Εκείνο τον καιρό είχα την εντολή όταν ερχόταν κάποιο λεωφορείο με προσκυνητές να τους καλοδέχομαι στον ιστορικό αλλά και ιερό χώρο της ιεράς μονής. Έτσι λοιπόν καλωσόρισα και αυτούς τους προσκυνητές, οι οποίοι έσπευσαν να ανάψουν κεριά και να γράψουν μία στοίβα από ονόματα ζωντανών και κεκοιμημένων. Ήταν από τις πρώτες φορές που έκανα αυτό το διακόνημα και είχα πολύ αγωνία, ήθελα οι άνθρωποι φεύγοντας από το χώρο του μοναστηριού να πάρουν κάτι καλό μαζί τους, κάτι το οποίο θα τους ωφελούσε πνευματικά. Τους άνοιξα το Καθολικό της Μονής για να προσκυνήσουν την Παναγία και τους έβγαλα και ιερά λείψανα προς ευλογία.
Αφού τελειώσαμε με αυτά τους πρότεινα να καθίσουν λίγο στο ναό ώστε να πούμε δύο λόγια για την ιστορία της μονής αλλά και για την ζωή των μοναχών. Αμέσως διαπίστωσα μία δυσαρέσκεια η οποία με ξάφνιασε, αλλά εγώ συνέχισα το έργο μου (να ομιλώ) όπως είχα ευλογία από τον γέροντα. Δεν έκανα πάνω από 10 λεπτά και ήμουν έτοιμος να τους προτείνω να περάσουμε στο αρχονταρίκι για ένα κέρασμα, το οποίο όση ώρα εγώ απασχολούσα τους προσκυνητές στον ναό κάποιος άλλος πατέρας το ετοίμαζε.
Ρωτώ λοιπόν: «Μήπως έχει κάποιος κάποια απορία ή ερώτηση που θα ήθελα να πεί»; Άρχισαν λοιπόν να κοιτιούνται μεταξύ τους….. και τότε κάποιος ηλικιωμένος κύριος με πολύ παρρησία αλλά και αλαζονεία σηκώθηκε όρθιος και μου είπε: «Πάτερ όλα καλά, καφέ όμως που κερνάτε»; Αμέσως διαπίστωσα ότι σχεδόν όλοι οι «ευλαβείς προσκυνητές» αναθάρρεψαν και άρχισαν και αυτοί να ρωτούν εάν μπορούσαν να πιούν έναν καφέ.
Περιττό να πω ότι από το σοκ που υπέστη πρέπει να έδειχνα εκτός τόπου και χρόνου, όμως γρήγορα συνήλθα και τους έδειξα το αρχονταρίκι όπου θα τους περίμενε εκεί ο πολυπόθητος καφές, αλλά και κουλουράκια και λουκούμια και δροσερό νερό.
Αμέσως… σε λιγότερο από 1 λεπτό ο ναός ήταν άδειος με τα καθίσματα παρατημένα όπως να’ ναι και εμένα μοναχό μου να προσπαθώ να συνέλθω από την πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιουν το καφεδάκι τους και τίποτα παραπάνω! Ακολούθησαν και άλλα τέτοια περιστατικά με τα οποία προσγειώθηκα ανώμαλα στο τί τελικά αναζητούν οι άνθρωποι: καφέ και αργολογίες!
Στα μοναστήρια η φιλοξενία είναι δεδομένη. Υπάρχουν σε κάθε μοναστήρι συγκεκριμένοι μοναχοί με αυτό το διακόνημα, του αρχοντάρη. Αυτός θα κεράσει τους προσκυνητές στο αρχονταρίκι και θα τους πει και έναν λόγο πνευματικό. Το θέμα όμως είναι γιατί πάμε εμείς στο μοναστήρι; Γιατί γίνονται όλες αυτές οι εκδρομές κυρίως από τις ενορίες και από τα καπή στα μοναστήρια; Γιατί οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα σε ένα λεοφωρείο και αρχίζουν παίρνουν τα βουνά και τα λαγκάδια; Τι αναζητούν; Τι ψάχνουν;
Τα μοναστήρια ήταν, είναι και θα είναι πνευματικές οάσεις και θα δέχονται πάντα κάθε πονεμένο και φτωχό, κάθε αμαρτωλό που ψάχνει ένα καταφύγιο. Τα μοναστήρια θα δέχονται πάντα τις ψυχές εκείνες που αναζητούν λόγο Θεού, και παρηγοριά. Τα μοναστήρια θα δέχονται πάντα και αυτούς που ήρθαν για βόλτα, για τουρισμό. Τα μοναστήρια θα δέχονται πάντα και αυτούς που ήρθαν για να κατακρίνουν και να βρίσουν τους μοναχούς (έχει συμβεί), να απαξιώσουν το έργο τους και να δημιουργήσουν ταραχή και σύγχυση.
Όλους αυτούς, το μοναστήρι θα τους δεχτεί, θα τους κεράσει, θα τους φιλοξενήσει όπως καλύτερα μπορεί. Όμως το ερώτημα που όλοι μας πρέπει να κάνουμε είναι, όχι τι θα κάνουν οι μοναχοί στην μία ή άλλη περίπτωση, αλλά γιατί εμείς πάμε στο μοναστήρι!
Τι περιμένουμε από τους μοναχούς; Περιμένουμε λόγο Αληθείας, λόγο Θεού; Ή περιμένουμε να μας διακονήσουν, να μας υπηρετήσουν και να τους αξιολογήσουμε με βάση το κέρασμα που θα μας προσφέρουν;
Τι αναζητούμε στο χώρο του μοναστηριού; Να αφουγκραστούμε τους ασκητικούς αγώνες των μοναχών και να παραδειγματιστούμε;Να προσκυνήσουμε τα χαριτόβρυτα λείψανα, τις θαυματουργές εικόνες και να ευλογηθούμε; Ή αναζητούμε απλά όμορφα τοπία, περιποιημένα κτίρια, θρησκευτικούς συναισθηματικούς βερμπαλισμούς και τίποτα παραπάνω;
Σε ένα μοναστήρι τελικά πάμε για να ωφεληθούμε πνευματικά ή για να πιούμε το καφεδάκι μας;
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος