Δεν μας δόθηκε όμως ποτέ η ευκαιρία να δείξουμε τα προσόντα μας, τα ταλέντα μας, την ευφυΐα μας.
Γιατί όμως θέλουμε να νιώθουμε ξεχωριστοί; Διότι μας αρέσει να μεγαλοπιανόμαστε.
Από μικροί μας καλλιεργείται αυτή η τάση. «Κάνε κάτι σπουδαίο για να ξεχωρίσεις», μας λέγανε.
Δεν μας καλλιεργείται το: κάνε κάτι σπουδαίο για να προσφέρεις στον κόσμο, στο σύνολο. Όχι. Κάνε κάτι σπουδαίο για να ξεχωρίσεις από το σύνολο.
Π.χ. σχεδόν όλοι οι γονείς θέλουνε τα παιδιά τους να γίνουνε γιατροί. Όχι όμως για να προσφέρουν στον συνάνθρωπο, αλλά για να «ανέβουνε επίδπεδο»· κυρίως κοινωνικό και οικονομικό.
Όμως ας μην ρίχνουμε την ευθύνη στους άλλους.
Μας αρέσει η ιδέα να είμαστε ξεχωριστοί, σπουδαίοι, κάτι παραπάνω από τους άλλους. Μας αρέσει γιατί πάσχουμε από τον εγωισμό μας. Γι’αυτό και η κάθε μας ημέρα γίνεται μία πάλη με τους άλλους, με το σύνολο. Κάθε μας ημέρα –δυστυχώς- γίνεται μία άρρωστη αναζήτηση αυτού του “κάτι” που θα μας κάνει να ξεχωρίσουμε.
Δεν ψάχνουμε τρόπους για να προσφέρουμε στην ανθρωπότητα, στους άλλους.Ψάχνουμε τρόπους για να αφήσουμε την ανθρωπότητα πίσω μας. Να κατακτήσουμε τους άλλους, να αποδείξουμε ότι δεν ανήκουμε στην ανθρωπότητα αλλά σε κάτι ανώτερο, μεγαλύτερο.
Μας έχει γίνει ανάγκη λοιπόν το να ξεχωρίσουμε. Και γι’αυτό δεν έχουμε ειρήνη μέσα μας.
«Πρέπει να γίνεις ξεχωριστός», γι’αυτό κάνε εκείνο, το άλλο. Ντύσου με αυτά τα ρούχα, κάνε διαφορετικά το μαλλιά σου, πάνε εκεί διακοπές, σπούδασε αυτό, αγόρασε εκείνο κτλ.
Σε αυτά αναλωνόμαστε καθημερινά. Ασχολούμαστε και κάνουμε πράγματα όχι επειδή μας αρέσουν αλλά επειδή θα μας κάνουν να ξεχωρίζουμε.
Ακόμα και μέσα στην Εκκλησία το βλέπεις αυτό. Οι ιερείς θα κάνουν μία εξεζητημένη στολή. Γιατί; Προς δόξαν Θεού; Μακάρι. Πολλές φορές όμως γίνεται μόνο και μόνο για να ξεχωρίζουν.
Οι πιστοί θα βρούνε πνευματικό πατέρα κάποιον «μεγάλο γέροντα» από το Άγιον Όρος ή από κάποιο μοναστήρι όχι γιατί έτσι τα έφερε ο Θεός αλλά διότι οι ίδιοι το επεδίωξαν για να ξεχωρίζουν, για να λένε, «εγώ έχω τον τάδε γέροντα, πνευματικό πατέρα»!
Κάνουμε πολλά λοιπόν για να ξεχωρίζουμε από τους άλλους.
Εφευρίσκουμε τρόπους για να βγούμε από το σύνολο.
Εφευρίσκουμε τρόπους ώστε να βγούμε από την Εκκλησία.
Αναπαυόμαστε στο να ανήκουμε σε μία εκλεκτή κάστα ιερέων, πιστών, ανθρώπων που ξεχωρίζουν από τους «κοινούς θνητούς», από το σύνολο των πιστών.Αρεσκόμαστε στο να νιώθουμε ότι έχουμε άλλο “επίπεδο”: κοινωνικό, μορφωτικό, πνευματικό.
Τα παραλέω; ίσως.
Το σίγουρο είναι ότι το να προσπαθούμε πάση θυσία να ξεχωρίσουμε από τους άλλους φανερώνει το πόσο κομπλεξικοί είμαστε. Φανερώνει το πόσο μας κατατρώγει το σαράκι του «εγώ» μας.
Το να θέλεις να ξεχωρίσεις από τους άλλους αποδεικνύει τελικά ότι σε έχει καταβάλει ένα αίσθημα κατωτερότητας. Το να προσπαθείς λοιπόν να πετύχεις κάτι σπουδαίο για να ξεχωρίσεις και όχι για να βοηθήσεις τους άλλους δείχνει το πόσο μόνος σου είσαι, το πόσο μικρός είσαι.
Όταν θα πάψουμε να θεωρούμε ότι αξίζουμε το να είμαστε ξεχωριστοί, τότε ίσως καταλάβουμε το πόσο ξεχωριστοί είμαστε για τον κόσμο και για τον Θεό.
Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διαφορετικός. Το θέμα όμως είναι ότι δεν μας αρέσει η διαφορετικότητά μας. Θέλουμε να είμαστε διαφορετικοί κατα έναν τρόπο όπου θα αναγνωριστούμε επίσημ! Θέλουμε να ξεχωρίζουμε από τους πολλούς ώστε να δοξαζόμαστε από τους πολλούς. Θέλουμε να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο ώστε το όνομά μας να ακουστεί στα πέρατα της γης.
Και όμως όλα αυτά πηγάζουν από την ματαιοδοξία μας. Τα κριτήριά μας είναι εμπαθή, διεστραμμένα και μικρόψυχα.
Γι’αυτό και νομίζω ότι τελικά, ξεχωρίζουν αυτοί που ζούνε ως ανύπαρκτοι· όχι από ανάγκη αλλά από επιλογή…
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος