Dogma

Η Αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Εσθονιας

Είναι αλήθεια, ότι όταν η Εσθονία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1991, αυτό που απέμενε ακόμα ήταν να συνειδητοποιήσει η ίδια Εκκλησία, ότι πραγματοποιούσε βουτιά στο κενό.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ Μητροπολίτης Ταλλίνης

Υπό το βάρος γεγονότων τόσο συναισθηματικά φορτισμένων, θα ήταν αναμφίβολα περισσότερο συνετό να χρησιμοποιήσουμε, σε αυτή τη συγκυρία, αυτό το σοφό γαλλικό ρητό, το οποίο λέει χαρακτηριστικά:«Ο λόγος είναι άργυρος, αλλά η σιωπή είναι χρυσός».

Λόγος ή σιωπή;… Τί φοβερό δίλημμα για μία τόσο επίσημη βραδιά. Αν μη τι άλλο, η λογική δεν θα βοηθήσει και πολύ. Γιατί μόνον η καρδιά γνωρίζει, ποιο μονοπάτι πρέπει να διασχίσει, προκειμένου να προσθέσει μία τελευταία πινελιά, όσο ταπεινή κι αν είναι, στη σπουδαία τοιχογραφία αυτής της ημέρας, της 90ης επετείου, η οποία φωτίζεται από τη λάμψη της δικής Σας παρουσίας ανάμεσά μας, Παναγιώτατε.

Ενενήντα χρόνια Εκκλησιακής Αυτονομίας, κατά τη διάρκεια των οποίων εναλλάσσονταν οι χαρές με τις λύπες, τα γέλια με τα δάκρυα, οι θρίαμβοι με τις αποτυχίες. Θα τολμούσα να πω, ενενήντα χρόνια, τα οποία όχι μόνο χαρακτηρίστηκαν από φρούδες ελπίδες, συντρίφθηκαν από την εξαπάτηση, έγιναν έρμαιο της άμετρης βίας, του θανάτου και της κόλασης, αλλά σημαδεύτηκαν επίσης και πάνω απ’ όλα, από το πέρασμα του ίδιου του Θεού μέσα από μία Ιστορία, και εννοώ με αυτό το πέρασμα του Θεού από τη δική μας αληθινή Ιστορία.

Από το 1923 μέχρι το 1996, το πέρασμα αυτό είχε ως κατάληξη τον σταδιακό εκμηδενισμό όλων των συνηθισμένων εσφαλμένων βεβαιοτήτων, οι οποίες τροφοδοτούν, στον χρόνο και στον χώρο, τις πιο τραγικές στιγμές, για να επανακάμψουν και πάλι κάποια στιγμή, ενώ, το λιγώτερο, περιμέναμε, σταθερά και σε πραγματικό χρόνο, την στιγμή της Ανάστασης.

Είναι αλήθεια, ότι όταν η Εσθονία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1991, αυτό που απέμενε ακόμα ήταν να συνειδητοποιήσει η ίδια Εκκλησία, ότι πραγματοποιούσε βουτιά στο κενό.

Το ουσιαστικό, το μόνο ερώτημα ήταν αν η Αυτόνομη Εκκλησία της Εσθονίας γνώριζε τη θέση που κατείχε ακόμα στη συλλογική μνήμη του Λαού μας. Για να είμαστε ειλικρινείς, η γνώση αυτή ήταν πολύ χαμηλής στάθμης. Ίσως και μηδενικής.

Και όμως!… Υπήρχαν μερικές περιπτώσεις στις οποίες η προσευχή των μαρτύρων μας, καθώς και τα τρομερά λύτρα που τους επιβλήθηκαν – πνευματικά και σωματικά – γλύτωσαν την Εκκλησία μας από τον βέβαιο αφανισμό Της.

Η προσευχή των μαρτύρων, η οποία συνδυάστηκε με εκείνη ολόκληρης της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά καταφύγιο. Είναι κυρίως πράξη, μία πράξη αληθινή που αφήνει τον Θεό να διαπεράσει μία Ιστορία, την οποία συνταράσσει το πέπλο του θανάτου. Τελικά, η προσευχή μας απέσπασε από την αγωνία και τη μοναξιά.

Απολωλός τέκνο μέσα στους λαβύρινθους της Ιστορίας, και εφεξής παρούσα στο προσκήνιο αυτής της Ιστορίας, η Εκκλησία μας ανακάλυψε, ότι η πραγματική της ελευθερία και χάρη αναπαύονται στον Θεό και μόνο. Ιδού, αυτό για το οποίο μας διαβεβαίωσε και μας επιβεβαίωσαν οι αλλεπάλληλες μεσιτείες του δικού μας αγίου, μάρτυρα και σεβάσμιου ιεράρχη Πλάτωνα, καθώς και όλων των συντρόφων του, των δικών μας νεομαρτύρων του 20ου αιώνα.

«Η μεγάλη μέρα επιτέλους ανέτειλε. Οι δύσκολοι και σκοτεινοί καιροί των δοκιμασιών, οι οποίες μας συνέθλιβαν, μα συγχρόνως μας κρατούσαν και ενωμένους στο κοινό δημιουργικό μας έργο, υπερνικήθηκαν. Η ειρήνη και η αγάπη βοηθούν τώρα στο να αποκατασταθεί αυτό που διαλύθηκε στο παρελθόν.

Προχωρήστε εν τάξει, διατηρήστε την αδελφική ειρήνη, χωρίς ποτέ να ξεχνάτε αυτό που αυτή η σπουδαία ημέρα απαιτεί από εσάς. Αφήστε την να διασκορπιστεί επάνω στην καθαρή επιφάνεια της Εσθονίας όπου, παρ’ όλες τις δοκιμασίες, αγωνιστήκατε με τέτοια σθεναρότητα και ενθουσιασμό για την εδραίωση της Εκκλησίας σας».

Αυτοί οι προφητικοί λόγοι του Πλάτωνα, γραμμένοι στις 12 Νοεμβρίου του 1918 και απευθυνόμενοι προς όλους τους Ορθόδοξους πιστούς της Εσθονίας, θα παρέμεναν νεκρό γράμμα, χωρίς τη διακήρυξη της Αυτονομίας μας, στις 7 Ιουλίου του 1923 από τον μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο τον Δ΄ και την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο.

«Στην πραγματικότητα, κατέφυγε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως – εδώ ενθυμούμαι τις δικές σας αγνές προθέσεις Παναγιώτατε Πατέρα –, προκειμένου εκείνος να συντονίσει και να διακηρύξει την ενότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς επίσης και την παραχώρηση ορισμένων πνευματικών προνομίων ή την παροχή ενός επιτρόπου, κάθε φορά που οι άλλες κατά τόπον Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ή να θέσουν σε ισχύ τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα που διαθέτουν, λόγω διωγμών, απώλειας κατάλληλων προσώπων ή ακόμα και για άλλους λόγους» (1).

Σε ό,τι μας αφορά, αυτό έγινε σαφές, από το ένα μέρος, κατά την περίοδο που ακολούθησε την επανάσταση των Μπολσεβίκων του Οκτωβρίου του 1917, μετά από την οποία οι Ορθόδοξοι Εσθονοί δεν μπορούσαν πλέον να επικοινωνούν με την Εκκλησία της Ρωσσίας, και, από το άλλο μέρος, με την υπογραφή της Συνθήκης του Τάρτου (1920), η οποία κατέστησε την Εσθονία ένα ανεξάρτητο Κράτος, γεγονός που υπονοούσε την οργάνωση μίας κατά τόπον Εκκλησίας με τη δική της ξεχωριστή πολιτιστική ταυτότητα, με άλλα λόγια, που εξυπονοούσε την εφαρμογή μίας εκκλησιακής δραστηριότητας με ό,τι θα συνεπαγόταν αυτή η δημιουργία ενός νέου εκκλησιαστικού σώματος.

Κατά τη διάρκεια μίας γεμάτης εικοσαετίας, μετά την χορήγηση της Αυτονομίας Της, η Εκκλησία μας, με τις 158 ενορίες Της, τους 156 κληρικούς Της και τους 210.000 Ορθοδόξους πιστούς Της, προόδευσε ραγδαία, καταδεικνύοντας έτσι, ότι βρισκόταν σε φάση πραγμάτωσης της λατρευτικής και πολιτιστικής Της ενσωμάτωσης μέσα στην Εσθονική κοινωνία.
Και ύστερα ήλθε ο πόλεμος! Σύμφωνα με τον ιστορικό Jean-Pierre Minaudier, «ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ένα δράμα για την Εσθονία.

Τότε έχασε την ανεξαρτησία της, λεηλατήθηκε εκ βάθρων, και η αιμορραγία ήταν τέτοια, που το Εσθονικό Έθνος δεν επανέκτησε ποτέ τα δεδομένα του πρίν από το 1939» (2). Ο κομμουνιστικός ζυγός διήρκεσε 47 έτη αντί τριών της γερμανικής κατοχής, 90 % των θυμάτων ανήκε στους Κομμουνιστές και 10% στους Ναζί.

