Γιόγκα και προσευχή
Του Αρχιμ. Νεκτάριου Πόκκια, Ηγούμενου Ι. Μονής Θάρρι Ρόδου
Ένα προσωπικό μήνυμα στο διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα στο facebook από μία νέα κοπέλα η οποία πηγαίνει στο γυμναστήριο και εκεί τις υποδεικνύουν να κάνει γιόγκα για να χαλαρώσει, είναι η αιτία του σημερινού άρθρου. Με ρώτησε αν κάνει καλά, μια και βλέπει βελτιωτικά αποτελέσματα στη διάθεσή της, ποια είναι η άποψη της Εκκλησίας για την γιόγκα και εάν συμβιβάζεται η χριστιανική της ιδιότητα μ΄ αυτήν.
Είμαι θιασώτης της άποψης ότι δεν πρέπει να απορρίπτουμε άκριτα και χωρίς τεκμηρίωση καθετί που η νέα γενιά προβάλλει ως τρόπο χαλάρωσης και άσκησης. Η Εκκλησία με τα πειστικά της επιχειρήματα δίδει «λόγον παντί τω αιτούντι» σε όποιον δηλαδή τον έχει ανάγκη και τον ζητά. Και βέβαια, μπορεί να θωρακίσει τα πιστά της τέκνα και να τα αποτρέψει από πρακτικές που είναι ξένες με την διαχρονική πορεία της και με το αιώνιο πνεύμα του Ευαγγελίου, πάντα με αγάπη με διάκριση και χωρίς φανατισμό.
Εάν το θέμα το δούμε επιδερμικά, ίσως να πούμε ότι δεν κάνει κακό η γιόγκα, όταν μάλιστα βοηθά στην χαλάρωση. Εάν όμως συνδυάζεται και επενδύεται με το θρησκευτικό στοιχείο, τότε χρειάζεται προσοχή. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Η λέξη γιόγκα σημαίνει ζεύξη, δηλαδή ένωση. Με τον όρο αυτό ονομάζονται οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στις ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα στον Ινδουϊσμό, με κύριο σκοπό την ένωση του ανθρώπου με το θείο. Κατά καιρούς, μερικοί άνθρωποι προσπάθησαν να απομονώσουν ορισμένους κανόνες της τεχνικής της γιόγκα και να τις χρησιμοποιήσουν μέσα σ΄ ένα χριστιανικό πλαίσιο. Οι διαφορές όμως είναι ριζικές.
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κ. Αναστάσιο, α) η ινδουϊστική τεχνική ακολουθεί σύνθετους δρόμους και κανόνες, ενώ στην ησυχαστική παράδοση η προσευχή του Ιησού διατηρεί ένα σαφή χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Πρόκειται, δηλαδή, για δώρο του Θεού και όχι για κατάληξη ή επίτευγμα μιας ψυχολογικής τεχνικής και σωματικής γυμναστικής, β) το μυστικό βίωμα στην Εκκλησία μας δεν απομονώνει τον άνθρωπο από την εκκλησιαστική κοινότητα, γ) στον ορθόδοξο μυστικισμό δεν επιδιώκεται η φυγή, όπως γίνεται σε διάφορες τάσεις ινδουϊστικής κατευθύνσεως, δ) ο χριστιανός μοναχός κάνει τον αγώνα του μέσα στο φως της ελπίδας και του ελέους του Θεού, παραδιδόμενος στην χάρη και στην αγάπη του Θεού, ενώ ο γιόγκι κάνει ένα αγώνα στον οποίο, αρχικά, τον σπρώχνει ένας γκουρού, αλλά στη συνέχεια προχωρεί μόνος του σε μια φοβερή μοναξιά, προσπαθώντας να νεκρώσει κάθε κύτταρο του προσώπου του, διαλυόμενος μέσα στη σιωπή του απρόσωπου απολύτου, γι΄αυτό και ο διαλογιζόμενος δεν μπορεί να πει «ελέησόν με» δύο λέξεις που είναι το κλειδί της νοεράς προσευχής και ε) η άσκηση στην ορθόδοξη παράδοση δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι μία τεχνική, αλλά ένα σύνολο από πρακτικές που γίνονται εκούσια με την συνενέργεια του ανθρώπου και της χάριτος του Θεού.
