Γιατί υπάρχουν θαυματουργές εικόνες και μη θαυματουργές
Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, θεολόγου
Ακούμε συχνά και βλέπουμε, είναι αλήθεια, θαυματουργές εικόνες γύρω μας. Μυροβλυσία, δακρυρροή, έντονη ευωδία, αλλοιώσεις επί του προσώπου του εικονιζόμενου προσώπου και άλλα πολλά θαυμαστά, αναμφισβήτητα. Πέρα βέβαια, από κάποιες υπερβολές και κακόβουλες εμπορευματοποιήσεις του θρησκευτικού συναισθήματος από ανίερους, σχεδόν η πλειονότητα των θαυμαστών αυτών θαυματουργιών είναι αληθινές και ολοζώντανες.
Ερωτούν, όμως πολύ: Η Παναγία είναι μία, έτσι δεν είναι; Γιατί σε άλλες εικόνες θαυματουργεί η Χάρη Της και σε άλλες όχι; Πώς γίνεται και επιτρέπει ο Θεός άλλοτε να γίνονται μεθεκτές οι άκτιστες Αυτού Ενέργειες και άλλοτε να υπάρχουν εικόνες που δεν θαυματουργούν; Αυτές οι εικόνες, δηλαδή, που δεν είναι «θαυματουργές», δεν έχουν χάρη Θεού και ευλογία;
Η απάντηση είναι απλή: δεν έχουμε γνώση περί αυτού. Δεν έχουμε γνώση γιατί ο Θεός, η Κυρία Θεοτόκος, άλλοτε επιτρέπουν να υπάρχουν θαυματουργικές εικόνες και άλλοτε όχι. Σε όλες τις εικόνες που απεικονίζονται ιερά πρόσωπα και θείες εικόνες – σκηνές από την ζωή της Εκκλησίας, πρέπει και αρμόζει τιμητική προσκύνηση, καθώς η προσκύνηση και η τιμή επί του απεικονιζομένου προσώπου αναβαίνει επί το πρωτότυπο. Πλην, όμως, υπάρχουν στιγμές μέσα στο διάβα του χρόνου, που ο Θεός, η Κυρία Θεοτόκος, οι Άγιοι, επιτρέπουν κάποιες εικόνες να θαυματουργούν. Απώτερος στόχος είναι η εγρήγορση και νήψη των πιστών, η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και η έμπρακτη έκφραση της μετανοίας.
Ταυτόχρονα, γιατί μια συγκεκριμένη εικόνα και όχι όλες, με ποιο τρόπο θα φανεί η θαυματουργία, για πόσο χρονικό διάστημα και υπό ποιες συνθήκες θα γνωστοποιηθεί στους πιστούς, όλα αυτά είναι σε εμάς άγνωστα, καθώς ανήκουν στα ανεξιχνίαστα και άρρητα μυστήρια του Παναγίου Θεού.
Στους πιστούς μένει η τιμητική, και ασφαλώς χωρίς εξάρσεις και άκριτες υπερβολές, προσκύνηση και τιμή των ιερών εικόνων (στην προσκυνηματική-θεολογική βάση που αναφέραμε ανωτέρω) και η υιοθέτηση αυτής της πνευματικής ανανήψεως, ώστε αυτή να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας ορθόπρακτης μετανοίας και πνευματικής επανόδου στην «προτέραν ευγένειαν», όπως θα έλεγε και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς