Η Ευχαριστιακή Πεντηκοστή στη Θεία Λατρεία

  • Δόγμα

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Η Θεία Λειτουργία έχει προχωρήσει και φθάσαμε στην ιερή στιγμή προ του Καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Ο ιερεύς λειτουργός, ιλαρός και με ευδιάκριτη συγκίνηση, με ιερό «δέος», χαμηλοφώνως εύχεται και αιτείται ικετευτικά: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν και παρακαλούμεν σε και δεόμεθα και ικετεύομεν: κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ᾿ ημάς και επί τα προκείμενα Δώρα ταύτα. Και ποίησον τον μεν Άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού σου. Αμήν. Το δε εν τω Ποτηρίω τούτω, τίμιον Αίμα του Χριστού σου. Αμήν. Μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω. Αμήν, αμήν, αμήν». Το Άγιο Πνεύμα, κατερχόμενο επί τα Δώρα τα μεταποιεί σε Τίμια, σε Σώμα και Αίμα Χριστού, με τη δύναμη της Αγίας Τριάδος, καθώς «ο Πατήρ ευδοκεί, ο Υιός αυτουργεί και το Πνεύμα συνεργεί».

Την ώρα αυτή, την πλέον ιερή και μυσταγωγική της Θείας Λατρείας και της όλης επενέργειας και παρουσίας Τριαδικής Θεοφάνειας στα τελούμενα, πολλοί ιερείς, «αλλοιωμένοι» από τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος, γονατιστοί έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, καθυστερούν ακουσίως, λουσμένοι σε λυγμούς και δάκρυα τέτοιας υφής και εντάσεως, ώστε αδυνατούν να ψελλίσουν και να ψάλλουν τα πρέποντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γέρων Κορνήλιος Μαρμαρινός, ο Γέροντας της Χίου, που καθυστερούσε αρκετά να προχωρήσει η Θεία Λειτουργία, όταν έφθανε στον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Αλλά και ο Γέρων Ιερομόναχος Ιωακείμ, στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος: τόσο είχε «αρπαγεί» και βυθισττεί σε μια Αγρυπνία, κατά την ιερή στιγμή του Καθαγιασμού, ώστε, αθέλητα, η μακριά γενειάδα του πήρε φωτιά όταν ήλθε σε επαφή με ένα κερί στην Αγία Τράπεζα! Το αποτέλεσμα; Ευτυχώς, έσπευσαν οι παρακείμενοι πατέρες και τον βοήθησαν, έσβησαν τη φωτιά. Ο ίδιος, ο γέρο Ιωακείμ, δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό!

Ο λειτουργός συνεχίζει: «ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν εις νήψιν ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών, εις κοινωνίαν του Αγίου σου Πνεύματος…» και ακολουθεί η ανάμνηση και μνημόνευση πάντων των Αγίων και, εξαιρέτως «της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».

Οι πιστοί, όσοι έχουν τακτοποιηθεί κατάλληλα, ετοιμάζονται. Πλησιάζει η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, αναφερόμενος στον «επιούσιον άρτον», τονίζει: «Ο άρτος ο κοινός ουκ έστι επιούσιος. Άρτος δε ούτος ο άγιος, επιούσιος εστί αντί του (επί) την ουσίαν της ψυχής καταστησσόμενος. Ούτος ο άρτος, ουκ εις κοιλίαν χωρεί και εις αφεδρώνα εκβάλλεται, αλλ᾿ εις πάσαν σου την σύστασιν αναδίδοται, εις ωφέλειαν σώματος».

Και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, κάνοντας το διαχωρισμό του «επιούσιου άρτου» της Κυριακής Προσευχής και του Άρτου του Θεανθρώπου Χριστού, συμπληρώνει: «Ούτος ο άρτος εστίν η αρχή του μέλλοντος άρτου, ος εστίν επιούσιος. Το γαρ επιούσιον δηλοί ή τον μέλλοντα, τουτέστιν τον του μέλλοντος αιώνα, ή τον προς συντήρησιν της ουσίας ημών λαμβανόμενον. Είτε ουν είτε ούτως, το του Κυρίου Σώμα προφανώς λεχθήσεται». Με άλλα λόγια, ο κοινός άρτος καλείται καταχρηστικά «επιούσιος», διότι αναφέρεται μόνο στο σώμα, όχι στην ψυχή του ανθρώπου. Το Σώμα, όμως του Κυρίου λέγεται επισήμως «Άρτος επιούσιος», διότι συντηρεί ψυχοσωματικά τον πιστό που κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων.

Γι᾿ αυτό, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας υπογραμμίζει την Ευχαριστιακή Πεντηκοστή εντός της Θείας Λατρείας. Και, μάλιστα, όχι εν γένει, αλλά ειδικά τη στιγμή του Καθαγιασμού των Δώρων. Η στιγμή της καθόδου του Παρακλήτου, της Ευχαριστίας δηλαδή στο «νυν» και της Πεντηκοστής στο «τότε», καθιστά την ενέργεια Ευχαριστιακή Πεντηκοστή, όπου ο «χωροχρόνος» αλληλοπεριχωρείται και το εχθές, αφού συνενώνεται με το σήμερα, μετέχει εσχατολογικά στο εσαεί και στο αιώνιο.

Οι πιστοί προσέρχονται στη Θεία Ευχαριστία. Άλλωστε, σκοπός της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας, μετά τη δοξολογική και ευχαριστιακή ενατένιση των θείων, είναι να κοινωνήσουν  οι πιστοί. Ο Φιλαδελφείας Γαβριήλ τονίζει ότι για τρεις λόγους τελείται η Θεία Λειτουργία: α) Εις δόξαν Θεού και αίνον, και εις μνήμην του θανάτου και της Αναστάσεως Αυτού, ως ο Ίδιος είπεν: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». β) Υπέρ αναπαύσεως και αγιασμού των κεκοιμημένων ευσεβώς ορθοδόξων χριστιανών και γ) Υπέρ του αγιασμού των ζώντων. Και, πώς μπορεί ο πιστός να αγιαστεί άνευ της Θείας Κοινωνίας, του Σώματος και Αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού;

Ασφαλώς, προ της Θείας Κοινωνίας απαιτείται και προηγείται η κατάλληλη προετοιμασία από τους πιστούς, η οποία βασίζεται στην Ιερά Εξομολόγηση απαραιτήτως και επικουρικά στη συμβολή της νηστείας. Για το ζήτημα όμως, αυτό, καλόν και πρέπον είναι οι πιστοί να καταφεύγουν στις υποδείξεις και συμβουλές των πνευματικών τους πατέρων.

Αξίζει να σημειώσουμε δε ότι, στην πρώτη Εκκλησία, στα χρόνια που οι πιστοί προσπαθούσαν να εδραιώσουν την πίστη τους υπό των διωγμών εις βάρος τους, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η εικόνα πιστού που, αν και εκκλησιάστηκε, εντούτοις, δεν μετέλαβε! Διότι, ως εύστοχα τονίζει ο Νικόλαος Καβάσιλας, «της Αγίας τελετής των ιερών Μυστηρίων, έργον μεν η των Θείων Δώρων εις το Θειον Σώμα και Αίμα μεταβολή, τέλος δε το τους πιστούς αγιασθήναι δι᾿ αυτών».

TOP NEWS