Μού έκαμνε αγαθή εντύπωση η πρώτη μου γνωριμία με τον μακαριστό άγιο γέροντα, Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό. Χειμώνας στα 1996. Επισκεφθήκαμε την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και, αφού προσκυνήσαμε, κινήσαμε να δούμε τον γέροντα, ο οποίος, ως γνωστόν, εγκαταβίωνε στο κονάκι του, λίγο έξω από την Ιερά Μονή.
Ο καιρός, αν και Μάρτης μήνας, ήταν ηλιόλουστος και ο γέροντας, ευτυχώς ήταν εκεί, μάς δέχθηκε αμέσως και κάθισε μαζί μας στην αυλή. Ακόμη θυμάμαι τις απαντήσεις στους προβληματισμούς μας, και τα λόγια του, τα οποία, είναι αλήθεια, αδυνατούσα τότε να κατανοήσω και τα θεωρούσα τόσο «ρηχά» και «τετριμμένα» ακόμη και σ᾿ εμάς τους λαϊκούς: «Υπομονή παιδιά μου, υπομονή. Και όταν τελειώσει η υπομονή, ξανά νέα υπομονή. Και όταν τελειώσει η νέα υπομονή, ξανά και ξανά, νέα υπομονή και πάλι από την αρχή».
Η χριστοφόρος υπομονή διαφέρει από την κοσμική και απλουστευμένη μη πνευματική. Η πρώτη δεν γογγύζει, «αντέχει» στο χρόνο, διαρκεί σε ποιότητα, ευχαριστεί, αδιαμαρτύρητα αποδέχεται, δοξολογεί, γι ᾿αυτό καί σώζει καί αγιάζει καί θαυματουργεί! Πλην, όμως, αυτή η υπομονή εδράζεται σταθερά επάνω σε δύο πυλώνες πνευματικούς, σύμφωνα με την Πατερική γραμματολογία της Εκκλησίας μας: την υπακοή και την ταπείνωση.