Παρά τις εξορίες του 1944 που ακολούθησαν, παρά τη βίαιη και αντικανονική κατάργηση της Εκκλησίας μας το 1945, καμμία δύναμη δεν κατόρθωσε στη συνέχεια ούτε να μας διασπάσει ούτε να μας καταπτοήσει.

Επικαλούμαι ως τεκμήριο το γεγονός, ότι το 1978, μετά από επέμβαση της Εκκλησίας της Ρωσσίας, προκειμένου το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να ακυρώσει τον δικό μας Τόμο της Αυτονομίας του 1923, τό Πατριαρχείο κατέληξε μονάχα να τον αναστείλει πρόσκαιρα, λόγω της πολιτικής κατάστασης, και αυτό μόνο και μόνο για τους Ορθοδόξους, που διαβίωναν εντός των συνόρων της Εσθονίας, και σε καμμία περίπτωση για εκείνους που είχαν μεταναστεύσει σε χώρες εξορίας.

Με αυτή την ενέργεια, λοιπόν, διαφυλάχθηκε στον Οικουμενικό Θρόνο το δικαίωμα μελλοντικά να προσφύγει η Εκκλησία μας, η οποία βρισκόταν σε ιδιάζουσα και έκρυθμη κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα αναδείχθηκε η αποφασιστικότητά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας να συνδράμει τον πόνο του Λαού μας, ο οποίος υπήρξε θύμα ενός απολυταρχικού καθεστώτος κατοχής.

Η εξορία του Μητροπολίτη Αλεξάνδρου στην Σουηδία, μαζί με 22 ιερείς και 8.000 πιστούς, και η αναστολή και όχι η κατάργηση του Τόμου του 1978, έγιναν προς χάριν της διασφάλισης της ιστορικής συνέχειας της Εκκλησίας μας και της διάνοιξης της κανονικής οδού για την επανενεργοποίηση της Αυτονομίας μας, το 1996.

Παναγιώτατε,
Είπατε πολύ πρόσφατα στους δικούς σας νέους στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί σε κατασκήνωση για τις καλοκαιρινές διακοπές στο νησί Πρώτη, ότι «εν τέλει, αυτό που καταλήγει να θριαμβεύει είναι το δίκαιο», ότι «αυτό που είναι άδικο δεν είναι ευλογημένο», ότι «η αλήθεια θριαμβεύει πάντοτε». Τέτοιο είναι και για εμάς το δίδαγμα αυτής της βραδιάς…

Παρ’ όλα αυτά, ένα μακρύ μονοπάτι μας περιμένει ακόμα. Ένα μονοπάτι που περνά από «τη στενή πύλη» (Ματθ. 7, 13-18). Αυτή η πύλη, μας λέει ο Χριστός, η πύλη της Πίστης είναι πραγματικά στενή. Χωρίς αμφιβολία, πολλοί λίγοι θα είναι αυτοί που θα προσπαθήσουν να περάσουν το κατώφλι της.

Είναι από αυτή τη μειοψηφία, ωστόσο, που ζητά ο Χριστός να γίνει το φως του κόσμου και το αλάτι της γης. Εμείς, επίσης, μετέχουμε αυτού του ελάχιστου υπολοίπου που αναφέρει με τόση θέρμη η Αγία Γραφή.

Η Εκκλησία μας, αφού υπέφερε τα μέγιστα από τις δοκιμασίες, που υπέστη κατά τον περασμένο αιώνα σε σημείο που να καταστεί η ίδια πτωχή εν Χριστώ μέσα στην ευαγγελική ευαισθησία, οφείλει επί του παρόντος να αποβάλλει κάθε είδους ομολογιακή αλαζονεία και να δώσει τη μαρτυρία μίας Εκκλησίας ταπεινής και θεραπαινίδας, που προσδοκά πάνω απ’ όλα να ακτινοβολεί αυτό το φως, που μόνες η δωρεά και η αυταπάρνηση του Ευαγγελίου του Χριστού μπορούν να εξαγνίσουν και να αποσαφηνίσουν, για να συγκροτήσουν τη ζωή του κόσμου.

Σε αυτούς, λοιπόν, που βρίσκονται μεθ’ ημών και ενδεχομένως να ανησυχούν για όλες τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες που έρχονται, σε αυτούς επίσης που εν μέσω του Ορθόδοξου κόσμου εμφανίζονται πεπεισμένοι για την «αποκαλούμενη αβεβαιότητα» της εκκλησιακής μας διακονίας, αναμφίβολα για να αιτιολογήσουν τους δικούς τους ενδοιασμούς σχετικά με την δική μας αποστολή, ο Χριστός παρέχει την απάντηση: «Εγώ είμαι η θύρα. Εκείνος που θα με διαβεί, θα σωθεί» (Ιω. 10, 9).

