Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Ένας από τους μεγαλύτερους Αγιορείτες Έλληνες λογίους του 20ού αιώνα, με διεθνή μάλιστα αναγνώριση, είναι αναμφίβολα ο μακαριστός Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ομότιμος καθηγητής Γεώργιος Μαρτζελος
«Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», στο: Υμνήτωρ (Τόμος Αναμνηστήριος Γέροντος Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου), εκδ. “Ιερά Μητρόπολις Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας”, Βέροια 2001, σ. 91-101.
Ένας από τους μεγαλύτερους Αγιορείτες Έλληνες λογίους του 20ού αιώνα, με διεθνή μάλιστα αναγνώριση, είναι αναμφίβολα ο μακαριστός Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ό πατήρ Γεράσιμος γεννήθηκε στο χωριό Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου της Β. Ηπείρου στις 5 Σεπτεμβρίου του 1904 και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Γραίκας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του πού φημιζόταν την εποχή εκείνη για το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας και της μορφωτικής στάθμης των κατοίκων της. Αφού τέλειωσε το δημοτικό μετέβη με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές, επιδεικνύοντας ζωηρό ενδιαφέρον για τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Έχοντας από μικρή ηλικία την κλίση για τη μοναχική ζωή αποφάσισε κρυφά από τους δικούς του, το έτος 1922, να αναχωρήσει για το Άγιον Όρος. Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η εντυπωσιακή παρουσία ενός απλοϊκού αλλά αγίου ερημίτη μονάχου, του μακαριστού γέροντα Παϊσίου, πού βρισκόταν τότε τυχαία στην Αθήνα. Ο νεαρός Αναστάσιος εντυπωσιασμένος βαθύτατα από τη βιβλική μορφή του ερημίτη γέροντα «αφείς άπαντα» τον ακολούθησε στην άγονη και άνυδρη τότε ερημική Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Εκεί εγκαταβίωσε ως δόκιμος μοναχός στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου και κάτω από την πνευματική καθοδήγηση ενός αγίου και σοφού γέροντα, του Μικρασιάτη Ιερομόναχου Μελετίου Ιωαννίδη, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεράσιμος[1].
Η μοναχική του κουρά υπήρξε η κλίμακα πού τον οδήγησε στους πνευματικούς λειμώνες της Ορθόδοξης Παράδοσης. Μέσα στην αγιορείτικη ατμόσφαιρα της μυστικής κατάνυξης, της ιεράς ησυχίας και της νοεράς προσευχής είχε πλέον την ευκαιρία να γεύεται αδιάκοπα τους γλυκείς και εύχυμους καρπούς της μυστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Μελετώντας νυχθημερόν τους Πατέρες της Εκκλησίας κατόρθωσε να αφομοιώσει τη διδασκαλία τους και να την περάσει με τους ασκητικούς αγώνες του στην προσωπική του ζωή, κάνοντάς την βίωμα και εμπειρία. Βοηθούμενος επίσης από την πολύ μεγάλη φιλομάθειά του διεύρυνε τόσο πολύ τις ιστορικοφιλολογικές και θεολογικές γνώσεις του, ώστε, αν και αυτοδίδακτος, να υπερβαίνει πολλές φορές αισθητά ακόμη και το επίπεδο των γνώσεων ενός ακαδημαϊκού δασκάλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατερχόμενος πολλές φορές στην Αθήνα για υποθέσεις του κελίου του συχνά δεχόταν επισκέψεις καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι του υπέβαλαν λίστες ποικίλων θεολογικών και φιλολογικών ερωτημάτων, προκειμένου να έχουν τη δική του απάντηση επί των αναφυομένων αποριών τους.
