Γνωριμία με τους Αγίους στις απλωταριές του Άθωνα
Του Δημητρίου Λυκούδη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Δεν είχα ακούσει για τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς. Πρώτη φορά έμαθα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, από τον προηγούμενο και μακαριστό πλέον Αρχιμ. και Ηγούμενο της Μονής Δοχειαρίου, π. Γρηγόριο.
Άγιος άνθρωπος ο π. Γρηγόριος. Σου μιλούσε για τους αγίους και η όψη του προσώπου του έπαιρνε μια αλλιώτικη έκφραση, φωτιζόταν, αλλοιωνόταν…Ποιος ξέρει! Πού να καταλάβουμε εμείς από τέτοια πνευματικά γυμνάσματα και θείες δωρεές που εβίωναν οι Πατέρες, οι οποίοι ανέφεραν συναξάρια αγίων και έκλαιγαν, σταματούσαν με λυγμούς, πάλι ξεκινούσαν, πάλι έκλαιγαν. Ας τα θυμόμαστε εμείς οι μικροί και νεότεροι αυτά, ας τα θυμόμαστε και ας παραδειγματιζόμαστε από την οσιακή ζωή των Πατέρων και Γεροντάδων μας.
Απ᾿ όσα θυμάμαι και απ᾿ όσα το ημερολόγιό μου συμμαρτυρεί από τότε, βλέπετε πάντοτε είχα χαρτί και μολύβι επάνω μου, όπου και αν επήγαινα, παραθέτω κατωτέρω όσα, σε γενικές γραμμές, μέσα σε κλάματα και λυγμούς, τότε, μάς είπε ο μακαριστός Γέροντας Γρηγόριος για τον ταπεινό και θαυματουργό άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς…
«Στις 21 Νοεμβρίου 1934, ως Επίσκοπος Σαγκάης, φθάνει στην περιφέρειά του και αντικρίζει έναν μισογκρεμισμένο ναό και ένα ποίμνιο διχασμένο. Εκεί οργάνωσε ορφανοτροφείο, μέσα στο οποίο αγκάλιασε φτωχά, πεινασμένα και άστεγα παιδιά.
Πόση αγάπη είχε για τα παιδιά! Τα κοιτούσε, τα αγκάλιαζε και φωτιζόταν ολόκληρος! Μόνο στα παιδιά επέτρεπε να ομιλούν εντός του ναού και κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών, σε κανέναν άλλον.
Και το πλέον θαυμαστό: εξεκίνησε το ορφανοτροφείο με οκτώ παιδιά και έφθασε σχεδόν τις 3.500! Αυτά τα παιδιά, στις 2/7/1966, την ημέρα που εκοιμήθη ο άγιος, έφηβοι και ενήλικοι τότε οι περισσότεροι, σπρώχνονταν και «εμάλωναν» μεταξύ τους ποιος θα πρωτοκρατήσει το φέρετρο του πατέρα τους, διότι έτσι τον εθεωρούσαν και ένιωθαν: ως φιλόστοργο και φιλάνθρωπο πατέρα!
Το δωμάτιό του ήταν λιτότατο. Αρκούσαν δυο καρέκλες, ένα μικρό ξύλινο γραφείο, και μια μεγάλη σακούλα με ξερά πρόσφορα. Βλέπετε, τού άρεσε πολύ να τρώει ψωμί μετά τη Θεία Λειτουργία, την οποία ετελούσε καθημερινά. Εκοιμόταν ελάχιστα, καθιστός ή με το μέτωπο κατά γης, στάση που τον χαρακτήριζε προσευχόμενο δια βίου.
Και μόνο αυτό, όμως, και αν διαβάσει κανείς, είναι ικανό να συγκινηθεί, να λιώσει η ψυχρότητα της καρδιάς του και πολύ ν᾿ αγαπήσει τον οσιότατο Ιωάννη Μαξίμοβιτς: μονίμως εξαντλημένος, δεν αποστρεφόταν ποτέ όσους τον καλούσαν στο τηλέφωνο για ποιμαντικά και πνευματικά ζητήματα.
Ήταν δε τόσο κουρασμένος που, πολλές φορές, το ακουστικό του τηλεφώνου έπεφτε από τα χέρια του και εκοιμόταν για μερικά λεπτά…! Ο συνομιλητής του, χωρίς να αντιληφθεί το παραμικρό, εσυνέχιζε να ομιλεί! Και, ω του θαύματος: Όταν, προς στιγμήν, εξυπνούσε ο ταπεινός επίσκοπος, έδιδε «έτοιμες» απαντήσεις και κατευθύνσεις στον συνομιλητή του. Λες και ο δεσπότης δεν εκοιμήθη καθόλου, λες και παρακολουθούσε και άκουγε τα πάντα».
Να παρακολουθήσεις όσα έλεγε τότε ο Γέρων Γρηγόριος, αδύνατο. Η ταπείνωση και κατάνυξή του, χωρίς δισταγμό, σε συνέπαιρνε, έκλαιγες και εσύ, μαθαίνοντας για τον ταπεινό Όσιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, τον μόνιμα καταφρονεμένο και αδικημένο από τους ανθρώπους!
Αλλά και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κοντά 30 χρόνια, σαν να ακούω και σήμερα, σαν να βλέπω τον ταπεινό και μακαριστό Γέροντα Γρηγόριο… Με το πεπαλαιωμένο ρασάκι του, εκεί στην απλωταριά της μονής Δοχειαρίου, αργόσυρτα, ταπεινά, ισχνά αλλά και με δύναμη πολλές φορές, να κλαίγει, να ομιλεί, να μάς παρουσιάζει όσα σχετικά με τον ταπεινό και καταφρονεμένο Όσιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς.
«Στις 21 Νοεμβρίου 1934, ως Επίσκοπος Σαγκάης, φθάνει στην περιφέρειά του και αντικρίζει έναν μισογκρεμισμένο ναό και ένα ποίμνιο διχασμένο. Εκεί οργάνωσε ορφανοτροφείο, μέσα στο οποίο αγκάλιασε φτωχά, πεινασμένα και άστεγα παιδιά…».