Ας δούμε ένα δύσκολο ερώτημα: Προς τι η ελευθερία, αφού κακοποιείται; Γιατί την έδωσε ο Θεός αν και προγνώριζε ότι οι περισσότεροι δεν θα έκαναν έλλογη χρήση; Δηλαδή έκανε καλά ο πατέρας που έδωσε την περιουσία στον άσωτο γιο, αν και ήξερε τον χαρακτήρα του, ότι δηλαδή θα τη σπαταλούσε καταστροφικά; Ήξερε τον χαρακτήρα του μικρότερου παιδιού του. Αυτός το είχε γεννήσει και το είχε ζήσει επί χρόνια. Ήταν γνωστός ο χαρακτήρας του. Τα λόγια του μεγάλου γιου, το παράπονό του, «Τόσα χρόνια σου δουλεύω και δεν αθέτησα καμιά εντολή σου», νομίζουμε ότι είναι ένα υπονοούμενο, μια «μπηχτή» κατά του αδελφού του, που προφανώς δεν δούλευε – ευσυνείδητα τουλάχιστον – και παρέβαινε εντολές του πατέρα. Λοιπόν έκανε καλά ο γονιός που του έδωσε την περιουσία; Έκανε καλά ο Θεός, που μας έδωσε την ελευθερία;
Πρώτα-πρώτα εφόσον άλλοι μεταχειρίσθηκαν και μεταχειρίζονται επωφελώς την ελευθερία τους έστω και βιώνοντας σε δυσχερέστερες συνθήκες, τούτο σημαίνει πώς δεν φταίει η ελευθερία αλλά η αδράνεια ή η κακεντρέχειά μας. Η ελευθερία είναι κάτι το καλό, το ευεργετικό. Γιατί να το στερήσουμε από τους νουνεχείς και συνετούς;
Μετά: Ας υποθέσουμε πως κάποιος χτίζει για μας ένα μυθικό ανάκτορο με κάθε τι τερπνό και επιθυμητό, που μπορεί ή δεν μπορεί να φαντασθεί ο πιο τρυφηλός και «ευμαροκυνηγός». Και μας βάζει μέσα για να μη βγούμε ποτέ έξω. Για να μιλήσουμε πιο πραγματικά, ρεαλιστικά, μας κλειδώνει σε μια χρυσή φυλακή· χρυσή μεν, φυλακή δε! Από την ίδια στιγμή το παλάτι, ο παράδεισος αυτός, θα μεταβληθεί σε κόλαση. Ο Παράδεισος δια της βίας θα γινόταν Κόλαση!
Ζυγίζουν πολύ διαφορετικά από πλευράς Ηθικής το καλό ή το κακό αν ενεργούνται αυτοπροαίρετα ή λόγω αναπόδραστου και άφευκτου εκβιασμού. Στις ερωταποκρίσεις της μοναχικής κουράς, και αφού ο τελετουργός ιερέας διαβεβαιώνει τον ασπαζόμενο την «ισάγγελη πολιτεία» πώς «όντως καλό έργο και μακάριο» διάλεξε, ζητάει να πληροφορηθεί κάτι. Τον ρωτάει να δηλώσει κάτι το καίριο και καθοριστικό για την ένταξή του ή μη στις τάξεις των αφιερωμένων: «ΕΡΩΤΗΣΗ: Με εκούσια τη γνώμη σου προσέρχεσαι στον Κύριο; ΑΠΟΚΡΙΣΗ: Ναι, με τον Θεό συνεργό μου, τίμιε πάτερ. ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως από καμιά ανάγκη ή βία; ΑΠΟΚΡΙΣΗ: Όχι, τίμιε πάτερ».
Ο ηλικιωμένος πια Παύλος, μολονότι έχει μεγάλη ανάγκη να κρατήσει κοντά του τον ήδη αναγεννημένο δραπέτη δούλο Ονήσιμο για να τον υπηρετεί στο αποστολικό του έργο, όμως τον στέλνει πίσω στον χριστιανό κύριό του Φιλήμονα. Τον στέλνει γιατί δεν επιθυμεί να κάνει ο συγκεκριμένος πιστός «ως κατά ανάγκην το αγαθόν… αλλά κατά εκούσιον», όπως του διασαφηνίζει στη συστατική συναισθηματική επιστολή που δίνει στα χέρια του Ονησίμου (στ. 4). Άρα κρίσιμη η διάκριση μεταξύ εκουσίου η ακουσίου κακού η καλού. Αν σου βάλει κανείς το περίστροφο στον κρόταφο και σου πει: «Κάνε ελεημοσύνη», θα την κάνεις, και με το παραπάνω μάλιστα! Αλλά τι το όφελος; Είναι αυτό αρετή;
Είπαμε πώς ο Παράδεισος δια της βίας θα μεταλλασσόταν σε Κόλαση. Αντίθετα δια της ελευθερίας οδηγούμαστε στη μετάνοια, στον Παράδεισο. Η αγία «υστεροβουλία» του Θεού συνίσταται στο να επιστρέψουμε αυτοπροαίρετα κοντά Του. «Επ’ ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5.13). Η κατάσταση της γνήσιας ελευθερίας αρχίζει από εδώ μα τελειώνεται και πληρούται στην αιωνιότητα.
Στην εποχή μας φύεται άφθονη ελευθερολογία και δημοκρατολογία· είναι το κυκλοφορούν νόμισμα. Στιχουργούνται διθύραμβοι στην ελευθερία, μα πρόκειται για ελευθερία πλασματική, όχι της υφής που εξύμνησαν ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ρήγας Φεραίος. Στο εγγύς παρελθόν κόπτονταν περί ελευθερίας συνήθως οι υπόδουλοι και υπόσπονδοι σε κοσμοθεωρίες «υπαρκτών», ολοκληρωτικών και προσωποπαγών κατά κανόνα καθεστώτων, που θεοποιούσαν τυράννους. Φάνταζαν οι γιγαντιαίες προσωπογραφίες τους στους δρόμους και στις πλατείες· δέσποζαν τα ρητά και συνθήματά τους με τεράστια γράμματα· τα βιβλία τους γίνονταν το «Ευαγγέλιο» των δυστύχων υπηκόων-υποτελών τους, που αν δεν τα ήξεραν «απόξω και ανακατωτά» όχι μόνο οι μαθητές και οι φοιτητές αλλά οι πάντες, αλίμονό τους… Αλώνιζε η προπαγάνδα – κατεξουσιαστική κατακυρίευση εθνών, καλούμενη αδιάντροπα κυνικά ή γλοιωδώς κολακευτικά «ευεργεσία», καθώς την ξεσκέπασε ο Χριστός (Λουκ. 22.25). Μιλούσαν για ελευθερία, και έκαναν φυτά τους αντιφρονούντες με τα ψυχοφάρμακα των Γκουλάγκ.
Σε τέτοια υποκείμενα παροτρύνει ο Παύλος να μη γινόμαστε δούλοι – και γιατί όχι και σε άψυχα «μπιχλιμπίδια», κοσμήματα και μπογιές ή σε «αστέρες» της «τέχνης» ή σε «είδωλα» της αθλήσεως, γιατί τότε παίρνουμε «κόκκινη κάρτα». Υφίστανται και μερικοί «ηγέτες πνευματικοί» επονομαζόμενοι, από τον χώρο των γραμμάτων και όχι μόνο, «ελευθερίαν… επαγγελλόμενοι, αυτοί δούλοι υπάρχοντες της φθοράς» (Β’ Πέτρ. 2.19).
Πιο αφάνταστα αδυσώπητη τυραννία ασκούν με τη βοήθεια του σατανά στους οικτρούς υποχειρίους των οι γκουρού. Τους συντρίβουν, τους διαλύουν και τους εκμηδενίζουν την προσωπικότητα. Τούτο άλλωστε είναι και το ιδανικό τους, το σβήσιμο, η εξαφάνιση, το νιρβάνα. Στυγνότατη δικτατορία, που την περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα όσοι κατόρθωσαν ν’ αποτινάξουν τη σκλαβιά τους (πρβλ. Διονυσίου Φαρασιώτη, Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος, Θεσσαλονίκη 2001).
Ευρεία η σύγχρονη φιλολογία και φλυαρία περί ελευθερίας από αρμοδίους και αναρμοδίους. Την ανόθευτη όμως και ατόφια ελευθερία την παρουσίασε μέσα σε μια μικρή φράση ένας μεγάλος ελεύθερος, έστω και κάτω από συνεχείς διωγμούς, εξορίες και κατατρεγμούς, ο ιερός Χρυσόστομος. Αποφάνθηκε εκ πείρας ότι «δεν είναι ελεύθερος, παρά μόνο αυτός που ζει εν Χριστώ» (Προς Θεόδωρον μοναχόν 5).
Κλείνει δε τον λόγο μας ο πολύς Παύλος με μια παραίνεση: «Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ελευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5.1). Αμήν!
Ιερομόναχος Ιουστίνος