Διαθέτοντας λοιπόν αυτόν τον ιστορικοφιλολογικό και θεολογικό εξοπλισμό, ο πατήρ Γεράσιμος είχε όλες τις βασικές προϋποθέσεις και τα απαραίτητα εφόδια για να επιδοθεί στο θεάρεστο έργο της Υμνογραφίας, στο οποίο ανάλωσε κυριολεκτικά τη ζωή του. Ο τεράστιος πλούτος των γνώσεών του, καθώς και των προσωπικών πνευματικών βιωμάτων του βρήκε στην Υμνογραφία τη μόνη αλλά και την πιο κατάλληλη εκφραστική του διέξοδο. Άλλωστε από μικρός ήδη είχε ζωηρό ενδιαφέρον για τη φιλολογία και ειδικά για τη λογοτεχνία και την ποίηση. Η μοναχική του όμως κουρά τού άνοιξε νέους ορίζοντες, δίνοντάς του τη δυνατότητα να διαπιστώσει το ανυπέρβλητο μεγαλείο της εκκλησιαστικής μας ποίησης, που διαπότιζε πλέον πληθωρικά κάθε φάση της νέας ζωής του. Γι’ αυτό στράφηκε με πάθος στη μελέτη της εκκλησιαστικής Υμνογραφίας και των πατερικών ομιλιών, από τις οποίες οι μεγάλοι υμνογράφοι της Εκκλησίας άντλησαν τους ύμνους τους. Ιδιαίτερο θαυμασμό έτρεφε για τους λόγους και τα ποιήματα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. «Αγαπώ όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας», έλεγε συχνά, «αλλά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, πιστέψτε με, τον έχω στην καρδιά μου. Ύψος θεολογίας και γλωσσικής καλλιέπειας οι λόγοι του». Βλέποντας λοιπόν την Υμνογραφία ως πνευματικό του εργόχειρο και αναπτύσσοντας το τάλαντο πού του χάρισε ο Θεός, ο πατήρ Γεράσιμος άρχισε με την ευλογία και την παρότρυνση των πνευματικών του γερόντων, ευρισκόμενος ακόμη σε νεαρή ηλικία, ήδη πριν από το 1930, να συνθέτει το ένα μετά το άλλο τα υπέροχα υμνογραφήματά του. Έχοντας ως πρότυπο τους μεγάλους υμνογράφους της Παραδόσεώς μας συνέταξε πλήθος Ασματικών και Πανηγυρικών Ακολουθιών, Χαιρετισμών, Κανόνων, Παρακλήσεων και άλλων λειτουργικών κειμένων, καθώς και συναξάρια, πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς λόγους, περιστατικές ευχές, επιγράμματα σε ιερές εικόνες κ.λ.π. Το συγγραφικό του έργο κοσμείται επίσης και από μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος πού δείχνουν το βάθος και το πλάτος των ιστορικών, φιλολογικών και θεολογικών του γνώσεων.
Εκτιμώντας το πολυτάλαντο υμνογραφικό του χάρισμα ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Παναγιώτης Χρήστου τον συνέκρινε πολλές φορές με τους μεγάλους υμνογράφους της Ορθοδόξου Παραδόσεως, αποκαλώντας τον συχνά «Νέο Ρωμανό». Ο δε Καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Τωμαδάκης, εκτιμώντας τον πλούτο των ιστορικοφιλολογικών και θεολογικών του γνώσεων του απηύθυνε την πρόσκληση να διδάξει το μάθημα της Εκκλησιαστικής Υμνογραφίας στους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής. Ωστόσο ο πατήρ Γεράσιμος, μένοντας πιστός στη μοναχική του υπόσχεση, αρνήθηκε, απαντώντας ρητά και απέριττα: «Ευχαριστώ πολύ δια την τιμητικήν αυτήν πρόσκλησιν, αλλά δεν ανταλάσσω το ταπεινόν σχήμα του μοναχού με τον φιλοσοφικόν τρίβωνα». Αναφερόμενος επίσης στο έργο του πατρός Γερασίμου ο Γερμανός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης Friedrich Heyer το θεωρεί μοναδικό στο σύγχρονο αγιορειτικό μοναχισμό και αντιπροσωπευτικό των μεγάλων υμνογράφων της Ορθοδόξου Εκκλησίας[2].
Συνολικά το έργο του πατρός Γερασίμου συγκροτεί σήμερα μια ολόκληρη βιβλιοθήκη. αριθμεί 48 χειρόγραφους κώδικες (τόμους) των 800 σελίδων ο καθένας. Από το κολοσσιαίο αυτό έργο του μόνο ένα μικρό μέρος έχει δημοσιευθεί, ενώ το μεγαλύτερο μέρος μένει ακόμη αδημοσίευτο. Παρόλα αυτά το έργο του λόγω της μεγάλης ποιητικής πνοής του είχε τεράστια απήχηση και η φήμη του προσέλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Όχι μόνο καθιερώθηκε σ’ ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και γνώρισε διεθνή προβολή, αφού ορισμένες από τις Ακολουθίες του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες (σλαβική, αραβική, γεωργιανή, ρουμανική, αγγλική, γαλλική, γερμανική και ολλανδική)[3]. Ευμενέστατη απήχηση σε πανορθόδοξη κλίμακα βρήκε περί το τέλος της ζωής του το Εβδομαδάριον, όπου περιέχονται Παρακλήσεις και Χαιρετισμοί όλης της Εβδομάδας, καθώς και το κύκνειο άσμα του, το Θεοτοκάριον με τους υπέροχους Κανόνες προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας λίγους μήνες μετά την κοίμηση του, που συνέβη στις 7 Δεκεμβρίου του 1997.
Καρπός της καθολικής αναγνώρισης πού βρήκε το έργο του πατρός Γερασίμου εκ μέρους της Εκκλησίας και της διεθνούς προβολής του είναι το πλήθος των τιμητικών διακρίσεων πού απονεμήθηκαν στο πρόσωπο του[4].
Ήδη το 1955 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέφρασε την ευαρέσκεια και το δίκαιο έπαινό του στο μακαριστό Γέροντα για την Ασμα-τική Ακολουθία που συνέταξε προς τιμήν του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη. Όπως επισημαίνεται στο σχετικό Πατριαρχικό Γράμμα πού υπογράφει εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου ο αείμνηστος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι Ακολουθίες του πατρός Γερασίμου «εισίν όντως έξοχα προϊόντα γλαφυρού καλάμου, διαπνεόμενα υπό ευσεβείας, βαθείας πίστεως και εκτάκτου θρησκευτικού ενθουσιασμού και ποιητικής εξάρσεως». Τέσσερα χρόνια αργότερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο απονέμει στον πατέρα Γεράσιμο προς επιβράβευση του έργου του τον τίτλο του «Υμνογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας». Όταν δε το 1963 κατά την επέτειο της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους ο αείμνηστος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας βρέθηκε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας και άκουσε τη σχετική Πανηγυρική Ακολουθία του πατρός Γερασίμου, τον κάλεσε στην Κων/πολη, όπου τον τίμησε προσωπικά απονέμοντάς του το Χρυσό Σταυρό της Αγιορείτικης Χιλιετηρίδας και προβαίνοντας στη χειροθεσία του ως «Υμνογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας».
Παρόμοιες τιμητικές διακρίσεις είχε ο μακαριστός Γέροντας και εκ μέρους των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος με επίσημο γράμμα της ήδη τον Ιανουάριο του 1955 εξέφρασε στον πατέρα Γεράσιμο τον έπαινο και την ευαρέσκειά της για το υμνογραφικό του έργο. Το γράμμα υπογράφεται από τον αείμνηστο αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα περιέχονται στο γράμμα αυτό για το πρόσωπο και το έργο του πατρός Γερασίμου: «Εύρε δε (ενν. η Ιερά Σύνοδος) εν τω υμνογραφικώ υμών υπερόχω και πλουσίω εις παραγωγήν έργω βα-θύτατον αίσθημα πίστεως και αγάπης προς τον τους αγίους Αυτού δο-ξάσαντα Θεόν, βαθείαν ποιητικήν πνοήν, τέχνην υμνογραφικήν εφά-μιλλον της τέχνης των βυζαντινών υμνογράφων, ων συνεχιστής τυγχάνετε εν ταις ημέραις ημών».
Το Μάιο του 1984 επίσης η αποστολική Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε σ’ αυτήν με το υμνογραφικό του έργο ο σεβαστός γέροντας, του απένειμε μέσω του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Παντελεήμονος το Χρυσό Σταυρό Α΄ τάξεως του Μεγαλομάρτυρος Αγ. Δημητρίου του Μυροβλήτου.