Μέσα από αυτές τις απλές επισημάνσεις, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος οριοθετεί τις διαφορές και αίρει την άποψη αυτών που ταυτίζουν την χριστιανική προσευχή με τη γιόγκα και ισχυρίζονται ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο.
Επειδή η εποχή μας είναι εποχή πνευματικής συγχύσεως, έρχεται ο αψευδής λόγος του Χριστού μας να μας πει: «Εγώ Ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Συνεπώς, δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι προς την σωτηρία αλλά ένας και μοναδικός που είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του.
Θα ήθελα να τελειώσω με την μαρτυρία της Χριστίνας Μανγκάλα, μίας δασκάλας που μεγάλωσε στην Ινδία και ανατράφηκε σαν πιστή Ινδουΐστρια, η οποία τώρα είναι ορθόδοξη χριστιανή. Σε μία συνέντευξη της, λοιπόν, στον δημοσιογράφο Κέβιν Άλεν είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Είχα αυτό το ανησυχητικό αίσθημα ότι επικεντρωνόμουν στον εαυτό μου υπερβολικά κατά την διάρκεια της προσευχής. Αντί να ξεχνάω τον εαυτό μου, επικεντρωνόμουν όλο ένα και περισσότερο σε αυτόν. Κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Ήθελα να επικεντρωθώ στον Θεό και όχι στο πώς εκτελούσα τις ασκήσεις. Οτιδήποτε πιο περίπλοκο, γίνεται κατ’ αρχάς απαιτητικό από φυσικής άποψης. Για παράδειγμα, κάποιος που πάσχει από υπέρταση δεν θα πρέπει να δοκιμάσει την στάση «σιρσασάνα» (ανεστραμμένη κατακόρυφη στάση με το κεφάλι στο πάτωμα και τα πόδια ψηλά). Μπορεί να είναι επιβλαβής για την υγεία. Επίσης, αν κάποιος υποφέρει από θυρεοειδή, πρέπει να είναι προσεκτικός σχετικά με το ποιες στάσεις μπορεί να κάνει και ποιες όχι. Χρειάζονται λοιπόν, γνώσεις που οι περισσότεροι άνθρωποι που πάνε σε αυτές τις τάξεις δεν έχουν. Ήδη, αυτό είναι πρόβλημα. Έπειτα, σε σχέση με τις πρακτικές διαλογισμού, τους ύμνους, τις «μάντρα» και τα λοιπά, σίγουρα πρέπει να αποφεύγονται διότι σε βάζουν σε ψυχικές καταστάσεις οι οποίες μπορεί να αποβούν πολύ επικίνδυνες. Θα συνιστούσα, λοιπόν, μια ελάχιστη πρακτική. Ελάχιστη με την έννοια του ότι κάποιος θα μπορούσε να μην το θεωρεί καν γιόγκα. Θα ήθελα να προσθέσω ένα πράγμα. Γνώριζα μια γυναίκα 42 ετών, πολύ καλή φίλη της μητέρας μου, η οποία ξεκίνησε Χάθα Γιόγκα, ασκούνταν τακτικά, ίσως έγινε και εξαρτημένη. Δεν γνώριζε ότι είχε υπέρταση. Έκανε λοιπόν αυτές τις κατακόρυφες στάσεις συχνά και κατά την διάρκεια μιας από αυτές έπαθε εγκεφαλικό ανεύρισμα και πέθανε ακαριαία».
Η παραπάνω μαρτυρία της Χριστίνας Μανγκάλα ας μας καταστήσει όλους πιο προσεκτικούς για να μην παραβιάζουμε το δώρο του Θεού που είναι η ελευθερία του κάθε ανθρώπου, με τεχνικές που είναι επικίνδυνες ακόμη και για την υγεία μας και οι οποίες καμουφλαρισμένα θέλουν την υποδούλωση και την εξαχρείωσή μας.