Γιατί βαπτιζόμαστε
Μεγάλη ευθύνη φέρει ο άνθρωπος. Να το προσέξουμε αυτό· δεν είναι ότι τα έκανε δύσκολα ο Θεός ή ότι έχει απαιτήσεις ο Θεός. Ίσα-ίσα ο Θεός έθεσε σε εφαρμογή αυτό το σοφότατο σχέδιο, ότι ο ίδιος ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, και καθώς ο Θεάνθρωπος κήρυξε το ευαγγέλιο του Θεού, θυσιάστηκε για τον άνθρωπο και αναστήθηκε, προσέφερε έτοιμη τη σωτηρία.
Γι’ αυτό βαπτιζόμαστε. Και, αν θέλετε, γι’ αυτό βαπτιζόμαστε νήπια. Μερικοί κατηγορούν και λένε: «Μπορεί να μη θέλει να βαπτισθεί. Να μεγαλώσει πρώτα και να μας το πει ότι θέλει να βαπτισθεί και τότε να τον βαπτίσουμε τον άνθρωπο». Ό,τι θέλουν λένε. Δεν καταλαβαίνουν πόσο ανόητο είναι αυτό το πράγμα.
Ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος πέθανε, ο ίδιος ο Κύριος έχυσε το αίμα του, ο ίδιος ο Κύριος θανάτωσε τον θάνατο, θανάτωσε την αμαρτία για τον καθένα. Και της αληθείας αυτής, ότι θανατώθηκε ο θάνατος, θανατώθηκε η αμαρτία, ότι αναγεννάται ο άνθρωπος, ενοποιείται ο άνθρωπος, γίνεται κοινωνός ο άνθρωπος με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Γίνεται δηλαδή κοινωνός αυτής της δωρεάς του Θεού με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Μόνο που, αν βαπτισθεί κανείς μεγάλος, χρειάζεται να δείξει στην πράξη ότι θέλει να ζήσει όπως έζησε ο Χριστός, ότι θέλει να ζήσει τη ζωή που δίνει ο Χριστός.
Ένας που είναι μεγάλος και σκέπτεται να γίνει χριστιανός πρέπει να το δείξει στην πράξη αυτό. Προσέξτε· πρέπει να δείξει στην πράξη ότι θέλει να ζήσει τη ζωή του Χριστού. Όχι ότι μπορεί να τη ζήσει ο άνθρωπος προτού βαπτισθεί, προτού αναγεννηθεί, αλλά να δείξει στην πράξη ότι το θέλει. Επίσης, αν βαπτισθεί κανείς νήπιο, καθώς μεγαλώνει, πρέπει να το λάβει υπ’ όψιν του αυτό και να πάρει ενώπιον του Θεού ακριβώς τη στάση εκείνη που πρέπει να πάρει, για να ζήσει ως νέος άνθρωπος, ως βαπτισθείς που έγινε κοινωνός της σωτηρίας που προσέφερε ο Χριστός με τον θάνατό του, με την ανάστασή του.
Εμείς, ορθόδοξοι χριστιανοί, βαπτισθήκαμε μάλλον όλοι σε μικρή ηλικία, και έγινε αυτό το θαύμα. Δηλαδή συνετελέσθη, ας πούμε έτσι, ο θάνατος της αμαρτίας, συνετελέσθη ο θάνατος του θανάτου, και μας δόθηκε νέα ζωή, η εν Χριστώ ζωή, και έχουμε μέσα μας τον αρραβώνα του Πνεύματος. Δηλαδή όπως, ας πούμε, προβαίνει κανείς σε μια ενέργεια και θέλει να πάρει από τον αρμόδιο μια βεβαίωση, μια πιστοποίηση, ότι έγινε η ενέργεια, διότι πρέπει να έχει ένα χαρτί, για να μπορεί να αποδείξει τι έγινε, έτσι το χαρτί που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, η πιστοποίηση που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, είναι το Άγιο Πνεύμα, είναι το άρωμα του Αγίου Πνεύματος, που παίρνουμε κατά το Βάπτισμα.
