Γεροντάδες και απλότητα καρδιάς
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Πολλοί ήσαν εκείνοι που λοιδορούσαν και περιγελούσαν τον Διογένη, τον κυνικό φιλόσοφο. Ένας, στην προσπάθειά του να καταδείξει την περιφρόνηση του φιλοσόφου προς κάθε υλική εξάρτηση, τον ρώτησε: «Διογένη, έτσι μόνος που διαμένεις στην οικία σου…!
Αλήθεια, όταν πεθάνεις, πες μας, ποιος θα σε βρει, έτσι που διαμένεις μόνος σου;». Και ο φιλόσοφος των Αθηνών, ακριβώς επειδή εγνώριζε την αθεράπευτη και άνευ ορίων προσκόλληση πολλών, στα υλικά κτίσματα και αγαθά, αφοπλιστικά απάντησε: «Ποιος θα με βρει; Μα αυτός που θα ενδιαφερθεί ν᾿ αποκτήσει την οικία μου».
Είναι γνωστή η διήγηση από τον Ευεργετινό! Ζούσε στην έρημο της Αιγύπτου ένας ταπεινός και αγαθός μοναχός. Κανείς δεν άκουσε ποτέ άσχημο λόγο του. Κανέναν δεν ελύπησε, δεν εστενοχώρησε. Έφθασαν τα εγκωμιαστικά γι᾿ αυτόν λόγια στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Ο Πατριάρχης, άνδρας με πνευματικό αισθητήριο ανεπτυγμένο, έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του να οδηγήσουν τον ταπεινό μοναχό εμπρός του, να τον γνωρίσει και να λάβει την ευχή του από κοντά! Έτσι και έγινε. Έφθασαν οι πατριαρχικοί αγγελιοφόροι και κοινοποίησαν στον ησύχιο ερημίτη την επιθυμία του Πατριάρχου.
Η ώρα όμως περνούσε. Στις διαδοχικές ερωτήσεις και παρατηρἠσεις των απεσταλμένων προς τον μοναχό να βιαστεί διότι θα καθυστερήσουν, ο ασκητής απαντούσε μονοδιάστατα: «Λίγο ακόμη και έρχομαι, λίγο ακόμη!». Κάποιος εκ της πατριαρχικής αποστολής δεν άντεξε! Σκαρφάλωσε σε μία κρύπτη, τρόπον τινά, εκ της οποίας μπορούσε να παρατηρεί εντός του καλύβης του μοναχού. Και αντίκρισε τον μακάριο εκείνο άνδρα, τον ένσαρκο άγγελο του Θεού, να προσπαθεί απεγνωσμένα να στεγνώσει και να συμμαζέψει το βρεγμένο και λιωμένο σχεδόν ρασάκι του, διότι ντρεπόταν να εμφανισθεί έμπροσθεν του Πατριάρχου σε αυτό το χάλι!
Όταν δε ο Πατριάρχης ενημερώθηκε για τον ακριβή λόγο της καθυστέρησης και αργοπορίας, θαύμασε και εμακάρισε τον άνθρωπο του Θεού.