ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ Μητροπολίτης Μαρωνείας
Η γενοκτονία των Ποντίων, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή και αφορμή περίσκεψης, περισυλλογής, προβληματισμού και έρευνας της συλλογικής ιστορικής μνήμης μας, ώστε τα μαρτυρικά θύματά του να μην ξεχαστούν στο πέρασμα των χρόνων, αλλά και να αποτελέσουν αφορμή μιας συστηματικής αναθεώρησης της γενικότερης στάσης μας απέναντι στα εθνικά μας προβλήματα και ζητήματα.
Η εγκληματική αυτή επιχείρηση έπληξε ένα εκλεκτό τμήμα του Γένους μας, τον Ποντιακό Ελληνισμό, που ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό.
Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο.
Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Τα γεγονότα από μόνα τους μαρτυρούν την αλήθεια. Πρόκειται για ένα σταθερό πρόγραμμα εξόντωσης της χριστιανοσύνης, που βασίζεται σε οργανωμένο σχέδιο και προβλέπει την εξολόθρευση του αρχαίου – ελληνικού – χριστιανικού πολιτισμού που σημείωνε θαυμαστή πνευματική και οικονομική άνθιση.
Το σχέδιο εξόντωσης, το οποίο μορφοποιείται μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908), εντείνεται από το 1911 και φτάνει σε έξαρση μέχρι τη συνθήκη του Μούδρου το 1918 και επανεμφανίζεται και πάλι μετά τα συνέδρια του Ερζερούμ και της Σεβάστειας το 1919, παίρνοντας μέχρι το 1922 την έκταση της Γενοκτονίας.
Είναι σαφές το γεγονός ότι η ανείπωτη θηριωδία που έλαβε χώρα από το 1916 έως και το 1924 στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου συνιστά ξεκάθαρα γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών καθώς στην εν λόγω περιοχή δεν έγινε ποτέ πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αν και κατά την περίοδο αυτή και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, βρίσκοντας Έλληνες και Τούρκους σε αντίπαλα στρατόπεδα, ωστόσο ελληνικά στρατεύματα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην περιοχή του Πόντου. Συνεπώς οι ισχυρισμοί που κατά καιρούς προβάλλονται – ότι δηλαδή οι σφαγές επιτελέστηκαν στο πλαίσιο του πολέμου – επιδιώκοντας τη διαστρέβλωση της αλήθειας, κρίνονται απλώς ως ανυπόστατοι.
Είναι απολύτως ενδεικτικό το ότι τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ξεπερνούν τις 350.000 και σε όλη τη Μικρά Ασία και τη Θράκη φτάνουν το 1.500.000.
Το 1908 ήταν μια χρονιά – ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν.
Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μικρό ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τις δυνάμεις να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Η συστηματική επιδιωκόμενη εξόντωση των Ελλήνων εντάθηκε ωστόσο κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου· από το 1914 – 1918 η κυβέρνηση των Νεότουρκων υπό την ηγεσία της αιμοσταγούς τριανδρίας των Εμβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη και Ντζεμάλ πασά, υπό την καθοδήγηση γερμανών στρατηγών, με επικεφαλής τον Λίμαν φον Σάντερς, συνέλαβε, σχεδίασε και εξετέλεσε συστηματική γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων της Ανατολής ξεκινώντας από τις μαζικές εκτοπίσεις.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη Mέττερνιχ, οι Nεότουρκοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις εκτοπίσεις των Eλλήνων που ζούσαν στα παράλια της Mαύρης Θάλασσας με την πρόφαση ότι οι Pώσοι είχαν εξοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό και φοβούνταν για το λόγο αυτόν μια ελληνική εξέγερση .
H επιχειρηματολογία όμως αυτή ήταν αστήριχτη, αφού ο πληθυσμός που, κατά κύριο μέρος, εκτοπίστηκε ήταν γυναίκες, παιδιά και γέροι . Oι ικανοί για όπλα είχαν κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή βρίσκονταν στα βουνά και στο εξωτερικό. Oρισμένοι Γερμανοί που δε συμφωνούσαν με την πολιτική της εθνοκάθαρσης, προσπάθησαν με αλλεπάλληλες εκθέσεις, που έστελναν στο υπουργείο Eξωτερικών, να διαχωρίσουν τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Nεοτούρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή του αρμενικού ολοκαυτώματος.
Συγκεκριμένα, στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού Kuckhoff έγραφε στο υπουργείο Eσωτερικών, στο Bερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kασταμονής έχει εξοριστεί. Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει τις περισσότερες φορές από τις αρρώστιες και την πείνα».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), στην Τουρκία κηρύσσεται γενική επιστράτευση μουσουλμάνων και αλλόθρησκων. Οι Πόντιοι αρνούνται να καταταχτούν στον τουρκικό στρατό, λιποτακτούν και βγαίνουν στα βουνά. Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο αφοπλίζονται και στέλνονται στα περιβόητα τάγματα εργασίας (αμελέτ ταμπουρού) που όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά τάγματα εξόντωσης.
Για να αποφύγουν το θάνατο οι Πόντιοι αγωνιστές άρχισαν να λιποτακτούν και να συσπειρώνονται στα πρώτα αντάρτικα σώματα. Οι Τούρκοι απαντούν με τα σκληρότερα και τα πλέον απάνθρωπα μέσα, ιδιαίτερα ενάντια στους συγγενείς των ανταρτών.
Σχηματίζουν καταδιωκτικά τάγματα Τσετών και Οσμανλήδων που λεηλατούν πυρπολούν και σφαγιάζουν σε δεκάδες χωριά αμάχων. Δημεύσεις περιουσιών, δολοφονίες, βιασμοί, εξορίες και εκτοπισμοί συμβαίνουν πλέον σε καθημερινή κλίμακα.
Το Δεκέμβριο του 1916 εκπονείται σχέδιο εξόντωσης του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που εφαρμόστηκε κλιμακωτά. Το σχέδιο προέβλεπε άμεση εξόντωση των ανδρών των πόλεων από 16 – 60 και εξορία του υπόλοιπου πληθυσμού στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει αρχικά από την τουρκική βαναυσότητα γιατί βρισκόταν στην κατοχή της Ρωσίας.
Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη το Φλεβάρη του 1918, τότε η εκδικητική μανία των Τούρκων ξέσπασε και στον ελληνισμό του Καυκάσου. Οι σοβιετικοί υπήρξαν βασικοί σύμμαχοι του κεμαλικού εθνικισμού. Πιθανότατα οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη του παντουρκικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Στο μεταξύ, νέοι διωγμοί εκτοπίσεις και εξορίες σημειώθηκαν. Τις πενήντα χιλιάδες φτάνουν οι εκτοπισμένοι Έλληνες των περιοχών Τριπόλεως, Κερασούντος, Κοτυώρων και Αμισού, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από τις κακουχίες στο σκληρό δρόμο της εξορίας.
Όσοι απ΄ αυτούς επέζησαν, γύρισαν ξανά στις εστίες τους μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ( Οκτώβριος ’18) για να κυνηγηθούν και πάλι από την αρχή από το καθεστώς του Κεμάλ. Τα «Αμελέ Ταμπουρού» ήταν σχέδιο εκπονημένο από Γερμανούς αξιωματικούς σκόπευαν να εξοντώσουν όλους τους άνδρες που δεν κατατάσσονταν στον τουρκικό στρατό.
Τα τάγματα αυτά εργασίας έβαζαν τους άνδρες να εργαστούν σε λατομεία, ορυχεία και κατασκευές δρόμων κάτω από κυριολεκτικά εξοντωτικές συνθήκες. Αποτέλεσμα; Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφερναν να επιζήσουν. Οι περισσότεροι υπέκυπταν στην πείνα τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
Κάτι τέτοιο όμως οι Πόντιοι δεν μπορούσαν να το αφήσουν έτσι. Με τον καιρό, χιλιάδες ήταν οι άνδρες που αποφάσισαν να καταφύγουν αντάρτες στα ψηλά και δυσπρόσιτα βουνά της περιοχής προκειμένου με ελάχιστα μέσα να αντιταχθούν στους Τούρκους.
Το ίδιο έκαναν και οι Αρμένιοι, όμως μέχρι το 1916 οι Τούρκοι είχαν αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτό. Πώς; Mε την Γενοκτονία των Αρμενίων. Πλέον το πεδίο για τον Μουσταφά Κεμάλ ήταν ελεύθερο. Ωστόσο οι Πόντιοι δεν ήταν εύκολος αντίπαλος με συνέπεια οι αντάρτες να καταφέρουν αποφασιστικά χτυπήματα στον οργανωμένο εθνικιστικό στρατό, ενώ από το 1919 έτρεφαν πολλές ελπίδες με την δημιουργία του Ποντοαρμενικού κράτους αλλά και την παρουσία του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία.
Οι αντάρτες οργανώνονταν κυρίως σε μικρές ομάδες 15 έως 30 ατόμων για να είναι ευκολότερη η μετακίνησή τους αλλά και η συντήρηση των ανδρών. Όπως διαβάζουμε στο συμπλήρωμα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπολογίζεται πως περίπου το 1921 οι Πόντιοι αντάρτες στο σύνολό τους ανέρχονταν σε πάνω από 12.000 άνδρες.
Ένας μεγάλος για την εποχή αριθμός ατάκτων σκληροτράχηλων πατριωτών μαχητών στα νώτα της στρατιάς του Κεμάλ δεν αξιοποιήθηκε από τα ελλαδικά επιτελεία. Το βραχύβιο όμως Ποντοαρμενικό κράτος και η ελάχιστη βοήθεια από τις ελληνικές κυβερνήσεις, επέτρεψε στον Κεμάλ να προχωρήσει στην «τελική λύση».
Ενώ αρχικά οι Έλληνες της περιοχής είχαν την αρωγή των Ρώσων, όλα άλλαξαν μόλις ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι οι οποίοι βοήθησαν απροκάλυπτα τους Τούρκους με κάθε μέσο. Στον ίδιο δρόμο και οι Γερμανοί οι οποίοι προμήθευαν με πολεμικό υλικό και πάσης φύσεως εφόδια τις ορδές του Κεμάλ. Καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Ανατολίας, ο Κεμάλ απασχολούσε τους Έλληνες με αντάρτικες επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα είχε την δυνατότητα να σφαγιάζει ολόκληρα χωριά στον Πόντο.
Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, περίπου 200.000 Πόντιοι είχαν χάσει την ζωή του, ενώ σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ο αριθμός μπορεί να ξεπερνά και τις 350.000! Οι Πόντιοι έψαξαν για νέες πατρίδες, έτσι κατέφυγαν στην νότια Ρωσία αλλά και στην μητέρα Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ξεκινώντας μία νέα ζωή ενώ έδωσαν μία σημαντική πληθυσμιακή ανάσα στην γη της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ας επιστρέψουμε όμως στα γεγονότα : Στις 19 Μαίου του 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και ξεκινά η δεύτερη φάση της γενοκτονίας με αρχηγό τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν. Με πρωτοφανή αγριότητα επιδίδονταν στις αλλεπάλληλες σφαγές, Τεπέ-κϊοι, Σεϊτάν-τερέ, Χαβ, Μερτζιφούντα, Αδά της Σαμψούντας, και Τζόρουμ, σφαγές που στιγμάτισαν την ιστορία μας.
Οι τρόποι, οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι οθωμανικές κυβερνήσεις για να εξοντώσουν τον ποντιακό ελληνισμό είναι απίστευτα: επιστράτευση και εξόντωση των νέων, τάγματα εργασίας/ τάγματα θανάτου, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Δουλειά 18ωρη και αγγαρείες κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι στρατευμένοι και οι συλληφθέντες ήταν υποχρεωμένοι να σπάζουν πέτρες, να κόβουν ξύλα, να καθαρίζουν χιόνια, να πεζοπορούν χιλιάδες χιλιόμετρα. Τους έβγαζαν από θερμόλουτρό και τους υποχρέωναν να πεζοπορούν γυμνοί μέσα σε δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος. Οι θάνατοι ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο.
Βέβαια ας μην ξεχνάμε και τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που χρησιμοποιήθηκαν από τα όργανα του Κεμάλ για να προσδώσουν μια επίφαση δικαιοσύνης στα γενοκτονικά τους σχέδια. Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές Αρχές όχι απλώς παρότρυναν τις τουρκικές φανατικές μάζες, το στρατό και τους τσέτες αλλά προσχεδίασαν και συμμετείχαν στη Γενοκτονία.
Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και τη Συρία των ποντιακών πληθυσμών είτε με μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε με μορφή νομοσχεδίων φέρουν την υπογραφή των αρμόδιων υπουργών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ. Οι αποδείξεις για τα γεγονότα των θηριωδιών και των σφαγών είναι πολυάριθμες και συγκλίνουσες.
