Dogma

Η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο – Κυριακή ΙΕ’ Ματθαίου

«εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Μτ 22:40)

Ευλογητός ο Θεός, ο οποίος δεν μας άφησε στο σκοτάδι της αγνωσίας και αμαρτίας αλλά μας υπέδειξε οδούς σωτηρίας, σήμερα δε μας μίλησε για το μεγάλο και βασικό θέμα της ζωής μας, το θέμα της αγάπης. Της αγάπης προς το Θεό και τον άνθρωπο.

Είχε κάποτε ο Κύριος μας συζήτηση με τους Σαδδουκαίους για το γάμο και την ανάσταση των νεκρών, και αφού τους αποστόμωσε, τον πλησίασε ένας Φαρισαίος, νομοδιδάσκαλος, και για να τον δοκιμάσει ρώτησε και αυτός: «Διδάσκαλε, ποια εντολή είναι η πιο μεγάλη στο νόμο;» Ο δε Ιησούς του απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, με όλο σου το νου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη, όμοια με την πρώτη, το ίδιο σπουδαία, να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών».

Αυτά τόνισε ο Χριστός και σ’ αυτά συμφώνησε ο συνομιλητής του. Όμως ποια είναι η έννοια αυτής της τόσο μεγάλης αρετής την οποία πρωτίστως και κυρίως ζητά από μας ο Θεός;

Και ποιος δεν τη γνωρίζει; Φαίνεται όμως ότι πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις.

Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας υπάρχουν τρία είδη αγάπης.

Το ένα είναι η φυσική αγάπη. Η αγάπη αυτή προς πρόσωπα και πράγματα, που λίγο-πολύ την έχουν και τα άλογα ζώα, δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής αλλά πηγάζει από φυσικές σχέσεις· υπάρχει κατά τρόπο φυσικό και αναγκαίο. Γι’ αυτό δεν είναι ούτε κατηγορημένη αλλά ούτε και επαινετή και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την πνευματική μας ζωή.

Τέτοια είναι η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά, των παιδιών προς τους γονείς και γενικώς των συγγενών μεταξύ τους· η επιθυμία των απαραιτήτων για τη συντήρησή μας υλικών αγαθών, όπως της τροφής, της ενδυμασίας, της κατοικίας κλπ. Εδώ κατατάσσεται και η φυσική έλξη των φύλων, ο συνήθως ονομαζόμενος έρωτας.

Γενικώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα αυτά, η φυσική αγάπη και επιθυμία, εξυπηρετούν, μετά την πτώση, μια ανάγκη· τη βιολογική επιβίωσή μας, είτε ως ατόμων είτε γενικότερα ως ανθρώπινου γένους και μ’ αυτή την έννοια αποτελούν ευλογία.

Όμως ενώ η φυσική αγάπη και οι φυσικές επιθυμίες, όταν παραμένουν στα σχετικά τους όρια, όταν δηλαδή εξυπηρετούν κάποια ανάγκη και κατά το μέτρο που την εξυπηρετούν, είναι, όπως προαναφέραμε, αδιάβλητες (ακατηγόρητες), όταν ξεφεύγουν από το μέτρο, και σκοπό έχουν όχι την εξυπηρέτηση της ανάγκης αλλά την επίτευξη της ηδονής, τότε γίνονται πάθη ψεκτά (κατηγορημένα) και η αγάπη γίνεται εμπαθής.

Αυτή είναι το δεύτερο είδος αγάπης. Η ιδιοτελής· αυτή που αποβλέπει στο ίδιον συμφέρον ή μάλλον στο κακώς εννοούμενο συμφέρον. Είναι η επιθυμία, ο πόθος του πλούτου, των σαρκικών αλλά και των ψυχικών ηδονών, και της μάταιης ανθρώπινης δόξας, με τα οποία ικανοποιείται η φιλαυτία, ο εγωισμός, τα πάθη της φιλαργυρίας, της φιληδονίας και της φιλοδοξίας. Είναι φανερό ότι με τα πάθη, τις αγάπες αυτές, τις κάθε είδους προσκολλήσεις όχι μόνο σε πράγματα αλλά και σε πρόσωπα, ακόμη και συγγενικά, ακόμη και στον εαυτό μας, όσο αθώα και αν φαίνονται, προσκολλάται η ψυχή στον κόσμο και παρεκκλίνει από τη φυσιολογική της πορεία που είναι η κίνηση προς το Θεό, ο οποίος είναι η πηγή κάθε αγαθού και ιδιαίτερα της πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια είναι αμαρτία και εμπόδιο στην πνευματική μας πρόοδο και με αυτή την έννοια νομίζουμε είπε ο Κύριος: «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι».

Η μόνη προσκόλληση που χρειάζεται και συμφέρει στην ψυχή μας είναι η προσκόλληση στο Θεό. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί». Η προσκόλληση αυτή πρέπει να είναι με όλη την καρδιά, δηλαδή με όλη την επιθυμία, με όλη την ψυχή, δηλαδή με όλη τη θέληση, και με όλη τη διάνοια, δηλαδή με όλο το νου. Ο μόνος έρωτας που μας ανεβάζει είναι ο θείος έρωτας, ο πόθος για το Θεό, διότι μας ενώνει με αυτόν και μας κάνει όμοιους κατά την αρετή με αυτόν· μας κάνει να έχουμε και να ζούμε την ανιδιοτελή αγάπη, που είναι η τρίτη και η μόνη πραγματική αγάπη.

Την αγάπη αυτή θαυμάσια περιγράφει ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αγάπης το ότι “ου ζητεί τα εαυτής”, δεν ζητά το δικό της συμφέρον, αλλά αντίθετα θυσιάζεται για τον άλλο. Τέτοια είναι η αγάπη του Χριστού που θυσιάστηκε, σταυρώθηκε για μας· και όποιος πραγματικά έχει την ανιδιοτελή αυτή αγάπη, όποιος την έχει όχι απλώς ως μια ατελή ανθρώπινη προσπάθεια αλλά ως θεϊκό καρπό του Αγίου Πνεύματος, αυτός ζει τη ζωή του Χριστού.

Όταν υπάρχει η πραγματική αυτή αγάπη ακτινοβολεί, ενεργεί προς κάθε κατεύθυνση. Και προς το Θεό και προς τους ανθρώπους. Η αγάπη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο πάνε μαζί. Αυτός που έχει τη μία απ’ αυτές και την άλλη δεν την έχει, αυτός δεν απόκτησε ούτε και αυτή που νομίζει ότι έχει.

Η αγάπη του Χριστού δημιουργεί τον παράδεισο. «Εάν παντού υπήρχε αυτή», μας λέγει και πάλι ο χρυσορρήμων άγιος, «ούτε νόμοι, ούτε δικαστήρια, ούτε φυλακές, ούτε τιμωρίες, ούτε άλλο παρόμοιο θα χρειαζόταν. Διότι εάν όλοι αγαπούσαν και αγαπιόνταν, κανένας και σε τίποτε δε θα αδικούσε, αλλά και φόνοι και διαμάχες και πόλεμοι και αρπαγές και πλεονεξίες και όλη η κακία, μέχρι και το όνομά της, θα αφανιζόταν».

Όμως ο παράδεισος της αγάπης είναι πρωτίστως και κυρίως στην ψυχή αυτού που αγαπά. Διότι, πάλι κατά τον ίδιο Πατέρα, όλες οι άλλες αρετές έχουν μαζί τους τον πόνο· όπως η νηστεία, η σωφροσύνη, η αγρυπνία. Η αγάπη όμως έχει πολλή ηδονή και κανένα πόνο. Γλυκιά σαν μέλι, από παντού μαζεύει τα αγαθά και τα καταθέτει στην ψυχή αυτού που αγαπά. Ηπιότερη από κάθε μητέρα, πλουσιότερη από κάθε βασίλισσα, και τα κουραστικά ελαφριά και άνετα τα κάνει. Την μεν αρετή εύκολη, τη δε κακία πικρότατη παρουσιάζει. Το να δαπανά κανείς για τους άλλους θεωρείται λυπηρό, αυτή όμως το κάνει γλυκό. Η κακολογία φαίνεται σ’ όλους γλυκιά. Όμως η αγάπη, αυτή μεν την παρουσιάζει πικρή, γλυκό δε τον καλό τον λόγο. Διότι τίποτε δεν μας είναι γλυκύτερο από το να εγκωμιάζουμε αυτόν που αγαπάμε. Ο θυμός πάλι έχει κάποια ηδονή. Εδώ όμως καμία, καθώς έχει εντελώς απονευρωθεί. Και αν λυπήσει ο αγαπώμενος αυτόν που τον αγαπά, θυμός κανείς δε φαίνεται, αλλά δάκρυα και παρακλήσεις και παρηγοριά. Και αν δει αυτός που αγαπά κάποιον να αμαρτάνει πενθεί και πονά. Όμως και αυτός ο πόνος έχει ηδονή. Διότι της αγάπης και τα δάκρυα και η λύπη είναι γλυκύτερα από κάθε γέλιο και κάθε χαρά. Διότι δεν αναπαύονται τόσο αυτοί που γελούν, όσο αυτοί που κλαίνε για τους φίλους. Αλλά, θα έλεγε κάποιος, η αγάπη έχει άτοπη, αμαρτωλή ηδονή. Σιώπα, άνθρωπε! Τίποτε δεν είναι περισσότερο απαλλαγμένο από τέτοια αμαρτωλή ηδονή, όσο η γνήσια αγάπη. Και μη μου πεις για τη σαρκική αγάπη, που μάλλον αρρώστια παρά αγάπη είναι, αλλά γι’ αυτή την οποία ο Παύλος επιζητεί, για αυτήν που αποσκοπεί στο συμφέρον των αγαπωμένων… Αυτό είναι η βασιλεία των ουρανών, αυτό η απόλαυση των αγαθών, αυτό τα μύρια αγαθά· το να καταξιωθούμε γνήσια και όπως πρέπει να αγαπάμε.

Αυτή την αληθινή αγάπη ας ποθήσουμε και εμείς, και αυτήν είθε να αποκτήσουμε πάση θυσία, με τη χάρη του αγίου Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη και στον οποίο ταιριάζει κάθε ευχαριστία και δόξα, τώρα και πάντοτε. Αμήν.

 

 

Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας