Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης: «Τα πρώτα μοναχικά χρόνια, δίπλα στον Γέροντά μου Εφραίμ»
Το εργόχειρο του ήταν βαρελάς, αλλά και ξυλόγλυπτης. Σκάλιζε τέμπλα σε
πολλούς ιερούς ναούς. Ανάμεσα στα αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό:
Την εποχή που κοινοβίαζαν οι μοναχοί Ιωσήφ και Αρσένιος κοντά του, εκει στα Κατουνάκια, ανακαινίσθηκε ο ναός της καλύβας των Αρχαγγέλων.
Τα πρώτα χρόνια, που ήταν υποτακτικός μαζί με τον γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλιώτη, μας διηγείται για τον γεροντα του, τον απλοϊκό κι άγιο Γέροντα Εφραίμ.
Το εργόχειρο του ήταν βαρελάς, αλλά και ξυλόγλυπτης. Σκάλιζε τέμπλα σε
πολλούς ιερούς ναούς. Ανάμεσα στα αλλά συνέβη και το εξής περιστατικό:
Την εποχή που κοινοβίαζαν οι μοναχοί Ιωσήφ και Αρσένιος κοντά του, εκει στα Κατουνάκια, ανακαινίσθηκε ο ναός της καλύβας των Αρχαγγέλων.
Ο Γέροντας του κελιού κάλεσε ένα ξυλογλύπτη για προσφορά. Εκείνος
ζήτησε 20 λίρες χρυσές.
Επειδή δεν είχε να δώσει τόσα πολλά κάλεσε τον Γ. Εφραίμ.
«Φτιάχνεις το τέμπλο»;
«Το φτιάχνω», είπε.
Όσο για την τιμή, συζήτηση δεν έγινε. Δώστου – δώστου ο Γέροντας μας
τελείωσε το τέμπλο. Τώρα η πληρωμή;
Ψάχνει ο Γέροντας του κελιού στο ταμείο, βρίσκει 2 λίρες. Βγάζει και τις δίνει.
Συγχρόνως του λέει:
«Καλά είναι Γέρο – Εφραίμ»;
«Καλά, καλά Γέροντα, ευχαριστώ».
«Εγώ», λέει ο Γερο Αρσένιος, «μόλις το έμαθα έγινα φωτιά. Πάω στο Γέροντα και του λέω.
Γέροντα, όλα κι όλα αυτό δεν το σηκώνω. Ο άλλος είκοσι λίρες ζήτησε κι εσένα με δυο λίρες σε ξόφλησε κιόλας».
Και του λέει το απλό και σοφό γεροντάκι:
«Κι αν τα πληρωθούμε όλα εδώ, για τον ουρανό, τι θα μείνει παιδί μου»;
«Έτσι κατάλαβα», είπε ο Γέροντας Αρσένιος, «ότι ο Γέροντας μας δεν ήταν κουτός. Είχε αρετή που εμείς δεν μπορούσαμε να φτάσουμε. Αλλά για να το δω και με τα μάτια μου, να σας πω τι μου έδειξε ο Θεός.
63
Λίγες μέρες μετα την κοίμηση του Γέροντα μου Εφραίμ τον είδα σαν
προσευχόμουν σε όραμα. Ήταν σε ένα πανευφρόσυνο τόπο. Το πρόσωπο του άστραφτε από τη πολλή δόξα και στεκόταν έξω από ένα ωραίο εκκλησάκι.
Αφού χάρηκα που τον είδα σε τόση δόξα κατόπιν τον ρώτησα:
«Γεροντα τι είν’ αυτό το όμορφο εκκλησάκι»;
«Α, αυτό είναι δικό μου. Θυμάσαι που σκάλισα το τέμπλο με δυο λίρες;
Επειδή δεν πληρώθηκα εκεί και δεν γόγγυξα, ούτε κατέκρινα, ο Χριστός μου το φύλαξε στον ουρανό. Θυμάσαι που σου το έλεγα;»
Συνήλθα από το όραμα γεμάτος χαρά. Αλλά μου ‘δωσε κι ένα μεγάλο
μάθημα μετα θάνατον ο Γέροντας μου, που το θυμάμαι σ` όλη την ζωή μου.