Η αληθινή ελευθερία

  • Dogma
ελευθερία

Μολονότι η απόλυτη ελευθερία ανήκει στον απόλυτο Θεό, από τον οποίο εξαρτώνται τα πάντα, χωρίς ο ίδιος να εξαρτάται από τίποτε, ο ίδιος ο Θεός εκούσια περιορίζει την ελευθερία του απέναντι στα κτιστά «απόλυτα» δημιουργήματά του.

Ο άνθρωπος ως κτιστό «απόλυτο» δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του άκτιστου απόλυτου Θεού καλείται να γίνει μέτοχος της απόλυτης και άκτιστης ελευθερίας. Η μόνη διαφορά της ανθρώπινης ελευθερίας από την θεία έγκειται στο ότι αυτή δεν υπάρχει κατ’ ουσία αλλά κατά μετοχή της θείας ελευθερίας.

Προϋπόθεση για την μετοχή στην ελευθερία αυτήν είναι η κοινωνία με τον Θεό, που πραγματοποιείται με την τήρηση των εντολών του. Αντίθετα, με την παράβαση των εντολών διακόπτει ο άνθρωπος την κοινωνία του με τον Θεό, αποσυνδέεται από την θεία ενέργεια και υποτάσσεται στην φθορά και τον θάνατο. Χάνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τον καθιστά κοινωνό της θείας ελευθερίας, και υποδουλώνεται σε κτιστές αυθεντίες. Παύει να βλέπει τον Θεό ως Πατέρα που τον αγαπά, και κατασκευάζει θεούς που τον εξουσιάζουν.

Ο άνθρωπος αδιαφορεί συνήθως για την αληθινή ελευθερία και αρκείται στην επιφανειακή προσέγγισή της. Πιστεύει ότι είναι ελεύθερος, όταν μπορεί να ικανοποιεί αδιάκριτα τις επιθυμίες του. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν φανερώνει ελευθερία αλλά υποδούλωση στα πάθη. Αληθινή ελευθερία υπάρχει, όταν ο άνθρωπος επιθυμεί αυτά που θέλει πραγματικά η φύση του. Όταν δηλαδή επικρατεί ενότητα ανάμεσα στην επιθυμία και την φυσική θέλησή του. Και η αποκατάσταση της ενότητας αυτής δεν είναι δυνατή χωρίς την άρση του διχασμού που προκαλεί στον άνθρωπο η παρουσία του θανάτου. Δεν είναι δυνατή χωρίς την κατανίκηση του φόβου του θανάτου.

Η αληθινή ελευθερία δεν προσφέρεται με χειραφέτηση που εγκαταλείπει τον άνθρωπο στο κενό. Ελευθερία δεν είναι το άλμα στο κενό. Δεν είναι η ασυδοσία. Η ελευθερία πρέπει να έχει κάποια κατεύθυνση και κάποιο σκοπό, γιατί αλλιώς οδηγεί στο χάος. Και η κατεύθυνσή της όμως δεν πρέπει να είναι κάποιος περιοριστικός μονόδρομος, αλλά απειροδιάστατη προοπτική για απεριόριστες προσωπικές επιλογές. Αυτό ακριβώς προσφέρεται με τον Χριστό. Η ένταξη στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, είναι είσοδος στην κοινωνία της αληθινής ελευθερίας· στην κοινωνία της θεώσεως.

Η ένταξη στο σώμα του Χριστού δεν καταργεί την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ούτε αφανίζει την υπόστασή του, αλλά αποτινάσσει την φθορά της αμαρτίας «καθ’ ομοιότητα της του Κυρίου σαρκός», (1) παρέχοντας στον άνθρωπο την οντολογική βάση για την πλήρη καταξίωση και τελείωσή του. Καθιστά τον άνθρωπο μέτοχο της άκτιστης ζωής του Χριστού. Και στον βαθμό που ζει ενωμένος με τον Χριστό, λυτρώνεται από τον φόβο του θανάτου και είναι όντως ελεύθερος.

Με την κοινωνία του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού οδηγείται ο άνθρωπος στην ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και συνδημιουργός της ελευθερίας του. Η δημιουργική συμμετοχή έγκειται στον αγώνα του να αποστραφεί την αμαρτία και να ζήσει μέσα στον κόσμο ως αναστημένος άνθρωπος, «εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6:4). Χωρίς αυτόν τον αγώνα και την υπομονή εκούσιων και ακούσιων παθημάτων από αγάπη για τον Χριστό ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει και να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του ως ελεύθερο πρόσωπο (2).

Η ηθική τελείωση του ανθρώπου συμβαδίζει με την τελείωσή του στην ελευθερία. Και τα στάδια της ηθικής τελειώσεως είναι στάδια τελειώσεως στην ελευθερία. Όποιος προσεγγίζει τον Θεό ως «δούλος» ή «μισθωτός», αγνοεί την αληθινή ελευθερία. Συμμορφώνεται με νόμους που βρίσκονται έξω από αυτόν, ενεργεί με ιδιοτέλεια και δεν διαθέτει πλήρη ελευθερία. Μόνο ο «υιός» γνωρίζει αυτήν την ελευθερία, γι’ αυτό ονομάζεται και ελεύθερος.

Η εν Χριστώ ελευθερία είναι απεριόριστη τελείωση στην αγάπη και την αλήθεια. Δεν υπάρχει ατομική ελευθερία, όπως δεν υπάρχει και ατομική σωτηρία. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός ταυτίζει την ελευθερία του ανθρώπου με την επίγνωση της αλήθειας (Ιω. 8:32). Η ελευθερία που αδιαφορεί για την αλήθεια εκφυλίζεται. Και η ελευθερία που στηρίζεται σε συμβατική αλήθεια είναι επίσης συμβατική. Για να γνωρίσει ο άνθρωπος την αλήθεια και να ζήσει την ελευθερία, πρέπει να τηρεί τις εντολές του Θεού (Ιω. 8:31-2). Συντονιζόμενος με τις θείες εντολές δεν υποτάσσεται σε κάποια ξένη εξουσία, αλλά διατηρείται στους όρους της φύσεώς του, γιατί οι εντολές φυλάσσουν «τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας» (3) και αποκαθιστούν την μη αλλοτριωμένη ζωή.

(1) Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί θεολογίας και οικονομίας 2,84, PG 90,1164BC.

(2) Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 52010, σ. 126.

(3) Βλ. Μάρκου Ερημίτου, Περί του θείου βαπτίσματος, PG 65, 992A.

Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 235 (απόσπασμα από το κεφάλαιο 16. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ).

 

TOP NEWS