Dogma

Η απιστία είναι γέννημα του ορθολογισμού

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Κυριακή του Θωμά η Κυριακή που μας πέρασε. Έχει οριστεί από την Εκκλησία να εορτάζεται σταθερά την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα. Τί ήταν όμως ο Θωμάς και γιατί τού έχουμε αφιερώσει την Κυριακή μετά τη  Ανάσταση του Χριστού. Είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Ανάσταση ο Θωμάς σε σύγκριση με τους άλλους Μαθητές του Χριστού; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μάς την δώσουν οι σκέψεις που ακολουθούν. Όπως είναι γνωστό από τις πληροφορίες που μάς δίνουν τα Ευαγγέλια, ο Θωμάς ήταν ένας από του Μαθητές του Χριστού, ο οποίος διατηρούσε πάντα επιφυλάξεις, όταν άκουγε να γίνεται λόγος για συμβάντα, που δεν τα είχε δει ή δεν ήσαν ξεκαθαρισμένα μέσα του. Τον θυμόμαστε από την τελευταία ομιλία του Χριστού προς του Μαθητές Του λίγο προ του Εκουσίου Πάθους Του, να εκφράζει την απορία του σε όσα τούς έλεγε ο Ναζωραίος, ότι δηλ. γνωρίζουν, όχι μόνο πού υπάγει, αλλά  και την οδόν που πορεύεται. Στο άκουσμα αυτής της αποστροφής του Χριστού είχε παρατηρήσει τότε ο Θωμάς ότι «δεν ξέρουμε, Κύριε, πού πηγαίνεις. Πώς λοιπόν μπορούμε να γνωρίζουμε την οδόν που πορεύεσαι»; (Ιω, ιδ΄ 5). Η απορία αυτή, εάν διατυπώνετο από κάποιον που δεν είχε μαθητεύσει κοντά στον Χριστό και δεν είχε ακούσει όσα κατά καιρούς είχε προαναγγείλει στους Μαθητές Του για την Σταυρό-Αναστάσιμη πορεία Του, θα ήταν δικαιολογημένη. Για τον Θωμά όμως ήταν αδικαιολόγητη. Αναρίθμητες φορές ο Διδάσκαλος Ιησούς μιλώντας στους όχλους παρουσία των Μαθητών Του είχε αναφερθεί στην οδό του Μαρτυρίου Του, που θα επισφράγιζε το τέλος της αποστολής Του στην γη και την επιστροφή στους κόλπους του Πατρός Του δια της Αναστάσεώς Του. Ο Θωμάς όμως ήταν περισσότερο από όλους τους άλλους Μαθητές προσκολλημένος στον ορθολογισμό, ο οποίος δεν αποδέχεται τίποτε, εάν δεν συνοδεύεται από τα αποδεικτικά του πειστήρια. Γι’ αυτό, όταν οι άλλοι Μαθητές τού είπαν «εωράκαμεν τον Κύριον», ο Θωμάς τους μίλησε με την γλώσσα του ορθολογισμού: «Εάν δεν δω τις πληγές από τα καρφιά στα Χέρια Του και εάν δεν βάλω το δάκτυλό μου στις πληγές αυτές και εάν δεν ακουμπήσω το χέρι μου στην τραυματισμένη από την λόγχη Πλευρά Του, δεν πρόκειται να πιστέψω τίποτε από όσα μου λέτε. Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια εκείνα, για τα οποία με βεβαιώνετε». Ο Πανταχού Παρών Κύριος δεν χρειαζόταν φυσικά καμιά ενημέρωση από κανένα για τον διάλογο του Θωμά με τους άλλους Μαθητές. Ήταν εκεί αοράτως παρών και τα άκουσε όλα.

Έτσι, όταν μετά από οκτώ ημέρες από την πρώτη Του επίσκεψη, ξαναπήγε ο Χριστός στο μέρος, όπου ήσαν συναθροισμένοι οι Μαθητές και είχαν πάλι κλειδαμπαρωμένες  τις πόρτες για τον φόβο των Ιουδαίων, είχε την βεβαιότητα, ως Παντογνώστης, ότι αυτή την φορά ήταν εκεί μαζί τους και ο Θωμάς. Εισήλθε λοιπόν αοράτως στο δώμα και στάθηκε ανάμεσα στους Μαθητές Του. Αφού πρώτα τούς χαιρέτισε όλους με τον γνώριμο χαιρετισμό Του, «Είρήνη υμίν», στράφηκε ύστερα στον Θωμά και τον κάλεσε να Τον πλησιάσει και να Τον Ψηλαφήσει, όπως τού υπαγόρευε ο ορθολογισμός που κατηύθυνε την σκέψη του: «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε», του είπε, «και φέρε την χείρα σου  και βάλε εις την πλευρά μου  και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιω, κ΄ 27-29). Ο ορθολογισμός είχε μπροστά του τα πειστήρια που ζητούσε και υπέδειξε στον Θωμά να γονατίσει και να αναφωνήσει: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»! Για να σχολιάσει ο Αναστημένος Θεάνθρωπος την συμπεριφορά του Μαθητή Του και να παρατηρήσει ότι πίστεψε στην Ανάστασή Του, επειδή Τον είδε με τα ίδια του τα μάτια με νωπές ακόμη τις πληγές στα Χέρια Του και στην Πλευρά Του. Και να μακαρίσει στο τέλος ο Χριστός όλους εκείνους, που πιστεύουν στην Ανάστασή Του, χωρίς να έχουν δει Αναστημένο τον Κύριο. Ο Θωμάς λοιπόν υπήρξε εκείνος, στον οποίο συναντώνται τόσον η δυσπιστία στην Ανάσταση, όσο και η θερμή ομολογία της πίστης σε αυτήν. Διαποτισμένος ο Θωμάς από τον ορθολογισμό που καθοδηγούσε την συμπεριφορά του, εκπροσωπεί διαχρονικά όλους τους ορθολογιστές αρνητές του Εσταυρωμένου Θεανθρώπου, που δεν στέργουν να πιστέψουν στην Ανάστασή Του, εφ’ όσον δεν την είδαν με τα μάτια τους και δεν έχουν χειροπιαστά τεκμήρια αυτής. Θα ήθελαν και αυτοί να ψηλαφήσουν τον Χριστό σαν τον Θωμά, για να πεισθούν για την Ανάστασή Του. Χωρίς όμως να είναι και πάλι βέβαιο ότι κάποιες διαστροφές του μυαλού μας, επηρεασμένες από διάφορα βιωματικά τεχνάσματα, δεν θα οδηγούσαν από άλλο δρόμο στην απόρριψη της Ανάστασης του Χριστού. Όποιος όμως προσπαθεί να προσεγγίσει τον Θεό με τον ορθολογισμό, δεν θα μπορέσει να Τον δει ποτέ. Όχι διότι δεν υπάρχει Θεός, για να Τον δει, αλλά διότι Τον αναζητεί με εντελώς απρόσφορο τρόπο. Ο Θεός δεν είναι το τελικό συμπέρασμα μιας λογικής αλληλουχίας σκέψεων, που συντηρούν τον ορθολογισμό, αλλά μια συνάρτηση της καρδιάς μας με τον Δημιουργό και Κυβερνήτη του Σύμπαντος. Ο ορθολογισμός διαφεντεύει την σκέψη των ανθρώπων. Είναι όμως ανίκανος να εισέλθει στον χώρο της καρδιάς τους, ακριβώς όπως συμβαίνει και με ένα διαστημόπλοιο, που δεν μπορεί να ξεφύγει από την γήινη ατμόσφαιρα  και να τεθεί σε κάποια τροχιά του ουρανού, εάν δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια.

