Η νοερή φύση του τον παραπέμπει στην πηγή της, που είναι ο Θεός. Η αλλοτρίωση όμως από τον Θεό και η αναζήτηση της χαράς στην ηδονή των αισθήσεων υποδουλώνει τον άνθρωπο στον νόμο του θανάτου. Με τον τρόπο αυτόν οδηγείται σε οδυνηρό αδιέξοδο. Θέλοντας να αποφύγει την επίπονη αίσθηση της οδύνης, καταφεύγει στην ηδονή. Ενώ όμως προσπαθεί να αμβλύνει με την ηδονή τις πιέσεις της οδύνης, επιβαρύνει περισσότερο την κατάστασή του, γιατί αδυνατεί να βρει ηδονή απαλλαγμένη από οδύνη. Έτσι βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οδύνη και γίνεται υποχείριό της.
Την απελευθέρωση από τον φαύλο αυτόν κύκλο πρόσφερε στον άνθρωπο ο Θεός με την ενανθρώπησή του. Ο Χριστός, χωρίς να έχει «προηγουμένην αυτού» την εκ παρακοής ηδονή, ανέλαβε με το παθητό αλλά αναμάρτητο σώμα του την οδύνη, και με το άδικο πάθος του αναίρεσε τον νόμο της αμαρτίας. Με τον τρόπο αυτόν πρόσφερε στον άνθρωπο μία καινούργια αφετηρία, που οδηγεί μέσα από τον πόνο και την οδύνη στην χαρά και την ηδονή της αιώνιας ζωής.
Η αληθινή χαρά δεν αποτελεί καρπό ευδαιμονιστικής ή ηδονοθηρικής αναζητήσεως. Ο ευδαιμονισμός και η ηδονοθηρία εκφράζουν το πνεύμα του αλλοτριωμένου ανθρώπου. Υπηρετούν την φιλαυτία και καλλιεργούν τα πάθη. Η αληθινή χαρά συμβαδίζει με την προκοπή στην πνευματική ζωή. Η αναζήτηση της χαράς έξω από την προοπτική αυτήν οδηγεί αναπόφευκτα στην διάψευση. Και η διάψευση αποτελεί την σταθερή εμπειρία του ανθρώπου που αναζητεί την χαρά ανεξάρτητα από την ζωή του Πνεύματος.
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει την χαρά καρπό του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5:22), ενώ ο ιερός Χρυσόστομος «κατόρθωμα πνευματικόν» (Ομιλία εις την προς Ρωμαίους 1,4, PG 60,400). Η χαρά ως καρπός του Αγίου Πνεύματος δωρίζεται από τον Θεό και υπερβάλλει ασύγκριτα την χαρά των αισθήσεων. Είναι χαρά που φανερώνεται σε πνευματικό επίπεδο και παραμένει απρόσβλητη από κάθε επιβουλή. Αλλά όπως κάθε καρπός του Αγίου Πνεύματος, έτσι και αυτός παράγεται με την συνεργασία του ανθρώπου. Η οικείωση της δωρεάς του Θεού μέσα στον κόσμο της φθοράς και του θανάτου απαιτεί κόπους και θυσίες. Έτσι ο καρπός του Πνεύματος γίνεται κατόρθωμα πνευματικό. Ο πιστός που δέχεται την δωρεά του Θεού και αγωνίζεται για την διατήρηση και την καρποφορία της, γεύεται την αναφαίρετη χαρά του Χριστού (Ιω. 16:22).
Ο Χριστιανός αντιμετωπίζει στην πνευματική του ζωή κάποια διπολικότητα. Από την μία μεριά υπομένει τις θλίψεις και τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, ενώ από την άλλη χαίρεται, γιατί με αυτές καυτηριάζεται η αμαρτία και καλλιεργείται η τελείωσή του. Έτσι προκύπτει η λεγόμενη χαρμολύπη. Η έννοια αυτή είναι ιδιαίτερα προσφιλής στην ασκητική παράδοση.
Στην ζωή της Εκκλησίας η σύνθεση χαράς και λύπης προβάλλεται με την αδιάσπαστη ενότητα του πάθους και της αναστάσεως του Χριστού. Το πάθος είναι πορεία προς την ανάσταση, και η ανάσταση απόληξη του πάθους. Η Μ. Παρασκευή είναι η προϋπόθεση για το Πάσχα, και το Πάσχα είναι η απόληξη της Μ. Παρασκευής. Χωρίς την υπομονή του πρόσκαιρου πόνου δεν κερδίζεται η αιώνια και ακατάλυτη χαρά.
Οι θλίψεις της καθημερινής ζωής δεν ματαιώνουν την χαρά του πιστού. Και οι θλίψεις για την αγάπη του Χριστού γίνονται νέες αφορμές χαράς. Ο ίδιος ο Χριστός μακαρίζει όσους διώκονται και υποφέρουν για το όνομά του και τους προτρέπει να χαίρονται με την ελπίδα της βασιλείας του (Ματθ. 5:11). Έτσι η χαρά μπορεί να υπάρχει όχι μόνο μετά τις θλίψεις, αλλά και μέσα στις θλίψεις, όπως και για τις ίδιες τις θλίψεις, γιατί συντελούν στην οικείωση της ζωής του Χριστού (Πραξ. 5:41).
Αυτό όμως προϋποθέτει πίστη και πόθο για τον Χριστό. Αν αυτός που αγαπά κάποια γυναίκα, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, δεν αισθάνεται τις καθημερινές λύπες, σκέψου πόση χαρά θα απολαύσει αυτός που έχει στην ψυχή του τον καθαρό αυτόν πόθο. Αυτό είναι η βασιλεία των ουρανών, η απόλαυση των αγαθών, η ηδονή, η ευφροσύνη, η χαρά, η μακαριότητα (Ομιλία εις την προς Ρωμαίους 23, PG 60,622). Ο πόθος του Χριστού είναι πηγή χαράς, που εξαφανίζει κάθε θλίψη μέσα στον άνθρωπο. Αν δεν συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι κάτι άλλο ζει εντονότερα μέσα στην καρδιά του και όχι ο Χριστός.
Ήδη βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο, που προσδιορίζει την όλη ατμόσφαιρα της χριστιανικής ζωής. Όταν αυτή θεμελιώνεται στην αγάπη του Χριστού και διαπνέεται από το ταπεινό φρόνημά του, τότε καμία εξωτερική κατάσταση δεν μπορεί να καταλύσει την χαρά του πιστού. Γι’ αυτό μπορεί πάντοτε να χαίρεται και «εν παντί» να ευχαριστεί (Α’ Θεσ. 5:16-18).
Αντίθετα, όταν λείπει η αγάπη και το φρόνημα του Χριστού, η προσπάθεια για πνευματική ζωή γίνεται κουραστική και μπορεί να οδηγήσει σε νοσηρές καταστάσεις. Όταν επιδιώκεται εναγώνια η καταπολέμηση των παθών και η τήρηση των εντολών με το πνεύμα μιας θρησκευτικής καθηκοντολογίας, επιχειρείται η βίωση της χριστιανικής ζωής χωρίς το Πνεύμα του Χριστού. Ο Χριστός αντιμετωπίζεται ως θρησκευτικός αρχηγός και το Ευαγγέλιο παύει να θεωρείται ως άγγελμα χαράς και αντιμετωπίζεται ως νόμος. Αντίστοιχα και η ζωή των πιστών χαρακτηρίζεται από έλλειμμα χαράς, που αναζητεί παράπλευρη αναπλήρωση.
Η χαρά ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος συνυφαίνεται με την αγάπη. Η χαρά και η αγάπη δημιουργούν κάποιο είδος εκστατικών βιωμάτων. Όπως με την αγάπη, έτσι και με την χαρά, βγαίνει ο άνθρωπος από την ατομικότητά του και ταυτόχρονα αισθάνεται ευτυχέστερος. Δεν βγαίνει στο κενό. Συναντά αυτό που αγαπά και τον ευχαριστεί ως πρόσωπο.
Η αληθινή χαρά υπερβάλλει τις σωματικές αισθήσεις και τα αισθητά. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άσχετη με τις χαρές της καθημερινότητας, αλλά ότι κινείται σε υψηλότερο επίπεδο και βρίσκεται πέρα από την προσκαιρότητα και την ρευστότητά τους.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 223.