Εκτός όμως από την Εκκλησία, και το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Χώρας, η Ακαδημία Αθηνών, σε επανειλημμένες συνεδριάσεις της εξέφρασε το θαυμασμό της για το πρόσωπο και το έργο του πατρός Γερασίμου. Ήδη το έτος 1953 εξ αφορμής της ευμενέστατης απήχησης που είχε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό η Ακολουθία της Αγίας Σκέπης ο αείμνηστος καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών υπογράμμισε τα εξής: «Καθιστώ γνωστόν τον μοναδικόν τούτον σύγχρονον Έλληνα υμνογράφον εις την Ακαδημίαν, διότι αποτελεί εξαιρετικόν φαινόμενον σπανιωτάτης ελληνομαθείας και ποιητικής εμπνεύσεως εν τω συγχρόνω αγιορειτικώ βίω»[5]. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το έτος 1968, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε σε πανηγυρική συνεδρίασή της τον πατέρα Γεράσιμο, απονέμοντάς του αρ-γυρό μετάλλιο «δια το υπέροχον υμνογραφικόν του έργον, το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την θρησκευτικήν ποίησιν». Όπως τονίστηκε ρητά κατά την πανηγυρική αυτή συνεδρία της, «Η Ακαδημία δια της απονομής της διακρίσεως ταύτης αναγνωρίζει το σοβαρόν και σημαντικόν έργον του ταπεινού και αφανούς αλλ’ ακαμάτου αγιορείτου μοναχού. Η προσφορά του αυτή προς την σύγχρονον εκκλησιαστικήν υμνογραφίαν είναι πρωτοφανής, κατάδηλος δε είναι και ο ένθεος ζήλος και το έντονον θρησκευτικόν συναίσθημα του σεβασμίου μοναχού, εργαζομένου αόκνως εις το ερημητήριόν του επ’ αγαθώ της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας»[6].
Όλο αυτό το πλήθος των τιμητικών διακρίσεων ήρθε να επισφραγίσει η εορταστική εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του πατρός Γερασίμου ο «Σύλλογος των Φίλων του Αγίου Όρους» στην Αρχαιλογική Εταιρεία Αθηνών (7 Δεκεμβρίου 1988), όπου παραβρέθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες από τον εκκλησιαστικό, τον πολιτικό και τον πνευματικό κόσμο της Χώρας[7].
Με τις τιμητικές αυτές διακρίσεις και εκδηλώσεις σύσσωμες Εκκλησία και Πολιτεία και γενικά όλος ο ορθόδοξος πνευματικός κόσμος αναγνώρισαν επίσημα τη δημιουργική και γόνιμη συμβολή του πατρός Γερασίμου όχι μόνο στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας αλλά και γενικότερα στην ανάπτυξη της ελληνικής γραμματείας. Σε μια εποχή γλωσσικής και πνευματικής πενίας, όπως ή δική μας, ο σεβάσμιος Γέροντας δεν υπήρξε απλός μελετητής αλλά ακούραστος και ταλαντούχος συνεχιστής της υμνογραφικής παράδοσης της Εκκλησίας μας. Έχοντας σπάνια γνώση και βαθιά συναίσθηση της διαχρονικής ενότητας της ελληνικής γλώσσας σ’ όλες τις φάσεις και τις μορφές της, από την ομηρική μέχρι και τη βυζαντινή, μας έδωσε λειτουργικά κείμενα απαράμιλλης ποιητικής πνοής και γλωσσικού κάλλους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τόσο στον εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας όσο και στην καλλιέργεια και την πρόοδο των ελληνικών γραμμάτων. Γι’ αυτό ο πόνος του ήταν μεγάλος, όταν έβλεπε την ανευθυνότητα και τον καιροσκοπισμό των πολιτικών ηγετών πού επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους μόνο σε μια μορφή της ελληνικής γλώσσας, τη δημοτική, αδιαφορώντας σχεδόν τελείως για τη διδασκαλία των προγενέστερων μορφών της στη Μέση Εκπαίδευση. Από πολύ νωρίς είχε επισημάνει τον εθνικό κίνδυνο και την ηθικοθρησκευτική αλλοτρίωση του ελληνικού λαού, που συνεπάγεται μια τέτοια πολιτική απέναντι στο γλωσσικό μας ζήτημα. Για το μακαριστό Γέροντα η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και γι’ αυτό θα έπρεπε να διδάσκεται στη Μέση Εκπαίδευση σε όλες τις μορφές της. τότε μόνο θα μπορούσαν τα ελληνόπουλα να συνειδη-τοποιήσουν τις ρίζες τους και να κατανοήσουν τη μεγάλη αξία της εθνικής και θρησκευτικής μας παράδοσης. Διαφορετικά θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να μείνουν ανερμάτιστα και εκτεθειμένα στη δύνη αλλότριων και ξενικών επιρροών, με αποτέλεσμα να χάσουν την εθνικοθρησκευτική τους ταυτότητα[8]. Γι’ αυτό από δικής του πλευράς υπήρξε ο μοναδικός Έλληνας λόγιος πού ενσυνείδητα χρησιμοποίησε και τις τρεις βασικές μορφές της ελληνικής γλώσσας, συνδέοντας με τον τρόπο αυτό τη σύγχρονη με τη βυζαντινή και την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Αλλά παρά το τεράστιο έργο του και το πλήθος των τιμητικών διακρίσεων που του απονεμήθηκαν ο μακαριστός Γέροντας ήταν υπόδειγμα μοναχικής απλότητας και ταπεινοφροσύνης. Ζώντας κανείς κοντά του καταλάβαινε ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα σαφέστατο και ζωντανό υπόμνημα των λόγων του Χριστού: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Ουδέποτε είδε το έργο του σαν αποκλειστικό δικό του δημιούργημα, αλλά σαν καρπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ δανείζω απλώς το χέρι μου στο Πνεύμα το Άγιο. Εκείνο είναι που γράφει τους ύμνους με το χέρι μου», επαναλάμβανε κάθε φορά που ευσεβείς Χριστιανοί εξέφραζαν το θαυμασμό τους για τα υμνογραφήματά του[9]. Είχε βαθιά συνείδηση ότι η Υμνογραφία μέσα στην Εκκλησία είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χαρισματική ζωή και το σχήμα του μοναχού. Πίστευε ακλόνητα πώς μόνο ως εργάτης της νοεράς προσευχής και μύστης της ιεράς ησυχίας μπορεί ο υμνογράφος, σε συνάρτηση με τον απαραίτητο ιστορικοφιλολογικό και θεολογικό του εξοπλισμό, να καταστήσει την καρδιά και το νου του ταμείο του Αγίου Πνεύματος και πολύρρητη πηγή, από την οποία να αντλεί σωτήρια νάματα που θα διαποτίζουν τα υμνογραφήματά του[10]. Σε μια από τις ωραιότερες μελέτες του, στην οποία αναφερόμενος στο θέμα «Η υμνογραφία εν Αγίω Όρει» εκφράζει ουσιαστικά τις προσωπικές του πεποιθήσεις και τα πνευματικά του βιώματα, γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιερά υμνογραφία, η εν τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, είναι προϊόν και καρπός της καθαράς και θεοειδούς ψυχής των μεγάλων Πατέρων… Ούτοι, “ου θελήματι ανθρώπου, αλλά πνεύματι Θεού φερόμενοι ελάλησαν” και έγραψαν και διετύπωσαν, και εν συνεχεία εισήγαγον εν τη Εκκλησία τους ιερούς ύμνους. Παρ’ αυτών εκανονίσθησαν τα μέτρα, εποιήθησαν οι Ειρμοί, συνετάχθησαν τα πρώτα Προσόμοια και το σχήμα των Ιδιομέλων, η μορφή και ο τύπος του Κανόνος, και εν συνεχεία όλη η χρυσή άλυσις των πρωτοτύπως ποιηθέντων τροπαρίων, άτινα μετέπειτα εχρησιμοποιήθησαν ως βάσις και κανών εις την μεταγενεστέραν υμνογραφίαν.
Οι διάφοροι ούτοι Πατέρες, “αι μυστικαί του Πνεύματος σάλπιγγες”, έθεσαν τα θεμέλια της όλης οικοδομής και εχάραξαν την ακο-λουθητέαν εν προκειμένω γραμμήν, την οποίαν και ηκολούθησαν οι μετά ταύτα ασχοληθέντες εις την ιεράν υμνογραφίαν.
Οι ιεροί ύμνοι είναι ή “θυσία της αινέσεως» κατά τον Προφητά-νακτα, την οποίαν θύει δια χειλέων τω εν Τριάδι Θεώ εν “Εκκλησία Οσίων” ο περιούσιος λαός του Θεού, “ον ιδίω αίματι περιεποιήσατο ο Κύριος”, και επομένως πρέπει να είναι καθ’ όλα πλήρεις, η δε ιερά υμνογραφία, η θεία αυτή φιλοσοφία, έχει υψίστην θέσιν και αποστολήν.
Ο ασχολούμενος εις την υμνογραφίαν θά πρέπη να έχη μελέτην την Αγίαν Γραφήν, να εντρυφά εις τους θησαυρούς των πατερικών συγγραμμάτων, να έχη εισδύσει εις το πνεύμα της ζωής της αρχαίας Εκκλησίας, να γνωρίζη το έργον των αγίων Συνόδων και τας ανατραπείσας αιρέσεις, και γενικώς, όσον είναι βεβαίως δυνατόν, τα δόγματα και τας παραδόσεις της Εκκλησίας, διότι όλων αυτών η γνώσις θα του δίδουν την κατάλληλον εν καιρώ ύλην δια το περαιτέρω έργον του.Αλλά θα ήθελον να είπω και κάτι το πνευματικώτερον και εσώτε-ρον, (όπερ τυγχάνει και) το πλέον απαραίτητον και βασικώτερον στοι-χείον εις τον δοκίμως υμνογραφούντα: να υπάρξη μόνωσις, εσωστρέφεια, προσευχή εν καρδία μυστική, δι’ ων έρχεται το θείον φως, και επισκιάζει η χάρις του Κυρίου, και ο υμνογραφών καθίσταται (τρόπον τινά) θεόπνευστος. Τότε ο νους βρύει αφθόνως τα νοήματα ως πηγή πολυχεύμων, και η χειρ δεν προλαμβάνει ενίοτε να γράφη α υπαγορεύει η καρδία, τα δε παραγόμενα άσματα είναι πράγματι προϊόντα θεία, ευφραίνοντα ψυχάς.
Πλην των προεκτεθέντων, ο υμνογράφος θά πρέπη να ακολουθή και μεταχειρίζηται την καθορισθείσαν γλώσσαν εν τη υμνογραφία παρά των Αγίων ηγετών και μυσταγωγών αυτής, να είναι σύντομος και σαφής, να μη παλλιλογή, να χρησιμοποιή τας αναλόγους εικόνας και εξάρσεις, και γενικώς να δίδη ζωήν εις τα παραγόμενα άσματα, ώστε ψαλλόμενα και ακουόμενα να εμπνέουν, να φωτίζουν, να κατανύσσουν, να χωρίζουν τας καρδίας των πιστών από την ματαιότητα, και να τας αναβιβάζουν εις άλλους πνευματικούς κόσμους και θείας εξάρσεις, διότι ούτως εκπληρούται ο σκοπός της υμνογραφίας εν τη λατρεία της Εκκλησίας ημών.
Ηθέλησα να εκθέσω ό,τι έγραψα, διδαχθείς εξ ιδίας πείρας, μη στηριχθείς εις γνώμας άλλων, ή διατυπώσας σκέψεις ετέρων, έχων υπ’ όψει το του μεγάλου αγίου Μακαρίου: “λέγε και άντλει εκ του ταμείου της καρδίας σου”, και το του θείου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου: “πράττε λογικώς, και λέγε πρακτικώς”. Πράττω δε τούτο ουχί περιαυτολογών και συνιστών εμαυτόν, καθότι “εγώ είμι ο ελάχιστος εν τοις αδελφοίς μου”, αλλ’ υπακούων και εκπληρών εντολήν σεβαστών μοι πνευματικών γερόντων…, βιασθείς ή τυραννηθεΐς προς τούτο, προς δόξαν Χριστού, του αποκρύπτοντος ταύτα από σοφών και συνετών και αποκαλύπτοντος νηπίοις…»[11].
Αλλά παρά το γεγονός ότι η ανάγκη για ησυχαστική μόνωση και εσωστρέφεια ήταν επιτακτική για το σεβάσμιο και μακαριστό Γέροντα, η φιλοξενία που παρείχε στους επισκέπτες του ήταν παροιμιώδης. Δεν περιοριζόταν απλώς στην παροχή διαμονής και διατροφής, που ήταν από κάθε άποψη άψογη, αλλά ενδιαφερόταν να επικοινωνήσει προσωπικά με τους επισκέπτες του, διακόπτοντας πολλές φορές το έργο του, για να μεταφέρει λόγο παρακλήσεως στις ανήσυχες και ταλαιπωρημένες ψυχές τους. Έβλεπε τους επισκέπτες του σαν διψασμένα ελάφια που λαχταρούσαν να ξεδιψάσουν από τα γάργαρα πνευματικά νάματα της αθωνικής ερήμου. Γι’ αυτό και σε συζητήσεις που είχε μαζί τους ήταν πάντοτε διδακτικός και πρακτικός, με στόχο να τους μεταρσιώσει πνευματικά, αποκαλύπτοντάς τους τα κεκρυμμένα και άγνωστα γι’ αυτούς μυστήρια της εν Χριστώ ζωής. Ο λόγος του ήταν πάντοτε «άλατι ηρτυμένος», κατανοητός και ευχάριστος, χωρίς να του λείπει μερικές φορές ακόμη και το χιούμορ. Όταν συζητούσες μαζί του, διαπίστωνες ότι έχεις να κάνεις με έναν πνευματέμφορο άνθρωπο, λουσμένο μέσα στο φως της δόξας του Χριστού, με ένα ζωντανό άγιο που άφηνε το Θαβώρ της θείας δόξας και μακαριότητας, για να επικοινωνήσει μαζί σου μεταφέροντας τον πλούτο των πνευματικών βιωμάτων του. Παρά την υπαρξιακή ανάγκη πού ένοιωθε για την ιερή ησυχία και μόνωση, στοιχεία απαραίτητα άλλωστε όχι μόνο για την άσκηση της νοεράς προσευχής, αλλά και για την υμνογραφική παραγωγή του, η κοινωνικότητά του ήταν ιδεώδης. Τόσο γνήσια κοινωνικότητα δεν θα μπορούσε κανείς να συναντήσει μέσα στον κόσμο, όπου οι άνθρωποι θεωρούνται αυτονόητα κοινωνικοί, παρά το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές ζουν την τραγική μοναξιά τους μέσα στις ποικιλότροπες και συμβατικές «κοινωνικές» σχέσεις τους. Στον πατέρα Γεράσιμο ένοιωθες πως η κοινωνικότητά του ήταν στενά δεμένη με την απλότητα και την ταπείνωσή του και προερχόταν πηγαία και αβίαστα από την αναγεννημένη και χαριτωμένη ύπαρξή του. Αισθανόταν ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του έντονη την ανάγκη της προσωπικής επικοινωνίας με όλα τα πνευματικά του παιδιά που συνέρρεαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, ακόμη και από το εξωτερικό, για να πάρουν την ευχή του, ν’ ακούσουν τη χαριτόβρυτη φωνή του και να αντλήσουν δύναμη και θάρρος από τη φωτεινή και απαστράπτουσα μορφή του. Χαμογελαστός, καλοσυνάτος, γεμάτος αγάπη και παιδική απλότητα σκόρπιζε, όπου κι’ αν βρισκόταν και παρά την προχωρημένη ηλικία του, την ευωδία και τη χάρη του Χριστού. Το σπινθηροβόλο βλέμμα του δεν σου έδινε την εντύπωση ανθρώπου που έχει καταβληθεί από το βάρος των γηρατειών, αλλά ανθρώπου με νεανική διάθεση για δημιουργική δράση και ζωή. Όπως υπογράμμισε και ο ίδιος στον ευχαριστήριο λόγο που εκφώνησε κατά την εορταστική εκδήλωση πού οργάνωσε προς τιμή του ο «Σύλλογος των Φίλων του Αγίου Όρους» στην Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, «Παρά το βάρος της ηλικίας μου… έχω νεανικήν προθυμίαν και ακάματον ζήλον δια την συνέχισιν του έργου μου». Κι’ αυτή η νεανική προθυμία και ο ακάματος ζήλος του είναι πάρα πολύ έκδηλα όχι μόνο στο υμνογραφικό έργο που παρήγαγε περί το τέλος της ζωής του αλλά και στα μοναχικά του καθήκοντα, τα οποία εκτελούσε με απόλυτη συνέπεια. Παρά την ηλικία του και την κλονισμένη υγεία του έμενε καθ’ όλη τη διάρκεια των ολονυκτίων Ακολουθιών άγρυπνος, γρηγορών και προσευχόμενος. «Πώς θα μπορούσα να κλείσω μάτι», μας είπε κάποτε μετά την αγρυπνία των Οσίων Πατέρων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους, «όταν έβλεπα νεορώς τους Οσίους Πατέρας κατά τη διάρκεια της νύχτας να σας ευλογούν;»
