Δύο μοναχοί ήθελαν να ασκητέψουν μαζί. Ο πρώτος συλλογίστηκε:
– Ο,τι θέλει ο αδελφός, εκείνο και θα πράξω. Και ο άλλος, όμως, σκεφθηκε το ίδιο:
– Θα κάνω πάντα το θέλημα του αδελφού μου.
Κ᾽ έζησαν έτσι μαζί, με πολλή αγάπη, γι’ αρκετά χρόνια. Ωστόσο, βλεποντας ο διάβολος την αγάπη και την ομόνοιά τους, δεν μπορούσε να το υποφέρει, και βάλθηκε να τους χωρίσει. Πάει, λοιπόν, ο δαίμονας και στεκεται μπροστά στην πόρτα τους, και φαινότανε στον ένα μοναχό σαν περιστέρι και στον άλλο σαν κουρούνα. Λέγει, λοιπόν, ο ένας στον άλλο:
-Βλέπεις, αδελφέ, κείνο το περιστέρι;
-Δεν είναι περιστέρι, του λέει ο άλλος, είναι κουρούνα.
Και μ’ αυτή τη διαφωνία, για το τι έβλεπε ο καθένας, άρχισαν να φιλονεικούν, λέγοντας και υποστηρίζοντας άλλο ο ένας, άλλο ο άλλος. Κ’ έφτασαν στο τέλος να χτυπηθούν τόσο πολύ, που πληγώθηκαν. Και, προς μεγάλη χαρά του διαβόλου, χωρίστηκαν ο ένας απ’ τον άλλο, ζωντας σαν ξένοι.
Ύστερ’ από τρεις μέρες, όμως, συνήλθαν απ’ τη μέθη του θυμού και με σύνεση ξαναγύρισαν στην πρώτη τους κατάσταση. Έβαλαν, λοιπόν, μετάνοια ο ένας στον άλλο, κι άρχισαν να εξομολογούνται και να φανερώνουν ο ένας στον άλλο εκείνο που είχαν στην καρδιά τους όταν πρωτοσμίξανε, δηλαδή να κάνει ο ένας το θέλημα του άλλου. Και γνωρίζοντας έτσι τον πολεμο που τους είχε στήσει ο αιώνιος εχθρός, έμειναν πιά για πάντα μαζί, με ειρήνη και ομόνοια σε όλα.
Εκ του Γεροντικού