Και έτσι έχουμε εδώ δύο πράγματα πολύ βασικά. Το πρώτο είναι ότι άπαξ και ενηνθρώπησε ο Κύριος, ο ίδιος ο Υιός του Θεού, δεν ισχύει αυτό που ίσχυε στους πρωτοπλάστους: Αμάρτησαν; Τελείωσε. Χάθηκαν όλα. Τώρα, ως αδύνατος άνθρωπος που είσαι, και που έχει ο καθένας μέσα του την αμαρτία –οι πρωτόπλαστοι ήταν αναμάρτητοι, ενώ τώρα ο άνθρωπος έχει μέσα του την αμαρτία– πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να αμαρτήσεις, πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να πέσεις, αλλά ο Κύριος δεν πέφτει, ο Κύριος δεν πεθαίνει, ο Κύριος δεν αμαρτάνει. Ο άνθρωπος λοιπόν, ο πρώτος Αδάμ, αμάρτησε, και τέλειωσε. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, δεν αμαρτάνει, δεν πέφτει, μένει εκεί σταθερός. Γι’ αυτό σωζόμαστε. Αλλιώς, δεν θα σωζόμασταν, αν έμενε απλώς το πράγμα σ’ εμάς.
Ο Κύριος δεν είναι απλώς Θεός, είναι και άνθρωπος. Έζησε ως άνθρωπος και απέθανε ως άνθρωπος για μας. Επειδή λοιπόν έγινε άνθρωπος ο Κύριος που είναι και Θεός, και να αμαρτήσεις, έχεις πάντοτε περιθώρια, έχεις πάντοτε δυνατότητα, μετανοώντας να επιστρέψεις και να ενωθείς με τον Χριστό. Εσύ αφού αμάρτησες, τελείωσε· όμως ενώνεσαι με τον Χριστό που είναι αναμάρτητος, και περνάει η αναμαρτησία του Χριστού, περνάει η αγία ζωή του Χριστού, σ’ εσένα και σε αγιάζει. Εσύ βέβαια είσαι αδύνατος άνθρωπος και πάλι μπορεί να πέσεις. Έχουμε όμως αυτό το δεδομένο που είναι σταθερό, ότι ο Κύριος είναι αναμάρτητος και δεν πέφτει ποτέ. Και όλο το θέμα από τη δική μας πλευρά είναι να πιστεύουμε στον Κύριο, συνεχώς να επιστρέφουμε σ’ αυτόν, συνεχώς να μετανοούμε, συνεχώς να φεύγουμε από την αμαρτία και να ενωνόμαστε μαζί του, έως ότου να σταθεροποιηθούμε, όσο γίνεται, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, σ’ αυτή την αγία ζωή, σ’ αυτή τη θεία ζωή.
Έχουμε όμως και ένα δεύτερο πολύ βασικό που μένει σταθερό. Είναι αυτό που έγινε με το Βάπτισμα και που γίνεται μέσα βέβαια στην Εκκλησία με τα μυστήρια. Κοινωνούμε του σώματος και του αίματος του Χριστού. Τι καταλαβαίνουμε εμείς, τι δεν καταλαβαίνουμε, όμως είναι σώμα και αίμα Χριστού. Είμαστε μέσα στην Εκκλησία, στις ακολουθίες, στη λατρεία, στην προσευχή της Εκκλησίας –όχι απλώς στην προσευχή τη δική μας αλλά στην προσευχή της Εκκλησίας– που είναι αγία και άμωμος και έχει αγίους, και όλες οι προσευχές των αγίων είναι και για μας.
Αλλά κυρίως και πρωτίστως έγινε το θαύμα με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Δια του Βαπτίσματος δηλαδή όντως γίναμε κοινωνοί της δωρεάς του Κυρίου, της δωρεάς αυτής που σώζει τον άνθρωπο, και αυτό έγινε με τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος, που ήλθε μέσα μας. Αλλά και επιπλέον ο Κύριος, καθώς μας έδωσε αυτή την πιστοποίηση, αυτό τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, μας βεβαίωσε ότι μένει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κάθε βαπτισθέντα, στον ορθοδόξως βαπτισθέντα. Γι’ αυτό, όπως θα ξέρετε, δεν επαναλαμβάνεται το Βάπτισμα. Έπεσες, αμάρτησες πολύ, οτιδήποτε άλλο θα γίνει, αλλά όχι Βάπτισμα. Και θεωρείται ανεξίτηλο το Βάπτισμα. Τώρα τι θα γίνει στην άλλη ζωή, αν ως προς τα άλλα χαθείς…
Λέγαμε, θυμάστε, ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, καθώς μένει ανεξίτηλο το Βάπτισμα, όλο αυτό το μυστήριο που συνετελέσθη κατά την ώρα του Βαπτίσματος, το ότι ο άνθρωπος δια του Βαπτίσματος έγινε κοινωνός της Χάριτος, που απέρρευσε από το όλο έργο του Κυρίου, από τον θάνατό του και την ανάστασή του, όλο αυτό θα είναι εις βάρος του. Και αυτό δεν το λέμε σαν μια δική μας γνώμη, αλλά το λένε οι Πατέρες ότι είναι εις βάρος του. Το Βάπτισμα είναι ένα καλό, πολύ καλό, είναι ό,τι καλύτερο για σένα, αλλά αν δεν το αξιοποιήσεις το καλό, αν δεν το σεβαστείς, αν δεν το τιμήσεις, αν με ευγνωμοσύνη και με ευχαριστία προς τον Θεό δεν προσπαθήσεις να ζήσεις σύμφωνα με το καλό αυτό, θα είναι μετά εις βάρος σου. Αλλά πάντως είναι ανεξίτηλο το Βάπτισμα.
Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο σταθερό που υπάρχει, πέρα από το ότι ο Κύριος είναι πάντοτε ο αναμάρτητος Κύριος, και αφού είναι άνθρωπος και η ανθρωπότητά του είμαστε εμείς, επομένως, αφού είμαστε βαπτισμένοι, αφού είμαστε χριστιανοί, και να αμαρτήσουμε, αν μετανοήσουμε, μας δέχεται ο Κύριος, και περνάει η αγία ζωή του μέσα μας.
Στο σημείο αυτό να πω για όποιον τυχόν, καθώς ακούει αυτά, ξεθαρρέψει και πει: «Α, έτσι είναι; Μπορούμε να αμαρτάνουμε», ότι δεν υπάρχει χειρότερο από αυτό. Ο Θεός σε δέχεται, όσες φορές αμαρτήσεις και μετανοήσεις, αλλά σε αποπέμπει, αν τυχόν πονηρά-πονηρά σκεφθείς: «Α, έτσι είναι; Ας αμαρτάνουμε». Αν ποτέ σε δεχθεί εσένα που έκανες μέχρι τώρα τέτοια, θα σε δεχθεί αν μετανοήσεις και για το ότι σκεπτόσουν έτσι. Και μετάνοια δεν σημαίνει απλώς να το σκεφθείς, να κάνεις ανάλογους συλλογισμούς, αλλά μέσα σου να νιώσεις: «Πω πω, Θεέ μου, τι έκανα! Συγχώρησέ με τον παμπόνηρο». Και ο Θεός βέβαια δέχεται και συγχωρεί και σώζει.
Έχουμε λοιπόν το δεύτερο σταθερό, ότι μέσα μας, άπαξ και βαπτισθήκαμε, είναι συνεχώς αυτή η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, η βαπτισματική Χάρις. Και επίσης είναι στη διάθεσή μας η όλη Χάρις που έρχεται δια των μυστηρίων της Εκκλησίας και γενικώς δια του μυστηρίου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι μυστήριο, και η όλη λατρεία της Εκκλησίας είναι μυστήριο. Έχουμε λοιπόν συνεχώς μέσα μας αυτή τη Χάρι, και δεν φεύγει, ό,τι και να κάνουμε, ενόσω είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο. Τι θα κάνει ο Θεός, όταν φύγουμε από εδώ… Πάντως ενόσω είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο, η βαπτισματική Χάρις υπάρχει μέσα μας.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 281 (αποσπάσματα).