Προκύπτουν ακόμη και από τα ίδια τα τουρκικά αρχεία, εκδόσεις, κυβερνητικές αποφάσεις και νομοσχέδια, από αρχεία και αναφορές διπλωματικών υπαλλήλων ευρωπαϊκών χωρών και αρχεία των Η.Π.Α.
Ο Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη σερ Ράμπολντ σ’ ένα σημείο της αναφοράς του προς την κυβέρνηση του, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1922 επισημαίνει: «Νέες αποτρόπαιες εξορίες άρχισαν σ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας……. τα 2/3 των εξόριστων είναι γυναίκες και παιδιά………Ένας συνεργάτης του είδε και μέτρησε 1500 πτώματα στο δρόμο προς Χαρπούτ.
Στην Αμερικανική Επιτροπή Περίθαλψης Εγγύς Ανατολής δεν επέτρεψαν να περιμαζέψει τα παιδιά, των οποίων οι γονείς πέθαναν πάνω στο δρόμο».
Είναι απολύτως χαρακτηριστικό το ότι ο Κεμάλ, ακόμη και μετά την ολοκληρωτική νίκη και το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, εξακολουθούσε τις διώξεις όσων Ελλήνων απέμειναν κυρίως στον Πόντο. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Μουζέν, ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 13 Αυγούστου 1923, ανέφερε στο Γαλλικό Γενικό Επιτελείο ότι ο Κεμάλ έλαμπε από χαρά όταν ξεφώνησε την εξής φράση: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως οι αντάρτες δεν παραδόθηκαν ούτε ακολούθησαν την πορεία του διαλυμένου ελληνικού στρατού. Πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να εγκατασταθούν στο ελληνικό κράτος και παρέμειναν στα βουνά του Πόντου μέχρι το 1924 σχεδόν παρενοχλώντας τις τουρκικές αρχές δημιουργώντας σοβαρά διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Πρόκειται για μία από τις πιο μαύρες στιγμές της Ιστορίας όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Με την Γενοκτονία των Ποντίων αφανίστηκε από τις πατρογονικές του εστίες ένα ζωηρό κομμάτι του ελληνισμού που πάλευε για την επιβίωσή του για περίπου 3000 χρόνια. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο όρος γενοκτονία δημιουργήθηκε το 1945 από τον Αμερικανό καθηγητή Λέμκιν λίγο πριν την Δίκη της Νυρεμβέργης για να περιγράψει τις πρακτικές που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για να εξοντώσουν τους Εβραίους.
Έτσι, χρησιμοποιείται από τότε για να αποδώσει την προσπάθεια εξόντωσης και αφανισμού, με συστηματικό τρόπο μίας φυλής-πληθυσμιακής ομάδας από μία συγκεκριμένη περιοχή.
Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας και η καθιέρωση του εορτασμού της δεν είναι μια αντιτουρκική πράξη, αλλά για μια προσπάθεια δικαίωσης των νεκρών μας, των αδικαίωτων Ποντίων αδελφών μας, που έχυσαν τον αίμα τους ως αντίλυτρο της απόφασής τους να κρατήσουν την εθνική τους συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα.
Το έχει θέσει πολύ ωραία ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφές Δημήτριος Ψαθάς, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της θηριωδίας που διαπράχθηκε στον Πόντο: «Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους έτσι όπως ήσαν και όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα.
Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την Ιστορική Αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία.
Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως και ένας από τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε όχι να κρύβουμε.
Να ξέρουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους, εφόσον θέλουν να πάρουν τη θέση, που φιλοδοξούν, ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι, ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μια ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις».
Τιμή και δόξα λοιπόν στους ηρωικούς αδελφούς μας Ποντίους, τη γενοκτονία των οποίων τιμούμε σήμερα.
Η τοπική μας Εκκλησία προσεύχεται και δέεται για την ανάπαυση των ψυχών τους, και για να μην επαναληφθούν ξανά παρόμοια τραγικά γεγονότα, που εξευτελίζουν την ανθρώπινη ζωή και εκμηδενίζουν την αξία του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού Δημιουργού.
Ας είναι η μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας αιωνία ενώπιον του Θεού και συνεχής η εγρήγορσή μας, ώστε ποτέ πια να μην θρηνήσουμε πατρίδες αλησμόνητες.