Η διαχρονικότητα της θείας λατρείας
Στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Παρακολουθώντας κάποιος σήμερα τη Θεία Λατρεία συνειρμικά κάνει ορισμένες συγκρίσεις με τα βιώματα και τις εικόνες που κουβαλάει από άλλες εποχές. Και διαπιστώνει πολλές αλλαγές. Δυστυχώς, προς το χειρότερο. Oχι στο τυπικό της Θείας Λατρείας, το οποίο έχει μείνει ασφαλώς αμετάλλαγο, αλλά στις συνθήκες, υπό τις οποίες τελείται σήμερα η Θεία Λατρεία.
Μπαίνοντας κατ’ αρχάς κάποιος σε μία Εκκλησία την Κυριακή, την ώρα της Θείας Λειτουργίας, διαπιστώνει μία αξιοσημείωτη βαθμιαία μείωση του πληθυσμού των πιστών που εκκλησιάζονται. Η διαπίστωση αυτή είναι εμφανέστερη στα χωριά. Και δεν οφείλεται βέβαια στη μείωση των κατοίκων του χωριού ή άλλων αστικών περιοχών, αλλά στην αύξηση ενός καταστροφικού «φαινομένου», που μοιάζει με το «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Μόνο που το «φαινόμενο» αυτό δεν «καίει» στη συγκεκριμένη περίπτωση το περιβάλλον, αλλά την πίστη των ανθρώπων στον Θεό. Δεν είναι η έγνοια για τα «καψαλισμένα» γέρικα «δένδρα» από το «φαινόμενο». Για τα νεαρά «δενδρύλια» είναι. Ψάχνεις σήμερα να βρεις τρυφερούς «βλαστούς» μέσα στην Εκκλησία και σε πιάνει αποκαρδίωση. Τόση πια ζημιά έχει κάνει ο «λίβας» του «φαινομένου»;
Παλιότερα οι «βλαστοί» αυτοί γέμιζαν ασφυκτικά τις Εκκλησίες. Και έφερναν μέσα στους Ναούς τη «δροσιά» των «χυμών» της άδολης καρδιάς τους. Αυτή ήταν η ανοιχτή «θύρα» εισόδου του Θεού στις ψυχές τους. Και κουβαλούσαν την «αύρα» της Ευλογίας Του στη ζωή τους. Το «άρωμα» της αγνότητάς τους έσμιγε τις ώρες της Θείας Λατρείας με την «οσμή» της ευωδίας του θυμιάματος. Και όλα μαζί πλαισίωναν το «Φως» το «ιλαρόν», που δεν φοβάται κανένα σκοτάδι. Και πρωτίστως βέβαια το σκοτάδι της αθεΐας.
Τι κάνει σήμερα η Εκκλησία για να ανακόψει την επέκταση αυτού του «φαινομένου του θερμοκηπίου» μέσα στους κόλπους της; Έχει ελέγξει τα «κλιματιστικά» της, για να δει αν οι «τουρμπίνες» τους φέρνουν το απαραίτητο «αντίβαρο» «δροσιάς» απέναντι στο σχετικό ενδημικό «φαινόμενο»; Δυστυχώς τα «κλιματιστικά» της Εκκλησίας είναι «χαλασμένα» εδώ και πολύ καιρό και δεν λειτουργούν σωστά. Όχι μόνο κατά την «Θεία Λατρεία», αλλά και γενικότερα μέσα στην ατμόσφαιρα του κοινωνικού μας περίγυρου. Έτσι, αντί να μειώσουν την ένταση της ζημιάς που προξενεί το «θερμοκήπιο», ασυναίσθητα την επιτείνουν.
