Όλη η ακολουθία των Χαιρετισμών αναφέρεται στην Παναγία. Και οι εικοσιτέσσερις οίκοι, αλλά και ο κανόνας που ψάλλεται «Ανοίξω το στόμα μου…» Αλλά, όπως ξέρουμε, πάρα πολλά τροπάρια μέσα στα βιβλία της Εκκλησίας αναφέρονται στην Παναγία, και πάντοτε είτε ψάλλονται τροπάρια προς τον Χριστό, προς την Αγία Τριάδα, είτε ψάλλονται τροπάρια στους αγίους, υπάρχουν τα θεοτοκία. Λέγαμε και μια άλλη φορά ότι παντού είναι παρόντες οι ύμνοι οι απευθυνόμενοι προς την Παναγία· σ’ όλες τις ακολουθίες, σ’ όλες τις προσευχές, σ’ όλες τις δεήσεις.
Κάθε χριστιανός προσεύχεται στην Αγία Τριάδα, προσεύχεται στον Χριστό, αλλά όμως προσεύχεται και στην Παναγία. Και λέγαμε κι άλλη φορά παλαιότερα ότι την Παναγία δεν μπορούμε να τη χωρίσουμε από τον Χριστό. Από κάποια πλευρά εάν κανείς παραμερίσει την Παναγία, είναι σαν να παραμερίζει και τον Χριστό. Διότι η Παναγία είναι ό,τι είναι, ακριβώς διότι εχρημάτισε μητέρα του Χριστού. Και ο Χριστός εμφανίσθηκε στον κόσμο και έκανε ό,τι έκανε, διότι είχε μητέρα την Παναγία. Δεν ήλθε κατ’ άλλον τρόπο στη γη, αλλά ήλθε δια μέσου της Παναγίας, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση από την Παναγία.
Και γι’ αυτό κατά κανόνα, όπως ξέρουμε όλοι μας, στις εικόνες σπάνια έχουμε μόνη της την Παναγία. Πάντοτε η Παναγία έχει στην αγκάλη της τον Χριστό. Όπου η Παναγία εκεί και ο Χριστός. Όπου ο Χριστός εκεί και η Παναγία. Δεν μπορούμε να εννοήσουμε την Παναγία χωρίς τον Χριστό.
Το λέω ακόμη μια φορά: το να σκέπτεται κάποιος τον Χριστό χωρίς την Παναγία, καταρχήν δεν ξέρουμε αν το δέχεται αυτό ο Χριστός. Διότι ο Χριστός έκανε μητέρα του την Παναγία. Το δέχεται να αγνοούμε τη μητέρα του; Αλλά από κάποια πλευρά αγνοώντας τη μητέρα του, είναι σαν να καταργούμε τον Χριστό ή σαν να τον κάνουμε φανταστικό πρόσωπο. Ήλθε ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, όμως πήρε την ανθρώπινη φύση από την Παναγία. Από το γεγονός αυτό παίρνει η Παναγία, ας πούμε έτσι, όλη την αξία της και τιμάται, ακριβώς επειδή όπου είναι ο Χριστός είναι και εκείνη. Χωρίς εκείνη δεν υπάρχει Θεάνθρωπος Χριστός.
Τιμάται η Παναγία περισσότερο ακόμη και από τους αγγέλους. Από τα πάντα. Ο μεγαλύτερος άγιος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Παναγία, αλλά και οι άγγελοι, αυτοί οι καθαρότατοι νόες, δεν μπορούν να πλησιάσουν, να προσεγγίσουν την Παναγία. Είναι ανωτέρα πάντων. Ο ίδιος ο Χριστός την ανέβασε τόσο ψηλά. Όχι απλώς διότι σαν να είπε «σ’ ανεβάζω ψηλά», αλλά διότι θέλησε ο Θεός να συνδέσει το μυστήριο της σαρκώσεως, το μυστήριο της θείας οικονομίας, το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, το μυστήριο της κοινωνίας του Θεού με την όλη κτίση, θέλησε ο Θεός να το συνδέσει με το πρόσωπο αυτό που λέγεται Παναγία.
Όπως θα προσέξατε, οι εικοσιτέσσερις οίκοι αναφέρονται ακριβώς σ’ όλη αυτή την οικονομία του Χριστού, που έγινε δια της Παναγίας. Αρχίζουν από τον Ευαγγελισμό και τελειώνουν στο όλο έργο που έκανε ο Χριστός, ο οποίος προήλθε από την Παναγία. Και είναι οι εικοσιτέσσερις οίκοι ένας ύμνος στην Παναγία.
Είπαμε κι άλλη φορά ότι η Παναγία δεν τιμήθηκε από τον Θεό, επειδή απλώς θέλησε ο Θεός να την τιμήσει. Έχουμε πει πολλές φορές ότι ο Θεός ό,τι κάνει το κάνει λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον άνθρωπο· τον κάθε άνθρωπο. Ο Θεός επισκέπτεται τον κάθε άνθρωπο, ενεργεί μέσα στον κάθε άνθρωπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πίστη του ανθρώπου, τη συγκατάθεση αυτού του ανθρώπου, την ανταπόκριση αυτού του ανθρώπου.
Στην περίπτωση της Παναγίας, ο Θεός δεν αποφασίζει να γεννηθεί ως άνθρωπος ο Υιός από μια γυναίκα και διαλέγει την Παναγία και κατά κάποιον τρόπο σαν να της επιβάλλει να παίξει αυτόν τον ρόλο και κατά κάποιον τρόπο σαν να την κάνει –θέλοντας και μη θέλοντας– να δεχθεί αυτόν τον ρόλο. Όχι. Ο Θεός τη διαλέγει, γιατί είναι διαλεκτή. Βέβαια, ο Θεός έχει την πρωτοβουλία.
Άμα δεν σε εκλέξει ο Θεός, άμα δεν σε καλέσει ο Θεός, άμα δεν σε διαλέξει ο Θεός, εσύ όσο κι αν ελπίζεις, όσο κι αν θέλεις, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Αν επιτρέπεται να πω, να σε βάλει ο Θεός στο μάτι και να σε κυνηγήσει. Από το άλλο μέρος όμως δεν το κάνει αυτό ο Θεός έτσι που να το επιβάλλει σε κάποιον. Ως Θεός γνωρίζει ποιος είναι αυτός ο οποίος θα ακούσει τη φωνή του Θεού, ποιος είναι αυτός που θα προσέξει τη φωνή του Θεού, ποιος είναι αυτός που θα ανταποκριθεί στη φωνή του Θεού, στην κλήση του Θεού.
Αυτό ακριβώς έγινε με την Παναγία. Η Παναγία δεν είναι απλώς αυτή που τη διαλέγει ο Θεός. Φυσικά, αυτό είναι το παν· διότι αν δεν τη διάλεγε ο Θεός… Όμως το θέμα δεν ήταν απλώς ότι ο Θεός πρόσεξε μια γυναίκα και θέλει να την κάνει μητέρα του. Συγχρόνως, η Παναγία είναι αυτή που είναι. Είναι ακριβώς αυτή η οποία, την ώρα που θα γίνει ο δραματικός εκείνος διάλογος μεταξύ του αγγέλου και αυτής, θα πει· «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Ο Θεός ως Θεός το γνωρίζει αυτό, το προγνωρίζει, αλλά πάλι δεν είναι αυτό που βαραίνει. Εκείνο που βαραίνει είναι ότι η Παναγία όντως είναι αυτή η οποία, καθώς θα ακούσει αυτό το πρωτάκουστο για έναν άνθρωπο, για μια γυναίκα, ότι θα γεννήσει τον Υιό του Θεού, σαν να ήταν ήδη προετοιμασμένη, θα έχει το κουράγιο, θα έχει τη γενναιότητα, θα έχει τη διάθεση να το δεχθεί, να μη ζαλισθεί, να μην εκπλαγεί, να μην τα χάσει, να μην αρχίσει να σκέπτεται πώς θα δικαιολογηθεί, πώς θα αντιδράσει ή πώς θα μεθοδεύσει μια άρνηση.
Μπορεί η Παναγία στον ναό που κάθισε κλπ. να ήταν ένας άνθρωπος του Θεού, να ήταν φωτισμένη από τον Θεό, να είχε το Πνεύμα του Θεού, να ήταν αφοσιωμένη στον Θεό, η καρδιά της, η σκέψη της, τα πάντα να ήταν προσηλωμένα στον Θεό, όμως όταν ήλθε η ώρα που άκουσε αυτόν τον λόγο από τον αρχάγγελο Γαβριήλ ότι θα γίνει μητέρα του Θεού, ξαφνιάσθηκε, ακριβώς επειδή δεν γνώριζε. Δεν ήταν η Παναγία προετοιμασμένη κατά έναν τρόπο που γνώριζε ότι θα γίνει όλο αυτό το μυστήριο μέσα στην ύπαρξή της. Αυτό δείχνει η ερώτησή της «πώς έσται μοι τούτο;» Συγχρόνως όμως, σαν να είναι αυτά προετοιμασμένα από πολύ καιρό, η Παναγία αμέσως καταλαβαίνει, αμέσως αντιλαμβάνεται.
