Dogma

«Γιατί λοιπόν μας δόθηκε αυτή η παράλογη ζωή»

Η ἀποκάλυψη λέγει γιά τόν Θεό «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», «Ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν Αὐτῷ οὔκ ἐστιν οὐδεμία». Πόσο δύσκολο εἶναι γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους νά τό ἀντιληφθοῦμε !

Δύσκολο γιατί ἡ ἀτομική μας ζωή καί ἡ ζωή τοῦ κόσμου πού μᾶς περιβάλλει μᾶλλον ἀποδεικνύει τό ἀντίθετο.

Πραγματικά, ποῦ εἶναι αὐτό τό Φῶς τῆς Πατρικῆς ἀγάπης, ἄν ὅλοι σχεδόν σάν φτάνουν στό τέλος τῆς ζωῆς τους φωνάζουν μέ πίκρα καρδιᾶς μαζί μέ τόν Ἰώβ: «Αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ, ἐρράγη δέ τά ἄρθρα τῆς καρδίας μου, ἅδης μου ὁ οἶκος…Ποῦ οὖν ἔτι ἐστίν ἡ ἐλπίς;», κι αὐτό που μυστικά ἀλλά μέ δύναμη ζητοῦσε ἡ καρδιά μου ἀπό τά νιάτα της «τίς ὄψεται»;

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει πώς ὁ Θεός προνοεῖ στοργικά γιά ὅλη τήν κτίση καί ὅτι δέν λησμονεῖ οὔτε ἕνα μικρό πουλάκι τ’οὐρανοῦ, ὅτι φροντίζει καί γιά τόν καλλωπισμό τῶν ἀγριόκρινων, γιά τούς ἀνθρώπους μάλιστα ἡ πρόνοιά Του εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη, σέ βαθμό ὥστε «ἡμῶν καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί».

Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ πρόνοια πού ἁπλώνεται μέχρι καί τά πιό ταπεινά πράγματα καί πού φροντίζει καί γιά τά πιό ἐλάχιστα; Ὅλοι πνιγόμαστε ἀσφυκτικά ἀπό τό θέαμα τοῦ ἀχαλίνωτου ὄργιου τοῦ κάκου στόν κόσμο. Μυριάδες ζωές, συχνά στήν ἀρχή τους καί πολλές φορές χωρίς νά ἔχουν φτάσει στήν αὐτοσυνειδησία, ἁρπάζονται μέ ἀπίστευτη σκληρότητα. Γιατί λοιπόν, μᾶς δόθηκε αὐτή ἡ παράλογη ζωή;

Καί νά, μέ δίψα ζητᾶ ἡ ψυχή νά συναντήση τόν Θεό γιά νά Τοῦ πῆ: Γιατί μοῦ ἔδωσες τή ζωή; Χόρτασα ἀπό βάσανα… Μέ σκέπασε σκοτάδι… Γιατί κρύβεσαι ἀπό μένα; Ξέρω πώς εἶσαι ἀγαθός ἀλλά πῶς ἀδιαφορεῖς τόσο γιά τήν τραγωδία μου; Δέν μπορῶ νά σέ ἐννοήσω…

Ἔζησε στή γῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἄνδρας μέ ἄσβεστη πνευματική δίψα, πού λεγόταν Συμεών. Προσευχόταν γιά πολύ καιρό μέ ἀσταμάτητο θρῆνο «ἐλέησόν με». Καί δέν τόν ἄκουγε ὁ Θεός.

Πέρασαν μῆνες καί μῆνες μέ τέτοια προσευχή καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς του ἐξαντλήθηκαν. Ἔφτασε στήν ἀπόγνωση καί φώναξε «Εἶσαι ἀδυσώπητος».

Κι ὅταν μ’ αὐτές τίς λέξεις ράγισε κάτι μέσα στήν ἀποκαμωμένη ἀπό τήν ἀπόγνωση ψυχή του εἶδε ξαφνικά τόν ζῶντα Χριστό. Φωτιά γέμισε τήν καρδιά του κι ὅλο του τό σῶμα μέ τέτοια δύναμη πού, ἄν κρατοῦσε ἀκόμα μία στιγμή ἡ ὅραση, θά πέθαινε.

Ποτέ πιά δέν μποροῦσε νά λησμονήσει τό ἀνείπωτα πράο, τό ἀπέραντα ἀγαπητικό, χαρούμενο καί γεμάτο ἀπό ὑπερνοητή εἰρήνη βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Καί στά ἑπόμενα χρόνια τῆς μακρᾶς ζωῆς του ἐμαρτυροῦσε ἀκάματα πώς «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», ἀγάπη ἄπειρη, πού ξεπερνᾶ κάθε νοῦ.
Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Essex

Ἀπό τό βιβλίο του «Ἅγιος Σιλουανός»