Έχω κατ’ επανάληψη επισημάνει τον σημερινό «ξύλινο» και ακατανόητο λειτουργικό λόγο της Εκκλησίας, που αποτελεί αποτρεπτικό στοιχείο προσέλευσης των νέων στην Θεία Λειτουργία. Τουλάχιστον εκείνων που δεν έχουν πληγεί βαριά από το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και διατηρούν ακόμη τη διάθεση να συμμετάσχουν στην Θεία Λατρεία. Αναγνώσματα, Ευχές, Ψαλμοί, Υμνογραφία και συναφή λειτουργικά κείμενα ακούγονται στην «κινέζικη» γλώσσα, της οποίας την κατανόηση δυσκολεύουν περισσότερο ο «αμανεδισμός» των ιεροψαλτών και ο αναγνωστικός «ψευδισμός» των ιεροδιακόνων ή ιερέων που τα διαβάζουν. Γιατί εξακολουθεί να συμπεριφέρεται η Εκκλησία με τρόπο που μας θυμίζει την «πόρτα του κουφού»; Τι νομίζει ότι κερδίζει με την απραξία της στο ζήτημα αυτό; Γιατί δεν κάνει μία προσπάθεια να εναρμονίσει τα λειτουργικά της κείμενα με τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, χωρίς βέβαια να απαλλοτριώνει τον γλωσσικό «θησαυρό» του πρωτοτύπου των κειμένων αυτών; Είναι δύσκολο αναμφίβολα το εγχείρημα. Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, η προσπάθεια καταξιώνεται στα δύσκολα, όταν πρόκειται να διεκδικήσεις κάτι πολύ σπουδαίο. Προσωπικά έχω διατυπώσει με πολλά άρθρα από τις στήλες της «ΚτΟ» συγκεκριμένες προτάσεις για την επίλυση του δυσχερούς αυτού ζητήματος. Ερρίφθησαν προφανώς όλες στον «κάλαθο των αχρήστων». Κάποιοι θα παρατηρούσαν ίσως εδώ ότι αυτή είναι η παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι γινόταν ανέκαθεν. Όχι μόνο την εποχή που η γλωσσική μας παιδεία διευκόλυνε τη νοηματική επικοινωνία με τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, αλλά και σε άλλες μεταγενέστερες εποχές, όταν καθιερώθηκε η δημοτική γλώσσα και αποκόπηκε έτσι ο σχετικός «ομφάλιος λώρος» με τη νοηματική επικοινωνία των εν λόγω λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας. Το επιχείρημα αποδίδει ακριβώς την πραγματικότητα και ως εκ τούτου είναι πειστικό, κατά βάση, ως αντίλογος στις προαναφερθείσες σκέψεις. Παραβλέπει όμως κάτι πολύ σημαντικό. Ότι δηλ. εκείνο που έχαναν τότε σε γλωσσική επικοινωνία οι άνθρωποι των παλαιοτέρων εποχών, το «ισοφάριζαν» με την πλησμονή της πίστης τους στον Θεό. Μπορούμε όμως να το πούμε αυτό σήμερα, όταν μας λείπει το σχετικό «αντίβαρο» και προσπαθούμε να το δημιουργήσουμε;
Δίπλα σε όλες αυτές τις ανεπάρκειες του «κλιματιστικού» της Εκκλησίας μπορούμε, νομίζω, να προσθέσουμε και την εμφανή έλλειψη ιεροπρέπειας σε πολλούς λειτουργούς της κατά την επιτέλεση της Θείας Λατρείας· μία έλλειψη που δεν τη συναντούσες σε παλιότερες εποχές ή τουλάχιστον δεν την συναντούσες στην έκταση που παρατηρείται σήμερα. Βλέπεις π.χ. τον ιερέα να εξέρχεται κάποιες στιγμές της Θείας Λειτουργίας από την Ωραία Πύλη και να θυμιατίζει τις εικόνες και ύστερα τους πιστούς. Όλοι γνωρίζουμε ασφαλώς ότι η εικόνα συμβολίζει το πρωτότυπο. Σε αυτό αποδίδεται η τιμή, όχι στο χαρτί της εικόνας. Και τι κάνει λοιπόν, πολλές φορές ο λειτουργός ιερέας την ώρα που στρέφει το θυμιατό στο πρωτότυπο; Θυμιατίζει δεξιά και αριστερά τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους χωρίς κανένα απολύτως ίχνος ευλάβειας προς το πρόσωπό τους! Ενώ θα έπρεπε να σκύψει ευλαβικά και τιμητικά την κεφαλή του προς αυτούς, κουνάει εντελώς ανέκφραστος δεξιά και αριστερά το χέρι του σαν κουρδισμένη μαριονέτα που διεκπεραιώνει απλά τον ρόλο της, υποδηλώνοντας έτσι έναν ενοχλητικό επαγγελματισμό, που δεν θα έπρεπε να παρατηρείται μέσα στην Εκκλησία, τουλάχιστον την ώρα της Θείας Λατρείας, η οποία είναι γεμάτη συμβολισμούς και υπαγορεύει ένα συγκεκριμένο εκκλησιαστικό ήθος που λείπει, δυστυχώς, σήμερα από πολλούς λειτουργούς. Η έλλειψη αυτής της ιεροπρέπειας είναι εμφανέστερη και ασφαλώς πολύ πιο ενοχλητική, όταν το θυμιατό το κρατάει στα χέρια του κάποιος αρχιερέας που χοροστατεί στη σχετική Θεία Λειτουργία. Σπάνια βλέπει κάποιος Αρχιερέα να σκύβει ευλαβικά την κεφαλή του προς το πρωτότυπο, εν ονόματι του οποίου λειτουργεί, αλλά και ασκεί τα εν γένει θρησκευτικά του καθήκοντα. Γιατί; Δεν είναι αλαζονικό να βλέπει κάποιος τέτοια συμπεριφορά από τους λειτουργούς κάθε βαθμίδος απέναντι στο πρωτότυπο, τον σεβασμό προς το οποίο προσπαθεί να εμφυτεύσει η Εκκλησία στους ανθρώπους και προπαντός στους νέους;
Το ίδιο συμβαίνει και με την επιτέλεση του σημείου του Σταυρού από τους λειτουργούς της Θείας Λατρείας. Όλοι γνωρίζουμε ότι το Σημείο του Σταυρού είναι σύμβολο και ομολογία μαζί, όπως επίσης γνωρίζουμε, πώς ακριβώς πρέπει να κάνουμε τον Σταυρό μας οι ορθόδοξοι Χριστιανοί. Γιατί λοιπόν οι λειτουργοί της Ορθοδοξίας επιμένουν να παραποιούν με το χέρι τους αυτό το Σύμβολο και να δίνουν τη σκανδαλιστική εντύπωση σε όσους τους βλέπουν ότι αυτό που ονομάζουμε Θεία Λατρεία δεν είναι τίποτε άλλο για αυτούς, παρά μόνο μία αγγαρεία;
Η τηλοψία πολλαπλασιάζει σήμερα τα φαινόμενα της λειτουργικής αλαζονείας κατά την Θεία Λατρεία, καθώς φέρνει πολύ συχνά την Εκκλησία στα σπίτια μας. Έτσι, αυτά που υπό άλλες συνθήκες θα γίνονταν ορατά από τους λίγους, υποπίπτουν σήμερα στην αντίληψη των πολλών. Δεν γνωρίζω, εάν ασχολήθηκε ποτέ η Εκκλησία με τις «διαρροές» που παρουσιάζει το «κλιματιστικό» της στα σημεία που ενδεικτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω. Έχω όμως την αίσθηση ότι εάν έκανε κάποιες «μετρήσεις», θα έβγαζε χρήσιμα συμπεράσματα, που θα την βοηθούσαν να διορθώσει τη λειτουργία των μηχανισμών της, με τους οποίους προσεγγίζει τους πιστούς.