Επί πλέον, μάθαμε μέσα από τις καλές και τις λιγώτερο καλές στιγμές της δικής μας αληθινής Ιστορίας, πως το δάνειο της ανάπτυξης και της ακτινοβολίας της Εκκλησίας μας είναι και θα είναι υπόχρεο τόσο της δικής μας καθαρής και υπεύθυνης δέσμευσης όσο και του Μυστηρίου του Θεού, αυτού του Θεού, ο οποίος, με τον Θάνατο και την Ανάσταση του Μονογενούς Του Υιού, μας αγκάλιασε με την φιλευσπλαχνία Του (Ρωμ., 12, 32).

Κλείνοντας, ένα τελευταίο θεμελιακό σημείο, που απομένει και πρέπει να μας κρατά σε εγρήγορση μέχρι να λυθεί εντελώς, είναι η οριστική συμφιλίωση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσσίας.

Δεν έχω την πρόθεση να επαναλάβω ούτε την απολογία του Εσθονικού Λαού ούτε της Εκκλησίας μας καθ’ όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής κατοχής. Προσθέτω απλώς, ότι όποιες και αν είναι οι ευθύνες εκατέρωθεν, τα σχίσματα μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών στην Εσθονία συνιστούν σε όλη την χώρα μία θλιβερή μαρτυρία.

Για τον λόγο αυτό δεν έχασα ποτέ την ελπίδα μου να αντικρίσω μία ημέρα αυτούς τους ίδιους Ορθοδόξους να συμφιλιώνονται, να συγκεντρώνονται σε μία και μόνη Εκκλησία. Μία ημέρα βέβαια…, όταν θα είναι μαζί, θα ακούν τους χτύπους μίας και μόνης καρδιάς σε μία αμοιβαία εκκλησιακή αφύπνιση μετάνοιας και σε έναν κατά πρόσωπο έλεγχο της συνείδησης για αυτό που παρήλθε και για αυτό που ανυπομονεί να έλθει.

Παναγιώτατε,
Η παρουσία Σας ανάμεσά μας, μαζί με την εκλεκτή Σας συνοδεία, συνιστά για εμάς μία πελώρια τιμή και μας γεμίζει με μία απερίγραπτη χαρά. Η ευγνωμοσύνη μας απέναντί σας είναι απεριόριστη.

Παρά τον φόρτο εργασίας σας, δεχτήκατε αυθόρμητα να μας αφιερώσετε μεγάλο μέρος από τον πολύτιμο χρόνο Σας, για να μας εκδηλώσετε τη στοργή Σας και να θέσετε πατρικά επί των κεφαλών μας το ευλογημένο Σας χέρι.

Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο όμορφο, πιο σπουδαίο και πιο θαυμαστό σε αυτήν την ημέρα μνήμης της 90ης Επετείου της Εκκλησιακής Αυτονομίας μας.

Είμαστε, επιπροσθέτως, ιδιαίτερα ευτυχείς να βλέπουμε τους αδελφούς μας Επισκόπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Φιλλανδίας, να συμμετέχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις και αναμένουμε, όταν έλθει η δική τους σειρά να εορτάσουν την ημέρα της δικής τους Αυτονομίας, να μας υποδεχθούν στη χώρα τους. Δεν είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε πόσο δυνατός είναι ο αδελφικός δεσμός που μας ενώνει και μας επιτάσσει να παραμένουμε αλληλέγγυοι και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο μέσα στην Ιστορία.

Και επειδή, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, «υπάρχει σε κάθε άνθρωπο ένα ύδωρ ζων που ψιθυρίζει: πρόσελθε στον Πατέρα», θα μπορούσε, παρά την τεράστια αναξιότητά μας να ισχύσει και για εμάς το ίδιο, για να «είμαστε παιδιά του Θεού, αλλά ακόμη δεν μας φανερώθηκε τί θα είμαστε μία ημέρα» (Α΄ Ιω. 3, 2).

Πέρνου, 8 Σεπτεμβρίου 2013
+ Στέφανος, Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας

– – – – – – – – – – – –
Υποσημειώσεις:

(1) Βλ. Περιοδικό Πληροφορία [Αθήνα], Μάιος-Αύγουστος 1999.
(2) Βλ. Jean-Pierre MINAUDIER, Histoire de l’Estonie et de la nation estonienne, Παρίσι, L’Harmattan, 2007, σελ. 287-295.