Γουμενίσσης Δημήτριος: «Για τους ανθρώπους μας που έδυσαν, μα δεν έσβησαν»
Ἀναφερόμενος βεβαίως στήν ἀλύγιστη πιστότητα τῶν Μαρτύρων στό Χριστό εἴτε στίς ἐθελούσιες τῶν ἄλλων πιστῶν ἀποστερήσεις τῆς παθιασμένης ζωῆς, ἕνας μεγάλος παιδαγωγός Ἅγιος κάπως ἔτσι ξεχωρίζει καί ὁροθετεῖ τά ἀνυπέρθετα βάσανα τῆς ἱστορίας, τά ὁριακά προσθανάτια ἀδιέξοδα καί τήν κληροδοτούμενη ἀπόγνωση τοῦ πόνου.
«Ἐάν δέν εἴχαμε τήν προσδοκία τῆς Ἀναστάσεως, οἱ χριστιανοί θά ἤμαστε οἱ πιό ἀξιολύπητοι τῆς ἱστορίας».
Ἀναφερόμενος βεβαίως στήν ἀλύγιστη πιστότητα τῶν Μαρτύρων στό Χριστό εἴτε στίς ἐθελούσιες τῶν ἄλλων πιστῶν ἀποστερήσεις τῆς παθιασμένης ζωῆς, ἕνας μεγάλος παιδαγωγός Ἅγιος κάπως ἔτσι ξεχωρίζει καί ὁροθετεῖ τά ἀνυπέρθετα βάσανα τῆς ἱστορίας, τά ὁριακά προσθανάτια ἀδιέξοδα καί τήν κληροδοτούμενη ἀπόγνωση τοῦ πόνου.
Τό σκεφτόμουν, πρίν λίγο καιρό, μέ ἀφορμή τόν ἐπίσημο ἀπολογισμό τῆς UNESCO γιά τήν φρικτή ταλαιπωρία πολλῶν ἑκατομμυρίων συγχριστιανῶν ἀνά τόν κόσμο.
Τό ξανασκεφτόμουν μέ ἀφορμή τήν ταλαιπωρία τῶν θυμάτων τόσων πολέμων καί τοῦ πρόσφατου καταστροφικοῦ σεισμοῦ (μέ τίς εὐθύνες τόσων κατασκευαστικῶν νομιμοποιήσεων, πού ἔθαψαν ἀναρίθμητους συνανθρώπους μας καί “γέννησαν” πολλαπλάσιους ἀπεγνωσμένους).
Δέν πρόλαβα νά ἠρεμήσω, καί τώρα τό σκέφτομαι ἀκόμη πιό πολύ, μένοντας ἐμβρόντητος ἐμπρός στή νέα “μεθόρια” τραγωδία τόσων καί τόσων νέων ἀνθρώπων μας στά Τέμπη.
***
Ἡ δική τους προσθανάτια φρίκη τῶν κυρίως θυμάτων (μέχρι τήν τελευταία τους κραυγή) καί ἡ ἀπελπισμένη τελική προσεπιβίωση τῶν διασωθέντων καί ἡ ἐπιδίκαση τῆς φρίκης στούς ἄμεσους συγγενεῖς καί τά ἐρωτηματικά χωρίς οὐσιῶδες ὄφελος… δέν μᾶς ἀφήνουν νά ἡσυχάσουμε γιά τήν τραγωδία αὐτή πού συνέτριψε καί συντρίβει καρδιές καί καρδιές αὐτές τίς μέρες, ὅλους μας καί προπαντός τούς οἰκείους καί τούς φίλους καί ὅλη τήν πατρίδα μας καί τόν ἄλλο κόσμο. Ἐπιτρέψτε μου νά σταθῶ σ᾽ αὐτό τό ἀπεγνωσμένο βάσανο.
Ἴσως μερικοί νά στάθηκαν καί νά σταθοῦν στά ἀπελπισμένα “γιατί;” Ἄλλοι θά κραυγάσουν γιά τά “πῶς;” Ἀνθρώπινο πάθος ἡ κατάδυση στήν διερωτώμενη ἀπόγνωση τοῦ μεθοριακοῦ ἀδιέξοδου πόνου. Ὅμως, αὐτό τό ἐρώτημα πολλαπλασιάζει τό ἀδιέξοδο σέ πολλαπλάσιες συνειδήσεις καί δέν περιστέλλει μέ πραγματική ἀγάπη τούς ἀγαπημένους νεκρούς μας πού κατέδυσαν καί ἔσβησε μέν τό φῶς τους, ἀλλά ὑπάρχουν καί θά συνεχίζουν νά ὑπάρχουν, προσδεόμενοι τῆς βοηθείας τῶν οἰκογενειῶν καί τοῦ καθενός μας, μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση.
