Δρα. Νίκου Νικολαΐδη
Ἡ παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου νά γευθεῖ τοῦ “δένδρου τῆς γνώσεως”, δηλαδή νά καταστεῖ κοινωνός ἄκαιρα καί ἀπροετοίμαστα καί ἀπροϋπόθετα τῆς θείας ἐμπειρίας καί θεοπτίας ἤ νά ἐπιχειρήσει νά καταστεῖ θεός, χωρίς τό Θεό, τόν ὁδήγησε στήν πτώση καί χωρίς νά μπορεῖ ἐμπειρικά καί ἐν καιρῷ νά γνωρίσει οὔτε τό “δένδρον τῆς γνώσεως”, ἀλλ’ οὔτε καί τό “δένδρον τῆς ζωῆς”.
Αὐτό πού ἐπακολούθησε ἦταν, ὡς συνέπεια, ἡ ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο καί τό Θεό καί ἡ περιένδυσή του μέ τίς ἀδυναμίες τῆς σάρκας καί ἡ παράδοση καί σύζευξή του μέ τή φθορά καί τό θάνατο. Τελικά, ὅμως, αὐτό, τό ὁποῖο φάνηκε ὡς τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου, μετασκευάσθηκε ἀπό τό Θεό ὡς εὐεργεσία, ἀφοῦ διά τοῦ θανάτου ὁ Θεός προνόησε τή διακοπή τῆς ἁμαρτίας καί τήν κατάργηση τῆς ἀθανασίας τοῦ κακοῦ.
Καί, ἀσφαλῶς, ὅλα αὐτά, παρόλο πού συμβαίνουν στόν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπακοῆς του, τελικά ὁ Θεός τά ἀξιοποιεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἐπανέλθει ὄχι μόνο στήν προτέρα του κατάσταση, ἀλλά σέ τιμή “πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν”.
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος