Dogma

Η ακύρωση…της Μεγάλης ιδέας (Α’)

Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου, Ιστορικός

Το θέμα του Ξεριζωμού των Ελλήνων Μικρασιατών απασχόλησε την παρούσα τρίτη ενότητα του αφιερώματός μας στον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

Επανειλημμένως έχει γραφεί και ειπωθεί ότι ο ξεριζωμός, εκούσιος ή ακούσιος, πριν και μετά την καταστροφή του 1922 αποτέλεσε την οριστική ακύρωση της “Μεγάλης Ιδέας”. Ωστόσο, όπως τονίσαμε στην αρχή αυτής της ενότητας, η δια στρατιωτικών επιχειρήσεων απελευθέρωση ή προστασία των Μικρασιατών αλύτρωτων Ελλήνων από το Ελληνικό Βασίλειο, δεν ταυτιζόταν, ως ιδεολογία, με την ελπίδα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας για τη συγκρότηση μίας Ομοσπονδίας όλων των ανατολικών λαών με ισότητα και ισομοιρία, και δικαιώματα ανάλογα με το πλήθος του λαού τους και το πολιτισμικό τους επίπεδο. Αυτή η εκδοχή της “Μεγάλης Ιδέας” είχε επικρατήσει στις εκτιμήσεις κυρίως των Λογίων της Κων/πόλεως και της Σμύρνης από τον 19ο αι., στα πλαίσια των ευνοϊκών για τους υπηκόους τους Μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) των Τούρκων κατακτητών.

Η επιτυχία αυτής της θέσεως φαινόταν πολύ πιο εφικτή και συμφέρουσα για τους Έλληνες, αφού πληθυσμιακά και πολιτισμικά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Θράκης υπερείχαν της παρακμάζουσας σουλτανικής Τουρκίας. Άλλωστε οι Τούρκοι εθνικιστές (Νεότουρκοι) είχαν μιλήσει, υποκριτικά βεβαίως, για μία νέα Τουρκία δημοκρατική, προσαρμοσμένη στη διεθνή τότε πολιτική πραγματικότητα.

Μετά την καταβαράθρωση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων των ετών 1921-1922 αποδείχθηκε ότι η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η απελευθέρωση εκατομμυρίων αλύτρωτων Ελλήνων από ένα μικρό, διχασμένο πολιτικά Κράτος, με στρατό καταπονημένο από προηγούμενους αγώνες, και με Συμμάχους, οι οποίοι, συμμαχώντας με τον Κεμάλ, ενδιαφέρονταν για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

Από την άλλη πλευρά, με νικητή τον εθνικιστή Κεμάλ, φάνηκε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο μόνος που μπορούσε να συσπειρώσει πολιτικά τους ομοεθνείς του και να απαλλαγεί επιτέλους κυρίως από τους Έλληνες, τους γκιαούρηδες, με το ιστορικό τους πανάρχαιο υπόβαθρο, και τη χριστιανική, ανώτερη πνευματικά και ηθικά της ισλαμικής, διδασκαλία.

Αιωνία η μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων που τόσο άδικα έχασαν τη ζωή τους, εξ αιτίας ανθρωπίνων πολιτικών λαθών, αδικιών, ασύλληπτων βασανιστηρίων και υπερφίαλων βλέψεων.

Ωστόσο το ενάμισυ εκατομμύριο Ελλήνων προσφύγων που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, που βρήκε εδώ καταφύγιο, εγκαινίασε και δημιούργησε μία νέα μορφή της “Μεγάλης Ιδέας”, που καμία πλευρά δεν είχε προβλέψει. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει το πλήθος αυτό με ένα ισάριθμο αριθμό λαμπάδων αναμμένων με το Άγιο Φως, που ξεπηδάει κάθε χρόνο από τον Ιερό Τάφο του Σωτήρος. Το Φως αυτό φώτισε και ανανέωσε το ρημαγμένο πολιτικά –και όχι μόνο–, ελληνικό Κράτος, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική Εκκλησία.

«Η “Μετοικεσία” αυτή ήταν σωτήρια για την Ελλάδα. Ήταν μία σωτήρια αιμοδοσία για την καθημαγμένη ήδη από τις αρχές του 20ού αι. Παλαιά Ελλάδα, την προς τα έξω μετανάστευση των Ελλήνων και τις πολιτικές διαιρέσεις που είχαν στερήσει χιλιάδες νέα εργατικά χέρια από την οικονομία. Στην ελληνική επικράτεια εισέρρευσε το φίλεργο και φιλομαθές, δημιουργικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο της Ανατολής γαλουχημένο με τις υψηλής στάθμης παραδοσιακές αξίες μας» (Αριστείδη Πανώτη, Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας, τόμ. Γ´, τεύχ. Α´, “Επτάλοφος”, 2018, σ. 21).

Ολοκληρώνοντας την σύντομη αναφορά μας στην απόλυτο ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνορθόδοξου δυναμικού, θα αναφερθούμε στον κίνδυνο που διέτρεξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρυνθεί και αυτό από την Κων/πολη.

Ο Κεμάλ, πριν υποβάλει στη διάσκεψη της Λωζάννης την πρότασή του για την απομάκρυνση του Οικουμ. Πατριαρχείου (Ο.Π.) από την Πόλη, είχε εκδιώξει στο ελληνικό έδαφος τον ανώτατο λειτουργό της Ιεραρχίας του Ισλάμ, τον μουφτή της Κων/πόλεως, επειδή στήριζε το καθεστώς του Σουλτάνου.

Αδιάφορος ο ίδιος θρησκευτικά και αρνητικός στα δόγματα χρησιμοποίησε τη θρησκεία, κατά τον πόλεμο, ως σύνθημα συσπειρώσεως των σουνιτών, των σιϊτών μουσουλμάνων και των δερβίσικων ταγμάτων εναντίον της «εισβολής των χριστιανών», προκειμένου η παραδοσιακή θρησκεία να υπηρετήσει το κατ᾽ αυτόν εθνικόν συμφέρον. Για να μην αντιδρούν οι Μουσουλμάνοι στη θεμελίωση ενός λαϊκού κράτους, ο Κεμάλ επεδίωξε να ενσωματώσει στο κυβερνητικό του σχήμα μερικές ισλαμικές αρχές, χωρίς όμως τον έλεγχο των λειτουργών του θρησκευτικού κατεστημένου.

Δυστυχώς τη νοοτροπία αυτή την είχε εμπνευστεί από την πολιτειοκρατούμενη ελληνική Εκκλησία του Βαυαρικού καθεστώτος (19ος-20ός αι.), όταν η Ελλαδική Εκκλησία είχε μεταβληθεί σε κρατικό θεσμό.

Κατά τη διάσκεψη της Συνθήκης της Λωζάννης η Άγκυρα ζήτησε προκλητικά την απομάκρυνση του Ο.Π. από την διαιώνια έδρα του.

Στην Κων/πολη υπήρχε αγγλική αρμοστεία από τότε που οι Σύμμαχοι, μετά την Ανακωχή του Μούδρου (1918) στη Λήμνο, είχαν αναγκάσει τον Σουλτάνο να δεχθεί συγκυριαρχία στην ιστορική Πόλη με τους νικητές Συμμάχους της Entente. Μάλιστα ο βρετανός ύπατος αρμοστής στην Πόλη Ε. Ράμπολντ δήλωσε ότι η Πόλη βρίσκεται σε “κατάσταση πολιορκίας”, προκειμένου να την διαφυλάξει από οχλοκρατικές βιαιότητες, όπως αυτές που συνέβησαν στη Σμύρνη και αλλού.

Ο Πατριάρχης Μελέτιος και οι αρχιερείς ήσαν εγκλωβισμένοι στο Φανάρι υπό τη συμμαχική προστασία αναμένοντας την έκβαση της Διασκέψεως Ειρήνης.