Είναι μεγάλο πράγμα, πολύ μεγάλο πράγμα, να ακούς τη φωνή του Θεού, όπως και αν έρχεται αυτή η φωνή του Θεού –δια μέσου ενός αγγέλου, δια μέσου γεγονότων, δια μέσου καταστάσεων, αλλά και άμεσα μπορεί να έρχεται– και να τη γνωρίζεις και να καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο Θεός. Πώς να το κάνουμε; Το πλησίασμα του Θεού, η επίσκεψη της Χάριτος του Θεού, η είσοδος της Χάριτος του Θεού μέσα σε μια ψυχή –λέμε για όλα αυτά, αλλά μας είναι άγνωστα– είναι κάτι πρωτάκουστο, κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν ξανάγινε. Πού ξέρει κανείς; Πώς μπορεί να ξέρει τι είναι αυτό;
Πλησιάζει λοιπόν ο Θεός, μιλάει ο Θεός. Είναι μεγάλο πράγμα να ακούσεις. Να μην ακούς τα δικά σου. Γι’ αυτό έχουμε πει πολλές φορές ότι δεν πρέπει καθόλου να επηρεαζόμαστε και να προσέχουμε τα δικά μας. Καθόλου. Να μην είμαστε λοιπόν απασχολημένοι με τα δικά μας και να μην είναι η όλη προσοχή μας σ’ αυτά, και δεν ακούμε τη φωνή του Θεού. Είπαμε, είναι μεγάλο πράγμα να ακούσεις τη φωνή του Θεού και να καταλάβεις τι θέλει να πει ο Θεός και, σαν να είσαι προετοιμασμένος, αμέσως να ανταποκριθείς.
Όλοι εμείς που είμαστε χριστιανοί, βαπτισμένοι χριστιανοί, έχουμε πάρει τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος κατά την ώρα του Βαπτίσματος. Καθώς όμως δεν ξέρουμε τι είναι η Χάρις του Θεού εν ενεργεία, από κάποια πλευρά είμαστε γυμνοί από τη Χάρι του Θεού. Ο άνθρωπος, ο φτωχός άνθρωπος, ο ταλαίπωρος άνθρωπος, καθώς συνήθισε στη φτώχεια του, στην κακομοιριά του, στο σκοτάδι του, στη ζωή αυτή που είναι χωρίς τη Χάρι του Θεού, όταν έλθει η ώρα που ο Θεός οικονόμησε, για να μας επισκεφθεί η Χάρις του, όταν έλθει η ώρα, για να μας ντύσει με τη Χάρι του και να νιώσουμε και μέσα και έξω ότι μας σκεπάζει η Χάρις του Θεού, όπως ο γυμνός –είπαμε κι άλλη φορά– συνήθισε γυμνός, και άμα τον ντύσουν, ντρέπεται, ξαφνιάζεται, ας πούμε, και δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι το να τον ντύσουν, έτσι κι εμείς ξαφνιαζόμαστε και έρχεται η ερώτηση: «πώς έσται μοι τούτο;»
Αυτό βαθιά μέσα του ο άνθρωπος το αισθάνεται σαν αδιανόητο, ακριβώς λόγω της πτώσεως, λόγω της αχρειώσεως που υπάρχει, της αμαρτίας που υπάρχει, και φυσικά όσο πλησιάζει η Χάρις, τόσο πιο πολύ το βλέπει αυτό. Να τον επισκεφθεί αυτόν η Χάρις; Αυτό το τσουκάλι το μαύρο που είναι ο εαυτός του, να το επισκεφθεί η Χάρις; Είναι αδιανόητο. Απορεί ο άνθρωπος και εξίσταται. Όμως από την άλλη πλευρά, επειδή ακριβώς αυτός που μιλάει είναι ο Θεός, επειδή ακριβώς αυτός που έρχεται είναι ο Θεός, αυτός που επεμβαίνει είναι ο Θεός, αυτός που δίνει είναι ο Θεός, και επειδή όπως κι αν έχει το πράγμα ο άνθρωπος βγήκε από τα χέρια του Θεού και βαθιά μέσα του υπάρχει αυτό το πράγμα, ότι ανήκει στον Θεό, γι’ αυτό ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο καλοδιάθετος άνθρωπος, σαν να είναι προετοιμασμένος από χρόνια, δεν δυσκολεύεται μαζί με την Παναγία να πει: «Ιδού ο δούλος Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Όπως ακριβώς η Παναγία, η οποία σαν να ήταν προετοιμασμένη, χωρίς την παραμικρή αντίσταση είπε το ναι.
Αυτό είναι όλο το μυστικό. Κι άλλες φορές το τονίσαμε, αλλά πάντοτε πρέπει να το τονίζουμε· το έργο είναι του Θεού. Είναι ο Θεός που ενεργεί, για να μας δώσει καινούργια ζωή, αλλά από την πλευρά του ανθρώπου ο Θεός περιμένει να πει ο άνθρωπος το ναι. Αλλά για να πεις το ναι, πρέπει να σταματήσεις να ασχολείσαι με τον εαυτό σου, πρέπει να σταματήσεις να αυτοδικαιώνεσαι, να θέλεις να περισώσεις μερικά πράγματα κλπ. Να μην ξεχνάτε αυτό που έχουμε πει: ο άνθρωπος αντί να κάθεται να παιδεύεται μ’ ένα μπερδεμένο κουβάρι πώς θα το ξεμπερδέψει, καλύτερα είναι να το πετάξει. Μακάριος ο άνθρωπος για τον οποίο θα έλθει αυτή η ώρα, και θα μπορέσει να πετάξει όλα αυτά που κάθεται και τα προσέχει και τάχα θέλει να τα διορθώσει, και θα πει το ναι στον Θεό, όπως είπε και η Παναγία το ναι.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Τριωδίου Β’ “, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 180