Η αρχή του τέλους
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος
Αποτελεί και αυτό ένα από τα πλέον παράλογα και δυσθεώρητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μας: η αλογία του λόγου, ο απερίσκεπτος σκεπτικισμός, η ελλόγιμη «λογιοσύνη» που καταδικάζει και απεμπολεί την έννοια και υπόσταση του ανθρωπίνου προσώπου, η ελεύθερη ασυδοσία και η ασύδοτη ελευθερία, ο κατακερματισμός της ουσίας και η αστείρευτη εμμονή στο κατακερματισμένο «φαίνεσθαι».
Πορεύεται ο άνθρωπος – αλήθεια, για που άραγε; – και λησμονεί πως «ξενοδοχείται επί της γης», ως γλαφυρά σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος! Πορεύεται ο άνθρωπος χωρίς πρότυπα και ιδανικά, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, ανήμπορος¨»νέα χαραυγή» να δει, ανίκανος πνευματική προσπάθεια να κάμνει.
«Προσευχή χρειάζεται, κάντο θέμα προσευχής», μάς έλεγε συχνά ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Προσευχή να δώσει ο Πανἀγιος Θεός να καταλάβεις το πρόσκαιρον και απατηλόν της παρούσης διαμονής επί του κόσμου τούτου. Ἐπειτα όλα εισέρχονται σε «πρόγραμμα». Έλεγε συχνά ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Άμα κουρδιστεί το ρολόι μετά μη φοβάσαι. Μετά όλα είναι πιό εύκολα». Να «κουρδίσουμε» λοιπόν τα πνευματικά μας ρολόγια, νά η απάντηση στην ακρασία της τελευτής του αιώνος τούτου! Αυτὀ σημαίνει να αγαπήσουμε την προσευχή, όχι να καταπιαστούμε με προσευχητικές ενασχολήσεις και ακολουθίες της νυχθημέρου απλώς! Νά εγκολπωθούμε την προσευχή, να την κάμνουμε ομοία φύση, εντευκτήριο της καρδιάς, καθέδρα τον αδάμαστο νου μας της Παναγίας Τριάδος! Είναι όμως δυσθεώρητο, γράφω, το γνώρισμα αυτό της εποχής μας, ο άνθρωπος να ζητάει τα χαρίσματα του τέλους πριν κάμνει αρχή! Προσδοκάς εμπειρία χωρἰς αγώνα, χωρίς κόπο και πόνο, χωρίς πνευματικούς κοπετούς, άνευ πίστης θερμής και ζωηφόρου! Προσμένεις «χαρίσματα» πνευματικά και λησμονείς το χάρισμα της ασκήσεως! Ναι, περί χαρίσματος πρόκειται, ανειπώτου χαράς και γλυκυτάτης εκφράσεως, πολλές δε φορές, αν όχι όλες, ανεκδιηγήτου και ανεκφράστου! «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα» λέγουν οι Πατέρες! Εκείνοι ήξεραν!
«Πάσα προσευχή, εν ταπεινότητι και συντριβή καρδίας γινομένη, ανυψούται εις τας υπεράνω ταύτης της γης χώρας, όθεν έπειτα κατέρχεται εφ’ ημάς ως δρόσος ευεργετική, εξομαλίζουσα και ευθείαν ποιούσα ημίν την εις την ουράνιον πατρίδα άνοδον. Η δε ολιγωρία και λήθη της προσευχής εγκαταλείπει ημάς εις πάσαν την ξηράν και άγονον ματαιότητα της ημετέρας διανοίας, εις πάσαν την στείρωσιν και αφορίαν της πτωχής ημών φύσεως»[Η ισχύς της προσευχής, στο περιοδικό «Ευαγγελικός Κήρυξ», αριθμ. 6, Ιούνιος 1861, σελ. 279]. Ενθυμούμαι αμυδρά τον γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη που έλεγε χαριτωμένα: «Την ὠρα που ξυπνάς μέσα στη διάρκεια της νύχτας, πρόσεχε, μην κοιμηθείς πάλι, αγωνίσου να κρατηθείς ξύπνιος! Ο φύλακας Άγγελός σου σε ξύπνησε για να κάμνεις προσευχή! Πρόσεχε, κράτησε τον εαυτό σου στις επάλξεις»!
Η παραλογία των καιρών είναι αποτέλεσμα προσευχητικής ανομβρίας και ψυχικής αγρανάπαυσης. Η προσευχή, όσο περνάει ο καιρός γίνεται γλυκύτερη, αναπαύει ολοένα και περισσότερο, «πληροφορεί» ορθόπρακτα και ασφαλέστερα με βάση την πνευματική εμπειρία ενός εκάστου. Με τον καιρό μαθαίνει η γλώσσα, διδάσκεται ο νους, ζεσταίνει η καρδιά! Έρχεται καιρός, λέγουν οι Πατέρες, που λησμονείς καί τροφή καί ανάπαυση καί συγγενείς καί φίλους, δεν έχεις καιρό τίποτα άλλο να σκεφθείς, μόνο «Κύριε Ιησού Χριστέ , Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» στο στόμα φέρεις και στο νου και στην καρδιά και τότε…! Τὀτε, «σπάει» η καρδιά σου, χιλιάδες μικρά κομμάτια γίνεται και απορείς πως δύνασαι, πως μπορείς, πως μπορείς και αναπαύεσαι στα ελάχιστα και απλά, πως μπορείς και διάγεις θεοφιλώς με ένα κομποσχοίνι στο χέρι!