κατ΄ οικονομίαν ικανοί να προγευόμαστε την Ουράνια Βασιλεία ως πρόγευση και αποκάλυψη της αιωνιότητας.
Αυτά αναλογίζομαι και καταθέτω στο περίσσευμα της προσευχητικής εξομολόγησης μου. Όσες φορές όμως προτάσσεται η μνησικακία και το ¨εγώ¨ , η προτροπή ν΄αποδώσω έστω την οφειλόμενη απάντηση και να αποκρυσταλλωθεί η αλήθεια, επειδή ενθυμούμαι το προσευχητικό ¨γενηθήτω το θέλημά Σου¨, αρκούμαι στα λόγια του ανθρωπιστή Νίτσε, που στο τέλος της βιοτής του , επειδή παραφρόνησε για τον κόσμο, ίσως συνάντησε τον Θεό: «Αυτός ζωγραφίζει τελικά ό,τι του αρέσει. Και τι του αρέσει; – Ό,τι μπορεί να ζωγραφίσει»[6].
Παραπομπές:
1.Τάτση Δημητρίου(Πρεσβ.), Εν τω μεταξύ στις ¨Άκρες¨, στο συλλογικό τόμο ¨Ενορία, προς μια νέα Αποκάλυψή της, Ακρίτας, Αθήνα 1993, σελ. 193.
2.Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και Θάματα,(μτφρ. Άγγελου Παπακώστα), Εθνικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπἐζης, Αθήνα 1989, σελ. 41.
3.Για τη σημασία της ¨Κυριακής Προσευχής¨ βλ. σχ., Φαραζουλή Διονυσίου(Αρχιμ.), Ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής, εκδ. Ζωής, ΑΘΗΝΑΙ 1984, Τρεμπέλα Παναγιώτου, Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ζωή , ΑΘΗΝΑΙ 1958, σελ. 114-119, Η Κυριακή Προσευχή, Ζωή, Αθήνα 1985, Ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής στο περιοδικό ¨Ευαγγελικός Κήρυξ¨, αριθ. 2, Φεβρουάριος 1861, σελ. 65-71 καθώς και στον αριθ, 3, Μάρτιος 1861, σελ. 109-119, Γώγου Γρηγορίου, Λόγος περί της Κυριακής Προσευχής, στο ¨Λόγοι Εκκλησιαστικοί¨, εκδ. Γεωργίου Καρυοφύλλη, Εν Αθῆναις 1865, σελ. 230-262.
4.Πρβλ., Α΄ Κορ. 2, 16.
5.Βασιλείου(Αρχιμ.), Εισοδικόν, Στοιχεία λειτουργικής βιώσεως του μυστηρίου της Ενότητος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους, 1974, σελ. 43.
6.Νίτσε Φρίντριχ, Η χαρούμενη γνώση, Εξαντας, Αθήνα 1996, σελ. 39.