Συνθρηνοῦμε “τήν ἀφ᾽ ἡμῶν πορεία σύντριμμα” τόσων νέων ἀνθρώπων, πού ―ἀπό χαρά τῶν οἰκογενειῶν τους καί τῶν φίλων καί τῆς κοινωνίας μας ὅλης― ξαφνικά μεταβλήθηκαν σέ κατεφθαρμένη “θέα ὀδύνης” καί πάλιν ὀδύνης καί ἀπεγνωσμένης ὀδύνης.
Οἱ καρδιές μας γίνονται ἕνα στόμα ἱκετικό, οἰκετικό, κλαυθμός ἐκτενῶν δεήσεων ἐμπόνου καρδιᾶς, γιά νά ἐλεηθοῦν ἐκεῖνοι καί (μέσα ἀπό τήν συνωδίνουσα ταπείνωση τοῦ πόνου ὅλων μας) νά ἀπογευθοῦν τήν εὐσπλαχνία τῆς Ἐλεούσης ἐλπίδος μας (μέσα ἀπό τίς φτωχές προσευχές καί τίς ἐλεημοσύνες ὅλων μας ὑπέρ ἐκείνων καί ὑπέρ τῶν ἄμεσα οἰκείων τους).
Μπορεῖ νά τό φανταζόμαστε, ἀλλά κατά βάθος τίποτε δέν ἐπιδοτεῖ τήν αἴσθηση τοῦ “εἶναι” σέ ὅλους μας ὅσο ἡ ἐπίγεια συμπαραμονή, ἡ ἐπίγεια ἐξέλιξη τοῦ βίου, ἡ ἐπίγεια εὐτυχισμένη δημιουργικότητα.
Γι᾽ αὐτό καί συγκινούμεθα πιό πολύ μέ τά Ἐγκώμια τοῦ Ἄχραντου Νεκροῦ, παρά μέ τό διαρκές “Χριστός Ἀνέστη”, γιατί νομίζουμε πώς δέν μᾶς δίνει ἐλπίδες παράτασης τοῦ βίου.
Αὐτό πού “κρατᾶμε” στά χέρια μας, τή συνειδητότητα τῆς βιολογικῆς μας ἐμπαρουσίας, αὐτό μόνο θεωροῦμε τελείως δικό μας, ἀσφαλῶς διακοινωνούμενο. Μετά, ὅταν τό χάσουμε, ὅλα “σβήνουν” καί εἴμαστε γιά κλάματα ἀπαραμύθητης ὀδύνης.
***
Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος οὔτε εἶναι “αὐθύπαρκτος” οὔτε ἐκμηδενίζεται μέ τό θάνατο, δέν “ἀπόλλυται” ὡς ὕπαρξη.
Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε προστρέχουμε στούς Ἁγίους, στά ἅγια λείψανά τους, στούς τάφους, στίς εἰκόνες τους. Καί δικαιώνεται ἡ ἐλπίδα μας μέ τόσα καί τόσα τεκμαρτά τεκμήρια.
“Ὅσοι πιστοί” τό γνωρίζουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἐκμηδένιση, ἀλλά μεταβίβαση στήν ἀληθινή ὄψη τῆς αἰωνίου ὑπαρκτικῆς καταστάσεως γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Ἤ, ὅπως θά ἔλεγε μέ τήν ἁγιασμένη παραβολική του παραμυθία ὁ ἅγιος Παΐσιος, «γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει θάνατος, τό κλειδί τῆς αἰωνιότητας βρίσκεται κάτω ἀπό τήν πόρτα τοῦ τάφου μας».
Θάνατο γεύθηκε ὑπέρ ἁπάντων ἡ Ἄκρα Ταπείνωσις τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, καί μᾶς ἐνσωμάτωσε στήν Ἀναστάσιμη ζωή Του.
Θάνατο γεύθηκε ἡ Μητέρα τῆς ἀειζωΐας μας (ὅπως καί μετάσταση εἰς οὐρανούς).
Θάνατο γεύθηκαν ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας, ἄλλοι εἰρηνικό μέ ταλαιπωρημένο ὅμως βίο, ἄλλοι ἀφόρητα βίαιο καί μαρτυρικό, ἀκόμη καί γέροντες καί κοπέλες καί παιδιά καί νήπια (χωρίς νά ὑπάρχει μέχρι σήμερα ἀναγνώριση ἐκείνης τῆς διαρκοῦς γενοκτονίας γιά τήν πίστη τήν ἀληθινή, πού συνεχίζεται μέχρι τίς μέρες μας καί δέν θά παύσει μέχρι συντελείας). Ἡ πιστή ζωή καί ὁ ὁμολογιακός θάνατος γιά τό Χριστό προγεύεται καί προσδοκᾶ συνάμα τή μονιμότητα τῆς ἐγχριστωμένης ἀθανάτου ζωῆς.
***
Πάντως, ἡ φρίκη τῆς καταστροφῆς, τῆς φθορᾶς, τῆς κακίας (διαβαθμισμένη σέ μυριάδες ἐκδοχές) γιά τοῦτο εἶναι φρικτή, καθώς στίς ζωές τόσων ἀνθρώπων θέλει νά φυτέψει μόνο τή θανατίλα της.
Καί ἔτσι σέ τόσες “κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ” ὑπάρξεις μάχεται τό θεόκτιστο δῶρο τῆς ζωῆς, τό θεόκτιστο δῶρο τῆς ἐλευθερίας, τό θεόκτιστο δῶρο τῆς δημιουργικότητος καί τῆς ἀνθρωπινότητος, τό θεόκτιστο δῶρο τῆς χαρᾶς τοῦ βίου. Ἡ δαιμονιώδης κακία εἶναι πού βρίσκει περιθώρια καί ἀντιμάχεται τήν εὐλογία τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης.
Ἀκόμη καί ὁ δικός μας παγκόσμιος διανθρώπινος πολιτισμός διαθέει μέχρι σήμερα παράλληλες διαδρομές πολυειδοῦς κακίας, π.χ. μανιώδους οἰκολογικῆς καταστροφῆς, καταφρονήσεως τῶν φτωχῶν λαῶν, καταιγιστικῶν πολεμικῶν “διαρρήξεων”, φιμώσεως τῶν δικαιωμάτων τόσων ἐμβρυϊκῶν ἀνθρώπων (τῶν δικαιούχων τῆς ἴδιας κληρονομιᾶς μέ τούς ἐπιζῶντες καί φθορεῖς)… Καί πόσα ἄλλα! Τά ἱστορικά ἐρείπια παρ᾽ ἡμῶν καί δι᾽ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων (ἄς θελήσουμε κάποτε νά τά καταμετρήσουμε στατιστικά), ἴσως θά τά ἀνευρίσκαμε περισσότερα ἀπό τίς καταστροφές τῶν ὑπογείων καί ὑπεργείων φαινομένων, ἀκόμη καί τῶν ἱστορικῶν πανδημιῶν καί τῶν ἀπρόβλεπτων μαζικῶν θανάτων.
Ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, πού σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους ἐναπόκειται μόνον ἡ διαχείριση τῆς ὕπαρξης, ὄχι ἡ ἐκμηδένισή της. Καί νά θέλουμε νά “ἐκμηδενίσουμε” ἤ νά “ἐκμηδενιστοῦμε”, μέ ὅποια πολιτισμική φόρμα καί ἐκδοχή, εὐτυχῶς πού δέν τό δυνάμεθα!
Δέν σβήνει ὁ ἄνθρωπος. Ὑπάρχουμε μέ ὑπαρκτική ἀναγωγή στόν “δι᾽ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους” καί σαρκωθέντα καί παθόντα καί ταφέντα καί ἀναστάντα Σωτήρα καί Κύριό μας.
Μέ αὐτήν τήν ὁμολογημένη βεβαιότητά μας, κάποτε καί μέ τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, ὁ κάθε ἀφόρητος ἀκραῖος πόνος μας δέν στέκεται ἀπεγνωσμένος, χωρίς διέξοδο. Διότι ἔρχεται καί τόν γλυκαίνει ἡ βεβαιότητα τῆς ὕπαρξης τῶν προσφιλῶν μας τωρινῶν θυμάτων, ὅλων τῶν προσφιλῶν μας, ὅπως μᾶς τό παραδίδει ὁ φιλανθρωπότατος Κύριος μέ τά θαυμάσια τῶν Ἁγίων Του, μέ τά θαυμάσια τῆς Παναγίας Μητέρας τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, μέ τίς ἐκπλήξεις τῆς ὁλοφάνερης πρόνοιάς Του σέ μερικούς ἀντί πάντων, ὥσπου νά μετρηθοῦμε ὅλοι μας κατάπληκτοι “μέ τήν ὄψη τῆς ἀλήθειας” στήν κοινήν ἀνάσταση.
Παλεύουμε πολιτισμικά, γιά νά φτιάξουμε (ἤ ἄν θέλετε καί γιά νά ὑπομείνουμε) μορφές καί μορφώματα πολιτισμῶν.
Ὅμως, Ἐκεῖνος εἶναι τό Α καί τό Ω, “τό φῶς τοῦ κόσμου… καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβε”, “ἐν Αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων· καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν”, ὅπως εὐαγγελίζεται σέ κάθε περίοδο πολιτισμικῆς ὑπορροῆς εἴτε παρακμῆς ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
***
Στήν εὐσπλαχνία τῆς ἀληθινά μόνιμης θεανθρωπίνης φιλανθρωπίας Του παραδίδουμε πλέον τήν ἔγνοια τῶν ἀνθρώπων μας πού ἀπεδήμησαν πέραν τοῦ βίου μέ τόσο φρικτό μαζικό τρόπο.
Πού δέν ἔσβησαν, παρά μόνο ἔδυσαν ἐκεῖ, στά Τέμπη.
Ἀπό τόν δικό τους ἀδόκητο θάνατο ταπεινωμένοι ὅλοι ἐμεῖς “οἱ περιλειπόμενοι” ἀφιλοσόφητοι ἀλαζόνες τῆς ὑπαρκτικῆς ἀμεριμνίας, ἐπιτέλους σύμψυχοι ἱκετεύουμε ὅλοι μαζί τήν Ἄκρα Ταπείνωση νά τούς προσδεχθεῖ στό ἔλεός Του καί στή χαρά καί στό ἄδυτο φῶς τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀειζωΐας.
Προσευχόμαστε διαρκῶς, νά ἀναπαύονται καί νά ἐλεηθοῦν νά χαροῦν ἐπιτέλους τήν ἀληθινή ὄψη τῆς ἀφθάρτου ζωῆς Του, γενόμενοι μέ τόν θάνατό τους δάσκαλοι μέτρου στήν ἀμετρία ὅλων τῶν ἄλλων παιδιῶν μας, δάσκαλοι ἤθους στήν ἀμηχανία πού βρῆκε ἐμᾶς τούς μεγαλύτερους ὅπως καί τούς τρανούς γιά τή διαχείριση ἑνός πολιτισμοῦ μᾶλλον φθορᾶς.
Ὅσο γιά τά καλά μας παλικάρια πού ἄφησαν τόν ἑαυτό τους σέ δεύτερη μοίρα, γιά νά ἀνασώσουν ἀπό τά βαγόνια τοῦ θανάτου τόσους ἄλλους νέους καί νέες, τόν Ἀνδρέα καί τόν Ἄγγελο καί τό Γιῶργο καί τό Μιχαήλ, (καί πόσους ἄλλους πού δέν πρόλαβαν νά τό χαροῦν, ἀφοῦ ἔσβησαν), τούς περιβάλλουμε μέ τόν θαυμασμό μας γιά τήν ἀνθρωπιά τους, πού κι αὐτή παραπέμπει σ᾽ Ἐκεῖνον πού ἐνανθρώπησε γιά μᾶς. Καί μᾶς θυμίζει τό κριτήριο τῆς ἔσχατης κρίσης “ἐφόσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε»!
Σ᾽ αὐτά τά μέτρα εὐχόμαστε ἐπαινετικά καί προσευχόμαστε νά εὐθυποροῦν θυσιαστικά καί οἱ ἄνθρωποι τῆς ΕΜΑΚ (στρατιωτικοί, πυροσβέστες, ἐθελοντές) καί οἱ ἀστυνομικοί καί οἱ νοσοκομειακοί καί οἱ ἐθελοντές αἱμοδότες, γιατί ἔσπευσαν νά προλάβουν “τό χάρο” καί νά προσδώσουν ἐλπίδα στόν καταπληγιασμένο πόνο τῶν οἰκείων καί ὅλων μας.
“Ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε”!
Αὐτό ἀποζητεῖ καί ἱκετεύει καί ἐκτενέστερα προσικετεύει καί εὔχεται μέ ἐμπειρική βεβαιότητα ἐξ ἀρχῆς ἡ πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Αὐτό κι ἐμεῖς ἱκετεύουμε γιά τούς ἀνθρώπους μας πού ἔφυγαν ἀπό μᾶς τόσο ἀναπάντεχα καί μαζικά. Γιά τά ἐπέκεινα αὐτοῦ τοῦ ὄμορφου, μά καί ταλαίπωρου βίου, πού μᾶς ἀπομένει νά τόν διαχειριζόμαστε μέ περισσότερη σύνεση καί εὐγνωμοσύνη, σάν δωρολῆπτες πού εἴμαστε, καλεσμένοι μάλιστα κι ἀξιωμένοι νά γινόμαστε δωροδότες καρδιᾶς σ᾽ Ἐκεῖνον.
Μέ ὀδύνη ψυχῆς συνευχόμενος
†Ὁ Γουμενίσσης, Γεφύρας, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος