Και μπορεί τώρα εύλογα να ρωτήσει κάποια: «Μπορούμε να απορρίψουμε τον Θεό;» Ναι, αν είμαστε εσωτερικά ειλικρινείς και δούμε τι γίνεται βαθιά μέσα στην καρδιά μας, θα συνειδητοποιήσουμε, νομίζω, ότι, λίγο πολύ αυτό κάνουμε. Βέβαια, μπορεί να μην το δηλώνουμε ξεκάθαρα, όπως οι αθεϊστές που διαγράφουν τάχα τον Θεό από τη ζωή τους – αυτοί, ξέρετε, πιστεύουν πιο πολύ από όλους, ψάχνουν δηλαδή να βρουν πού είναι η χαρά της ζωής, η αλήθεια – αλλά όταν δεν είμαστε συντονισμένοι με το θέλημα του Θεού, όταν δεν είμαστε συντονισμένοι με τις εντολές του, δεν είναι αυτό μια απόρριψη από μέρους μας;
Ασχολούμαστε δηλαδή με όλα τα προσωπικά μας θέματα, με όλα τα δικά μας, το τι θέλει η φιλαυτία μας, το τι μας υπαγορεύει εσωτερικά το δικό μας το εγώ. Ζούμε σαν να αδιαφορούμε για την ύπαρξη του Θεού και μόνοι μας προσπαθούμε να λύσουμε όλα τα προβλήματά μας, όλες τις δυσκολίες μας, να τακτοποιήσουμε τους πειρασμούς μας. Αυτό από μέρους μας είναι μια απόρριψη του Θεού. Ας το έχουμε λίγο υπ’ όψιν αυτό. Χώρια που υπάρχει και μια μερίδα ανθρώπων, δυστυχώς και θεολόγων και πολλών άλλων υψηλά ισταμένων, που πιστεύουν ότι δεν είναι δυνατόν η αγαθότητα του Θεού να τιμωρήσει κανέναν άνθρωπο, αφού είναι τόσο καλός, τόσο αγαθός ο Θεός! Λένε λοιπόν: «Πώς θα αντέξει ο Θεός να βάλει στην κόλαση αυτούς τέλος πάντων που προτιμούν την κόλαση;»
Νομίζω, είπαμε και άλλη φορά ότι όσοι θα καταδικαστούν, δεν θα τους καταδικάσει ο Θεός· θα αυτοκαταδικαστούν, γιατί αυτοί μόνοι τους προτίμησαν να είναι στην κόλαση, δεν τους βάζει ο Θεός εκεί. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία και τη λογική του ανθρώπου· όποιος θέλει σώζεται, όποιος θέλει χάνεται. Ελεύθερα τα κάνει πάντα ο Θεός, δεν εκβιάζει καμιά συνείδηση, ούτε με το ζόρι θα βάλει κάποιον στον παράδεισο ή θα τον ρίξει στην κόλαση. Μόνοι μας διαλέγουμε και τον χαμό και τη σωτηρία. Εφόσον είναι δεδομένα κάποια πράγματα, εφόσον υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που πρέπει να τηρήσει ο χριστιανός για να σωθεί, και εκείνος αδιαφορεί και πιστεύει μόνο στην αγάπη τάχα του Θεού, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να το κάνει αυτό ο Θεός – να στείλει κάποιους στην κόλαση – αυτός ήδη καταδικάζει τον εαυτό του. Ήδη εμπαίζει την αγαθότητα του Θεού, εκμεταλλεύεται όλη αυτή την αγάπη του Θεού, γι’ αυτό ακριβώς και δικαίως θα εισπράξει ό,τι του αξίζει.
Όπως λέει ο Πάτερ (Συμεών), όταν δεν έχει κανείς πνευματικές αισθήσεις, και στον παράδεισο να τον βάλει ο Θεός – δεν έχει κανένα λόγο να μην τον βάλει – δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να τον προσλάβει, δεν θα μπορέσει να βιώσει τη χαρά του παραδείσου. Και αναφέρει ο Πάτερ το εξής παράδειγμα: Αν βάλουν μέσα στην εκκλησία έναν μέθυσο, έναν πολύ κοσμικό άνθρωπο που έμαθε να ζει έτσι όπως ζει ανεύθυνα και επιπόλαια, ούτε δυο λεπτά δεν θα αντέξει, γιατί δεν θα τον σηκώνει το κλίμα. Αυτός είναι μαθημένος να πίνει, να γλεντάει, να καπνίζει, να τραγουδάει κτλ. Έτσι περίπου θα συνέβαινε και στον παράδεισο, άμα έβαζε ο Θεός μέσα κάποιον που δεν έχει τις ανάλογες προϋποθέσεις – που δεν έχει τη διάθεση, τον καημό, τον πόθο να μπει μέσα στον παράδεισο.
Από το βιβλίο: Φιλοθέης μοναχής, Προσεγγίζοντας τη διδαχή του πατρός Συμεών. Συνάξεις κυριών. Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2016, σελ. 177.