Οι επέτειοι, ιδίως οι μεγάλοι όπως τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως, φέρνουν πάντα την ιδέα ενός προσκλητηρίου νεκρών. Είναι μία τελετουργική τομή, ένα ρήγμα στον χρόνο, όπου βρίσκουν ευκαιρία να εξέλθουν στην επιφάνεια οι ψυχές των προγόνων, των αγωνιστών και όλων των θυμάτων του Αγώνα, πολλές εκατοντάδες χιλιάδες!
Παραδοσιακά η 25η Μαρτίου προσφέρεται για την έξαρση των αγωνιστών. Δεν έχει νόημα να βάλουμε κάτω έναν αποδεικτικό μηχανισμό, σαν σχολαστικοί, να βρούμε τα συν και τα πλην, μια κοπτική-ραπτική. Να ζήσουμε το μυστήριο πρέπει, την αύρα, τον παλμό τους.
Κάποιοι όμως βλέπουν ενοχλητική την έτσι παρουσία τους, διότι όποιος δώσει ένα κομμάτι της ψυχής του ή και την ψυχή του για τον αγώνα, γίνεται Κριτής. Οπότε αντέστρεψαν τους όρους, έγιναν αυτοί κριτές. Αργά, ψυχρά, απαίσια.
Αμόρφωτοι άνθρωποι ήταν οι περισσότεροι αγωνιστές. Δεν έχει, όμως, σημασία. Τουναντίον, η άξεστη συμπεριφορά τους ήταν εγγύηση επιτυχίας. Ζώντας στα άπαρτα βουνά οι περισσότεροι, μετέφεραν αμέσως όταν κλήθηκαν τον αέρα της ελευθερίας τους παντού όπου θα γινόταν η μεγάλη αναμέτρηση με αντίπαλο μία αυτοκρατορία 400 χρόνων που είχε ήδη διανύσει έναν κύκλο ακμής και ευρισκόμενη σε πτώση. Έναν αιώνα μετά θα είχε καταργηθεί. Με αυτόν τον αέρα της βιολογικής υπεροχής, της θέλησης για ζωή, άντεξαν τις δυσκολίες, κυριάρχησαν.
Ας σκεφτούμε τί είπε ο Αλέξανδρος ο Μέγας στους στρατιώτες του, όταν τελείωσε ο δεκαετής πολεμικός κύκλος τους στην Ασία. «Πετύχατε το ακατόρθωτο που δεν πέτυχε κανένας, εσείς, τα παιδιά και εγγόνια τσομπαναραίων!». Άλλαξαν, όμως, την ιστορία του κόσμου. Οι λαϊκοί ασκητικοί άνθρωποι της υπαίθρου έχουν τη δική τους δημοκρατία, που τους ενώνει σε μια πυγμή χωρίς νομικισμούς και αυταρχικότητα.
Αυτό έκαναν οι επαναστάτες του 1821, αν αφαιρέσουμε την πάντα υφέρπουσα σκοτεινή πλευρά των αναγκών της ζωής με τη διελκυστίνδα μεταξύ των μικροεγωϊσμών και μικροσυμφερόντων που αποδεικνύουν θέληση για ζωή. Προτιμούσαν τον θάνατο παρά να γυρίσουν πίσω, στα καταναγκαστικά.
Αντίθετα, είπαν μερικοί σοφολογιώτατοι «ο τάδε οπλαρχηγός ήταν τέτοιος, ο δείνα διαφορετικός, ο τρίτος περίεργη ιστορία». Οι επαναστάτες δεν ήταν εκπαιδευμένοι σε τακτικό στρατό. Ούτε και οι Οθωμανοί είχαν τακτικό στρατό, αλλά γενιτσαρικό, γι’ αυτό κάλεσαν τον επαγγελματικό των Αιγυπτίων. Προέρχονταν από τη μεγάλη παράδοση της ανταρσίας της ελληνικής υπαίθρου, η οποία στον βαθμό που τα φορητά όπλα δεν ήταν απόλυτης ισχύος ακόμη, είχε πέραση μέχρι και τον Β΄ ΠΠ, στο τότε αντάρτικο της Κατοχής.
Τόνισαν ακόμη: «Αν δεν ήταν το Ναυαρίνο (1827) …!» Ουδέν πλέον απροσδιόριστον. Κι αν είναι έτσι, γιατί δεν λένε τα εμπόδια που έβαζαν ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Επανάσταση, ιδίως μετά το 1815, με την Ιερά Συμμαχία; Ότι ανέτρεψαν το αρχικό σχέδιο για κατάργηση του σουλτανάτου, ότι Ευρωπαίοι συνέλαβαν τον αρχηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη και επέβαλαν μια επανάσταση χωρίς φυσικό αρχηγό, επαγγελματία στρατιωτικό! Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα οι Έλληνες δεν γνώριζαν με ποιους ήταν οι Ευρωπαίοι, με ’μας ή τους Τούρκους. Το εξέφρασε τόσο εύγλωττα ο Σολωμός: «Αραπιάς άτι Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπι Άγγλου»! Εμάς εκτός από εθελοντές Φιλέλληνες ποια δύναμη συνέδραμε;
Μας έβαλαν ακόμη σε αμφιβολία αν οι επαναστάτες ήταν ή έγιναν μετά Έλληνες. Η ελληνική καταγωγή συνειδητοποιείται το λιγότερο από τον 13ο αιώνα. Αλλά ήταν οι υποχρεώσεις στο υπάρχον ελληνορωμαϊκό κράτος, τα δικαιώματα που υπήρχαν και αναγνωρίζονταν και τότε διεθνώς και μείναμε Ρωμιοί, Ρούμ. Ήταν το ρωμαϊκό κράτος των Ελλήνων, Ελληνοφώνων. Γιατί όμως τέτοιες υπαρξιακές αναζητήσεις τέτοια ώρα; Δεν ικανοποιούνται να τα λένε στα σπουδαστήρια των σχολών τους;
Επόμενο ήταν που δεν έδωσαν έμφαση στην Επανάσταση, αλλά με αφορμή την Επανάσταση, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους, το μέλλον του ελληνικού κράτους, δήθεν. Μας θεωρούν νέο έθνος που μας δημιούργησε το νέο κράτος. Όχι το παλαιό έθνος που δημιούργησε νέο κράτος.
Μερικοί από αυτούς που ανέλαβαν τη διοργάνωση των 200 Χρόνων, είχαν άλλα στο νου τους, πώς να συνδέσουν ακόμη πιο πειθήνια τους επιγόνους των επαναστατών με το άρμα τώρα της Ε.Ε., η οποία φυσικά είναι υπεράνω κριτικής. Ταυτόχρονα να μας υποδείξουν ότι αυτοί είναι εκεί, κι εμείς οι λαϊκοί, ως άνθρωποι με χοντρά ελαττώματα σαν του Καραϊσκάκη, μικρόνοια σαν του Μακρυγιάννη. Άρα να αναγνωρίσουμε αυτούς ως κριτές των πάντων, από την αρχή τους νεώτερου κράτους μας.