Πριν αναφερθούμε στα του Πατριαρχείου επισημαίνουμε ότι, πριν από την Ανταλλαγή, περί τις 120.000 ομογενών έφυγαν από την Πόλη φοβούμενοι μήπως συμβούν και εκεί τα ίδια γεγονότα που συνέβησαν στη Σμύρνη. Άλλωστε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αφανίστηκαν όλες οι εκκλησιαστικές Αρχές, οι ναοί και τα ιδρύματα των αρχαίων ιστορικών μητροπόλεων στην Ανατολή, των οποίων οι περισωθέντες χριστιανοί εγκαταστάθηκαν στις μητροπόλεις της Παλαιάς Ελλάδας, στις Νέες Χώρες (τα εδάφη που αποκτήθηκαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους), και στο εξωτερικό. Όσοι μετοίκησαν στην Ελλάδα συγκρότησαν την ενότητα του Γένους μαζί με τους γηγενείς “Παλαιοελλαδίτες”, πραγματοποιώντας εν μέρει τους στόχους της “Μεγάλης Ιδέας”. Το Πατριαρχείο αντιμετώπισε ενεργά το τεράστιο πρόβλημα της εγκαταστάσεως των ανέστιων τέκνων του στις περιοχές των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, όπου υπήρχε η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία του. Στη Συνοδική Εγκύκλιο της 1ης Νοεμβρίου 1922  δόθηκαν οδηγίες στις κατά τόπους εκκλησιαστικές Αρχές του Οικουμενικού Θρόνου για την αντιμετώπιση του επείγοντος “Προσφυγικού Ζητήματος”.

Η Άγκυρα (πρωτεύουσα επί Κεμάλ), διατηρώντας φοβία για το Ο.Π., που προΐστατο θρησκευτικά και μορφωτικά της Ρωμαίικης Ομογένειας, επεδίωξε να το εκδιώξει από την επικράτειά του. Οι Τούρκοι του Κεμάλ απέρριπταν κάθε προνόμιο θρησκευτικής ελευθερίας στις Εκκλησίες των Μειονοτήτων και θεωρούσαν το Φανάρι ως κεντρικό θεσμό συνοχής των Ορθοδόξων, που συντηρούσε τον αλυτρωτισμό των ομόδοξων λαών και κυρίως των Ελλήνων. Ωστόσο η Αθήνα αντιμετώπιζε το ζήτημα της Ανταλλαγής ως ευκαιρία “ομογενοποιήσεως” του Γένους με την εγκατάσταση προσφύγων στα εδάφη των Νέων Χωρών, που συνεχώς αποδεκάτιζονταν με διώξεις και γενοκτονίες.

Στις 20 Νοεμβρίου 1922 ξεκίνησαν οι κύριες συζητήσεις της Συνδιασκέψεως Ειρήνης στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης στην Ελβετία. Συμμετείχαν: οι αντιπροσωπείες Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας (περ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 1922, σσ. 481-482), και “προσκλήθηκαν να συμπροεδρεύσουν” η Ελλάδα και η Τουρκία, η Ρουμανία, η Σερβοκροατία και Σλοβενία, η Βουλγαρία, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Έγιναν δεκτές και οι Κυβερνήσεις του Βελγίου και της Πορτογαλίας, ως έχουσες σχέσεις με την επικράτηση της ειρήνης στην Ανατολή. Έχει σημασία η αναφορά στην πολυεθνική παρουσία στη Συνδιάσκεψη, διότι η μόνη που πρότεινε την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Κων/πολη ήταν η Τουρκία.

Οι Τούρκοι γνώριζαν πως το Πατριαρχείο ήταν υψίστης σπουδαιότητας θεσμός της Εκκλησίας και γι᾽ αυτό αξίωναν την απομάκρυνσή του. Ο Κεμάλ και οι συνεργάτες του θεωρούσαν τον Πατριάρχη Μελέτιο Δ´ ως τον τελευταίο ενσαρκωτή της “Μεγάλης Ιδέας”, γιατί επεδίωκε την απελευθέρωση του “Αλύτρωτου Γένους” με  πανορθόδοξη συμπαράσταση, με τη βοήθεια της αγγλικής κυβερνήσεως, που αντιτασσόταν σε κάθε τουρκική αξίωση.

