Εάν δεν συντριβεί η καρδία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθανθεί το μυστήριο της πραγματικής χαράς. Δεν το αισθάνεται όσο η πίστη μένει εγκεφαλική, διανοητική γνώση, ακόμη και γνώση του Ευαγγελίου, της Δογματικής (των δογμάτων της Εκκλησίας), όσο ο σπόρος δεν έχει πέσει μέσα στην καρδιά, όσο δεν έχει ακόμη μαλακώσει η καρδιά.
Το μαλάκωμα της καρδιάς!
Το λέω εδώ, σε σας τους Αγιορείτες που ζείτε καθημερινά αυτό το πράγμα, ενώ εμείς εκεί στον κόσμο λίγες φορές το αισθανόμαστε, όταν μας δίνει ο Θεός από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου.
Γιατί αυτό που έχω δει, που έχω ζήσει, που υπάρχει σ’ αυτόν εδώ το χώρο, είναι πολύ σημαντικό. Είναι η εμπειρία του μεταμορφωμένου ανθρώπου δια της μετανοίας και της συντριβής της καρδίας.
Αλλά στον κόσμο είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς τη συντριβή, πολύ δύσκολο! Η καρδιά γίνεται πέτρα. Διότι η ζάλη του κόσμου, αυτή η εξωστρέφεια, σε τραβάει· πηγαίνεις, πηγαίνεις και δεν έχεις καιρό να καθίσεις να κοιτάξεις την καρδιά, να μπεις πιο μέσα.
Γι’ αυτή την έσω εργασία μου έλεγε μια Ρωσίδα, δια Χριστόν σαλή, την οποία γνώρισα προ τριετίας στο Πέτρογκραντ, σ’ ένα ρωσικό νεκροταφείο. Την βρήκα να μαζεύει κάτι χαρτιά παριστάνοντας τη σαλή. Ήμουν μ’ έναν Ιερομόναχο. Την χαιρέτησα, και αυτή από κάτω με κοιτούσε με τέτοια αγνότητα και καθαρότητα στα μάτια που σπανίως έχω δει. Με κοιτούσε, με κοιτούσε και μου είπε σε μια στιγμή: «Πιο βαθιά πάτερ, πιο βαθιά!… κατάλαβες; Όχι γύρω, όχι γύρω. Όχι απ’ έξω, πιο μέσα, πιο μέσα… κατάλαβες;» Λέω: «Κατάλαβα». Λέει πάλι: «Στο βάθος πάτερ, ου ντουμπίνου μπάτουσκα…»
Υπάρχει εκεί ένα ψηφιδωτό που παριστά τον Κύριο πάνω σ’ ένα τάφο, πάει πολύς κόσμος να προσκυνήσει και γίνονται θαύματα. Και έλεγε: «Τι χαρά που μας δίνει ο Κύριος, όταν λάμψει ο ήλιος μέσα από τις ψηφίδες! Πώς λάμπει το πρόσωπο του Κυρίου!…»
Κι έλαμπε το δικό της πρόσωπο! Έχει έλθει η καημένη από τη Σιβηρία. Και της λέω: «Πώς από τόσο μακριά;» Λέει: «Πάτερ, εκεί στα μέρη μας δεν υπάρχει ναός και εγώ χωρίς ναό δεν μπορώ να ζήσω. Καταλαβαίνεις; Έφυγα από εκεί, ζω εδώ, μαζεύω τα παλιά χαρτιά στα σκουπίδια και είμαι ευχαριστημένη. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο· έχω τον Κύριο». Και όταν φεύγαμε: «Και να μη ξεχάσεις, μπάτουσκα, να μη ξεχάσεις· ο Κύριος είναι μεγάλη χαρά!… άκουσες; Μεγάλη χαρά ο Κύριος!»
Σ’ αυτή τη γυναίκα έζησα το λόγο του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτόν που έλεγε στον καθένα «χαρά μου». Ήταν ολοφάνερο οτι αυτή η γυναίκα δεν έβγαινε από το ναό και εκεί απόκτησε αυτό το πνεύμα, το αιώνιο πνεύμα της συντριβής, το οποίο ριζώθηκε μέσα της.
Και εδώ το Άγιο Όρος παρέμεινε και είναι φυτώριο τέτοιων ψυχών, και αυτό είναι παρηγοριά για όλη την Εκκλησία και για όλη την οικουμένη. Βλέπετε τώρα τους νέους ανθρώπους που έρχονται εδώ και βρίσκουν ανάπαυση; Χθες βράδυ πέρασα από το κελλί του πατρός Παϊσίου. Ήλθε ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη ταραγμένος και είπε: «Θέλω τον πάτερ Παΐσιο». Κι εκείνος του απάντησε όπως ξέρετε: «Τι τον θέλεις τον καημένο! Πάρε ένα λουκούμι και πήγαινε εκεί στη βρύση, έχει ωραία λιακάδα…» Επίτηδες. Σήμερα πάλι τον είδα στη Μονή Σταυρονικήτα και μου λέει: «Συγνώμη, Σεβασμιώτατε, που σας διέκοψα χθες». Λέω: «Έκανες τη δουλειά σου;» Πετούσε από τη χαρά. Λέει: «Αυτό είναι που ζητούσα. Έχω γεμίσει από την ειρήνη!» Τον αγκάλιασα και του λέω: «Μπράβο, παιδί μου! Να μ’ είχες διακόψει ακόμα δέκα φορές!»
Ήταν τόσο θλιμμένος όταν ήλθε. Και τον έβλεπα πόσο αγνώριστος ήταν σήμερα. Συνάντησε αυτό το πράγμα, βρήκε κάποια ζεστασιά, συνάντησε τον πραγματικό άνθρωπο, αυτή την ανοιχτή καρδιά, αυτή τη φιλανθρωπία του Χριστού, τα σπλάχνα οικτιρμών. Αυτό είναι που ζητάει ο άνθρωπος ανέκαθεν, ιδιαίτερα σήμερα. Θέλει αυτά τα σπλάχνα οικτιρμών. Βέβαια λιγόστεψαν οι τέτοιοι άνθρωποι στον κόσμο, ποτέ όμως δεν υπήρχαν πολλοί. Ανέκαθεν αποτελούν το μικρό ποίμνιο, χωρίς αυτούς όμως ο κόσμος δε θα μπορούσε να ζήσει.
Εκεί στο Τυπικαριό, στις Καρυές, είναι ένα Γεροντάκι Σέρβος, ο π. Ιωακείμ. Πολύ ενάρετος, ψυχούλα! Μια φορά είχα ανέβει από την Καψάλα σ’ αυτόν. Αυτός έσκαβε. Τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε, καθίσαμε. Του λέω: «Γέροντα, καμιά φορά έρχονται ώρες πνευματικής οκνηρίας, ακηδίας κλπ. Πώς θα τα πολεμήσει κανείς αυτά;»
Με κοίταξε καλά-καλά και μου είπε: «Να αγωνιστείς, να αγωνιστείς! Κι εμένα, ξέρεις, μου ερχόταν αυτό. Αλλά εγώ, ξέρεις, πολεμούσα. Να μην αφήσεις. Δώσ’ του στο κεφάλι. Να μην αφήσεις… Θέλει ξυλοδαρμό».
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 13 (1988), άρθρο: «ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ και άλλα πνευματικά θέματα-απαντήσεις», σελ. 24 (αποσπάσματα).