***
Τί και πρώτα, αλήθεια, να γράψει κανείς, για να παρουσιάσει το πνευματικό πορτραίτο του μακαριστού Γέροντα! Αισθάνομαι πως οι γραμμές αυτές είναι πολύ λίγες, για να περιγράψουν 70 χρόνια μοναχικής ζωής με πλούσια πνευματικά βιώματα και κολοσσιαίας υμνογραφικής προσφοράς με ανυπολόγιστη αξία για την Εκκλησία και το Έθνος. Οι ιστορικοί και οι ειδικοί μελετητές του έργου του θα αφιερώσουν ασφαλώς πολλές σελίδες, για να παρουσιάσουν την πληθωρική προσωπικότητά του και να αποτιμήσουν λεπτομερώς τη συμβολή του στην υμνογραφική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Προς το παρόν εκείνο που είναι απαραίτητο να γίνει είναι η έκδοση ολόκληρου του έργου του, έτσι ώστε πέρα από τη γενικότερη λειτουργική του χρήση μέσα στην Εκκλησία να είναι και εύκολα προσβάσιμο στην έρευνα των ειδικών μελετητών. Για το σκοπό αυτό οι αρμόδιοι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί φορείς θα πρέπει να λάβουν τη γενναία απόφαση, έτσι ώστε να μην παραμείνει άγνωστο στο ευρύ κοινό ένα τόσο σημαντικό έργο για την Εκκλησία και την πολιτιστική και πνευματική παράδοση του Έθνους μας.
[1] Εκτενή βιογραφικά στοιχεία σχετικά με το Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη βλ. Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, όπ. παρ., σ. 19 κ.ε. Του ίδιου, Ο υμνογράφος Γεράσιμος μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε αγίους της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του, Έκδ. Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 43 κ.ε. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης. Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Έκδ. Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 46 κ.ε. Βλ. και Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, «Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», στο Νέα Σιών 83 (1991), σ. 115 κ.ε. Του ίδιου, «Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης», στο Γρηγόριος ο Παλαμάς 75 (1992), σ. 279 κ.ε. Π. Β. Πάσχου, «Υμνηπόλος εράσμιος». Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Άγιον Όρος 1992, σ. 10 κ.ε. και στο Θεολογία 60 (1989), σ. 337 κ.ε.
[2] Βλ. Friedrich Heyer, Konfessionskunde, εκδ. Walter de Gruyter, Berlin – New York 1977, σελ. 103 εξ.
[3] Βλ. Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, «Το υμνογραφικό έργο του Γερασίμου: Γλωσσικά χαρακτηριστικά, εκδόσεις και μεταφράσεις», στο Υμνήτωρ. Τόμος Αναμνηστήριος Γέροντος Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Βέροια 2001, σ. 162 κ.ε.
[4] Αναλυτικότερα για τις τιμητικές διακρίσεις που απονεμήθηκαν στο πρόσωπο του Γερασίμου Μικραγιαννανίτη βλ. Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, Ο υμνογράφος Γεράσιμος μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε αγίους της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του, Έκδ. Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 107 κ.ε., 397 κ.ε.
[5] Βλ. Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 28 (1953), σ. 406.
[6] Βλ. Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, όπ. παρ., σ. 111, 406. Βλ. και Π. Β. Πάσχου, όπ. παρ., σ. 22.
[7] Βλ. Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, όπ. παρ., σ. 111 εξ., 410 εξ.
[8] Σχετικά με τις γλωσσικές απόψεις του Γερασίμου Μικραγιαννανίτου βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, όπ. παρ., σ. 141 κ.ε.
[9] Βλ. και Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, όπ. παρ., σ. 77, καθώς και Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Δημητριάδος (νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος), «Υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: Μια οικουμενική μορφή», στο Υμνήτωρ. Τόμος Αναμνηστήριος Γέροντος Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Βέροια 2001, σ. 47 εξ.
[10] Πρβλ. Χριστοδούλου, Μητροπολίτου Δημητριάδος (νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος), όπ. παρ., σ. 46 εξ.
[11] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, «Η υμνογραφία εν Αγίω Όρει», στο Επετηρίς Αθωνιάδος Σχολής (επί τη συμπληρώσει δωδεκαετίας από της επαναλειτουργίας αυτής), Αθήναι 1966, σ. 76 εξ.