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί εδώ με έμφαση ότι το φαινόμενο της δυσπιστίας του Θωμά δεν ήταν μοναδικό μεταξύ των Μαθητών του Χριστού. Αρκεί να θυμηθούμε λ.χ., την απορία που είχε διατυπώσει προς το Κύριο προ του Πάθους Του ο Φίλιππος, όταν Τον άκουσε να λέει: «ει εγνώκειτέ με και τον Πατέρα μου εγνώκειτε αν», για να Του ζητήσει ο Φίλιππος να τούς δείξει τον  Πατέρα, ώστε να πεισθούν για την ταυτοπρωσωπία Υιού και Πατρός: «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν». Για να έλθει η αποστομωτική απάντηση του Ιησού: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί. Και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ, εώρακε και τον  Πατέρα. Και πώς συ λέγεις, δείξον υμίν τον Πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»; (Ιω, ιδ΄ 8-10). Δυσπιστία είχε εκφράσει ακόμη και ο Πέτρος προς τον  Χριστό, όταν Τον είδε μέσα στην νύχτα να περπατάει επάνω στα κύματα, και για να αποδείξει στους Μαθητές Του ότι δεν είναι φάντασμα, Του ζήτησε να τον καλέσει να κατεβεί από την βάρκα και να πάει προς ο μέρος του Διδασκάλου περπατώντας και αυτός επάνω στα κύματα. Μόλις όμως άρχισε να βουλιάζει ο Πέτρος στην θάλασσα παρακάλεσε τον Χριστό να τον σώσει, για να ακούσει από Αυτόν, καθώς τον έπιανε από το χέρι, την επιτίμησή Του: «Ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας»! Ρωτούσε δηλ. ο Ναζωραίος τον Πέτρο να Του απαντήσει, τί ήταν εκείνο, που τον έκανε να φοβηθεί, η αμφιβολία του ότι Αυτός που τον καλούσε κοντά Του ήταν ο Χριστός ή η αμφιβολία του, αν μπορούσε ο Χριστός να κάνει προς χάρη του και αυτό το θαύμα; (Ματθ ιδ΄ 27-31). Την απιστία των Μαθητών Του θεώρησε επίσης ο Χριστός ως εξήγηση της αδυναμίας τους να θεραπεύσουν τον δαιμονιζόμενο νέο, όταν ερώτησαν τον Διδάσκαλο: «Διατί ημείς ούκ ηδυνήθημεν εκβαλείν τα δαιμόνια» (γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να του βγάλουμε τα δαιμόνια;). Για να έλθει και πάλι αποστομωτική η απάντηση του Κυρίου: «Δια την απιστίαν υμών».

Όσοι λοιπόν θέλουμε να προσεγγίσουμε και να βιώσουμε το Θαύμα της Αναστάσεως του Χριστού, πρέπει να απεκδυθούμε την «φορεσιά» του ορθολογισμού, που μάς κρατάει καθηλωμένους στα γήινα και να βάλουμε στην πίστη μας τα «φτερά» της καρδιάς μας. Διότι μόνον αυτή μπορεί να μας σηκώσει τόσο ψηλά, για να μπορέσουμε από εκεί να δούμε την Βασιλεία των Ουρανών και να απολαύσουμε το ανέσπερο Φως, που αντικατόπτρίζει εδώ στην γη η Ανάσταση του Κυρίου.  Ο υμνωδός του Ακαθίστου Ύμνου, που μάς εξηγεί, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τον «ξένον τόκον» της Παρθένου, υπονοεί ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε και το Θαύμα των Θαυμάτων: Την Ανάσταση του τεχθέντος Θεανθρώπου. «Ξένον», λοιπόν, «τόκον (άλλα και ξένην Ανάστασιν) ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου τον νουν εις Ουρανόν μεταθέντες…».