Έτσι με μανιακή οξύτητα οι εθνικιστές της Άγκυρας στράφηκαν κατά του ιερού θεσμού των Ορθοδόξων, ο οποίος επί αιώνες αντιστεκόταν στον εξισλαμισμό των Ορθοδόξων και στον εκτουρκισμό των αρχαίων λαών της Μικρασιατικής γης.

Η αδιάλλακτη αξίωση της Άγκυρας για την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Πόλη τέθηκε από τις πρώτες συνομιλίες στη Λωζάννη. Ο Πατριάρχης παρακολουθούσε τις συζητήσεις της Διασκέψεως και ενεργούσε δυναμικά με υπομνήματα και επιχειρήματα προς τους κρατικούς αντιπροσώπους που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη, τονίζοντας ότι η Πόλη ήταν από αιώνες η έδρα του Πατριαρχείου ως Μητέρας Εκκλησίας όλων των θυγατρικών ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι εκπρόσωποι της Άγκυρας Ισμέτ Ινονού και Ριζά Νουρ παρέσυραν προς στιγμήν τους τουρκόφιλους Γάλλους και τους Ιταλούς θέτοντας και το Πατριαρχείο στη διαδικασία της “Ανταλλαγής των πληθυσμών”, ως δήθεν “συμβόλου της χριστιανικής θεοκρατείας”. Όμως αυτό ήταν ένα διπλωματικό λάθος των Τούρκων, διότι έτσι διεθνοποίησαν το Πατριαρχείο, του οποίου η φύση και ο χαρακτήρας ήταν και είναι αποδεκτός από πολλές Διεθνείς Συνθήκες, που είχαν υπογράψει και οι Οθωμανοί Σουλτάνοι. Επομένως ο ιερός θεσμός των Ορθοδόξων και δια της Συνθήκης που θα υπογραφόταν είχε την ίδια νομική υπόσταση και προσωπικότητα, που ήταν και είναι διεθνώς αποδεκτή. Όλοι οι συνελθόντες στη Λωζάννη γνώριζαν ότι το Ο.Π. υφίστατο στην Κων/πολη αιώνες πριν από το 1299, όταν δημιουργήθηκε στην Προύσα το πρώτο οθωμανικό κράτος.

Οι Βρετανοί εκπρόσωποι τόνισαν ότι ο θεσμός αυτός είναι σύμβολο της Ορθοδοξίας και ότι η απομάκρυνσή του από την προαιώνια έδρα του θα προσέβαλε τα θρησκευτικά συναισθήματα όχι μόνον των Ορθοδόξων, αλλά και όλων των ανά την υφήλιο Χριστιανών.

Εν τω μεταξύ ο Πατριάρχης Μελέτιος ξεσήκωνε όλη τη Χριστιανοσύνη, τις ομόδοξες και ετερόδοξες Εκκλησίες και τη διεθνή Κοινή Γνώμη. Εύστοχα έγραψε σε ένα από τα υπομνήματά του: «Ο πρώτος κατακτητής εξέβαλε του Ναού της του Θεού Σοφίας τον Αγιώτατον Οικουμενικόν Θρόνον, ο δεύτερος κατακτητής αποπειράται νυν την έξωσιν και αυτού [του Θρόνου] εξ αυτών των ορίων της Κων/πόλεως και απαιτεί να καταστήσει συνενόχους του και τους αντιπροσώπους χριστιανικών δυνάμεων…».

Στις 17 Δεκεμβρίου 1922 η Επαναστατική Κυβέρνηση της Αθήνας διεμήνυσε ότι η μόνη παραχώρηση που θα γινόταν προς τους Τούρκους θα ήταν μία συζήτηση για τα μη εκκλησιαστικά προνόμια του Πατριαρχείου, μη δεχόμενη την κατά την Τουρκοκρατία ιδιότητα του Πατριάρχη ως Εθνάρχη.

Να σημειώσουμε ότι όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων οι αξιώσεις της Άγκυρας υπαγορεύονταν από αποφάσεις που ελάμβανε σε μυστικές συνεδριάσεις η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα, όπως βεβαιώνουν τα δημοσιευθέντα αργότερα πρακτικά της.