Γλώσσα και Παράδοση στην Εκπαιδευτική Πράξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Από τη μια η γλώσσα, και από την άλλη η επικέντρωση στις τοπικές παραδόσεις και τις επιμέρους πολιτισμικές φυσιογνωμίες των ελληνικών τόπων, συνέδεσαν στέρεα το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού, με την στροφή στην καταγραφή και μελέτη της ελληνικής τοπικής παράδοσης, στις ποικίλες εκδηλώσεις της. Και ήταν κατά κύριο λόγο αυτά τα χαρακτηριστικά, μαζί με την ουσιαστική ενσωμάτωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης του Γένους, που οδήγησαν στην διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του Διαφωτισμού στον τόπο μας. Μια φυσιογνωμία στην οποία έχουμε ήδη εκτενώς αναφερθεί, και η οποία εν πολλοίς διαμορφώθηκε στον θεσσαλικό χώρο και από Θεσσαλούς διαφωτιστές, ξεκινώντας από τον Ρήγα και φτάνοντας στους πλέον ελάσσονες δασκάλους της εποχής.
Την τοπική αυτή συνείδηση και αυτοσυνειδησία καλλιέργησε παραλλήλως και η Εκκλησία, με παράλληλες δράσεις: με τα πανηγύρια των ενοριών, τα μοναστήρια με την μοναστηριακή ζωή και λατρευτική πρακτική, τις τοπικές παραλλαγές των λατρευτικών τελετουργιών που δέχεται και ενσωματώνει, ακόμη και με τη συνείδηση της ενορίας που καλλιεργεί στους πιστούς. Με τον τρόπο αυτό, δια των εκδηλώσεων της θρησκευτικής λαογραφίας, ενισχύεται η στενή σχέση του ανθρώπου με τον τόπο καταγωγής του, εντός των πλαισίων του «κοινοτισμού», μέσα στον οποίο εκδηλώθηκαν και αναπτύχθηκαν όχι μόνο αυτές οι τάσεις, αλλά και ολόκληρος ο ελληνορθόδοξος ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός. Και εδώ βρίσκεται το σημείο επαφής μεταξύ νεοελληνικού Διαφωτισμού και Ορθόδοξης Εκκλησίας, που δεν έχει ακόμη μελετηθεί όσο του αξίζει, καθώς συχνά η βιβλιογραφία εμμένει στις λίγες αντιθέσεις και παραγνωρίζει ή αγνοεί τις πολλές συνέργειες και συμπλεύσεις.
Από τα παραπάνω φαίνεται νομίζω καθαρά το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η εκπαιδευτική δράση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και προετοιμάστηκε το Γένος για τον «Μεγάλο Σηκωμό» του 1821. Φαίνεται δηλαδή το κλίμα δηλαδή που γέννησε τις Σχολές της Ζαγοράς και των Μηλεών, που ενέπνευσε τους δασκάλους τους και κατάρτισε τους μαθητές τους, αλλά εντός του οποίου εντάσσονται τα βιβλία, οι χάρτες, τα έγγραφα και τα κειμήλια, με δυο λόγια τα υλικά τεκμήρια της εποχής, τα οποία στολίζουν με την παραδοσιακή αισθητική τους τις σελίδες του μετά χείρας ημερολογίου. Ένα κλίμα εναρμονισμένο πάντοτε στην παράδοση, τα αιτήματα και τις προσδοκίες του Γένους, σε συνεργασία με την Ορθόδοξη Εκκλησία – οι λίγες εξαιρέσεις που μπορεί από μερίδα της βιβλιογραφίας ανισομερώς να υπερτονίζονται αποτελούν απλώς τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα – που εκφράζει την βούληση για διεκδίκηση της ελευθερίας και αποτελεί την βάση της Επανάστασης του 1821.
Συνεπώς, στα όσα ήδη έχουν γραφτεί, θα πρέπει να προσθέσουμε και την εγγραφή στα πεπραγμένα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού της στροφής προς την επισήμανση των «παραδοσιακών» – δηλαδή ομαδικών φαινομένων μιας προβιομηχανικής κοινωνίας – ενεργειών και εκδηλώσεων του ελληνικού λαού. Και είναι γι’ αυτό που ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός συνδέεται όχι μόνο με την πνευματική αφύπνιση, αλλά και με την αναγνώριση και παγίωση της πολιτισμικής ταυτότητας του Γένους.
Η στροφή αυτή δεν αποτελεί απλή ιδιομορφία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και των λειτουργών του. Συνιστά ουσιώδες πρόταγμά του, αφού όπως είδαμε έχει στόχο την προετοιμασία της απελευθέρωσης του Γένους δια του φωτισμού, τον οποίο ταυτίζει με την μετακένωση των κατακτήσεων της επιστήμης της Δύσης στους υπόδουλους Έλληνες. Και βέβαια, προϋπόθεση είναι η γνώση της πατρίδας, όχι μόνο στη διαχρονική, αλλά και στη συγχρονική της διάσταση και προοπτική, και μαζί του λαού της, των συνηθειών και των εκδηλώσεών του, ώστε να καλλιεργηθεί η αυτογνωσία και η αλληλογνωριμία, που θα οδηγούσε στην ενιαία επίσης διεκδίκηση της απελευθέρωσης.
Υπό την έννοια αυτή, η μελέτη της γεωγραφίας, της ιστορίας και των μνημείων συνδέεται άμεσα στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό με την ενασχόληση με τα ήθη και τους τρόπους ζωής, ώστε να επιτευχθεί αυτή ακριβώς γνώση. Συνεπώς είναι οι εθνικοαπελευθερωτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούνται μέσω του διαφωτιστικού έργου, ακόμη και μέσω της καλλιέργειας των θετικών επιστημών, και αυτό είναι έκδηλο στο έργο των αυτουργών της διαφωτιστικής κίνησης στον υπό οθωμανική κυριαρχία Ελληνισμό. Με άλλα λόγια προς την ίδια κατεύθυνση στόχευαν κατά κανόνα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τόσο οι υπέρμαχοι, όσο και οι πολέμιοι της διαφωτιστικής κίνησης – και οι υπάρχουσες εξαιρέσεις και πάλι απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα – μόνο που είχαν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους για να προωθήσουν και να υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Κι αυτό δεν πρέπει να λησμονείται στην μελέτη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσον αφορά όχι μόνο τους μείζονες, αλλά και, προπάντων, τους πολλούς ελάσσονες εκπροσώπους του.
Έτσι, η μελέτη του Διαφωτισμού δεν ενδιαφέρει μόνο την ιστορία, την φιλοσοφία, την ιστορία της επιστήμης και των ιδεών, αλλά και την Λαογραφία, υπό την έννοια ότι σχετίζεται τόσο με την παγίωση πολλών από τις αντιλήψεις του λαού στα τέλη της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας, όσο και με την αναγνώριση των επιμέρους του λαϊκού πολιτισμού της εποχής. Δηλαδή, εν τέλει, με την ίδια την παράδοση και την πολιτιστική ιδιοπροσωπία του λαού, η οποία αποτελεί τον εσώτατο πυρήνα της ταυτότητάς μας.