Dogma

Η ευθύνη για όσα…δεν σου αναλογούν!

Πόσο η μετάνοια τακτοποιεί τον άνθρωπο και βάζει σε «πρόγραμμα» την εν γένει ζωή του.

Μια δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, έσχισε τον αέρα και πάγωσε το αίμα όλων μέσα στην τραπεζαρία του πανδοχείου.

Βοήθεια, βοήθεια, το παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος το παιδί μου᾽!
Πετάχτηκαν όλοι αλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν έξω και το θέαμα που αντίκρυσαν τους άφησε άφωνους. ῞Ενα εξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στην αγκαλιά της μάνας του, η οποία κείτουνταν χάμω στο έδαφος, κοντά στην φάτνη που ήταν η τροφή των ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά με αναφιλητά. ‘Το παιδί μου, σώστε το παιδί μου᾽, έλεγε ξανά και ξανά.

Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.

῞Ολοι κατάλαβαν περίπου τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η γυναίκα μέ τό παιδάκι της ἔφτασε στό πανδοχεῖο μέ τήν ἅμαξα πού μόλις εἶχε καταφτάσει, καί τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα κι ἔτρεξε στό μέρος πού σιτίζονταν τά ζῶα. ῞Ενα μουλάρι ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε τό παιδάκι πού εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Προφανῶς οἱ κραυγές τοῦ παιδιοῦ πανικόβαλαν περισσότερο τό ζῶο πού ἀνασηκωνόταν καί ἔπεφτε πρός τά κάτω διαρκῶς.

Τό παιδί, ὅσο ἐπέτρεπε τό φῶς τοῦ σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, μέ τσαλακωμένο τό προσωπάκι του, χωρίς νά κινεῖται, χωρίς νά δείχνει κανένα σημάδι ζωῆς.

Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός ἐξέτασε τό παιδί, προσπάθησε νά βρεῖ σημάδι ζωῆς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τό παιδάκι δέν εἶχε ἀντέξει τά κτυπήματα τοῦ ζώου. Μπροστά τους εἶχαν μόνο τό ἄψυχο κορμάκι του.

῎Επεσε νεκρική σιγή. Τά πρόσωπα ὅλων ἦταν ἀλλοιωμένα ἀπό τό τραγικό συμβάν. Οἱ πιό ψύχραιμοι πῆραν τήν γυναίκα καί τό παιδί καί τούς ἔβαλαν στό πανδοχεῖο, προσπαθώντας ὅσο μποροῦσαν νά διευθετήσουν τά πράγματα. ῎Αλλοι ἔμειναν ἔξω χωρίς νά ἔχουν κατανοήσει ἀκόμη ἐπακριβῶς τό τί διαδραματίστηκε, ἄλλοι ἄρχισαν σιγά σιγά νά συζητοῦν χαμηλόφωνα καί νά σχολιάζουν τό γεγονός.

Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.

Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!

῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς:

Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο.

῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει:

Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας.

῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν,  πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.

῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν:

῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.

Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.

Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε ἄφοβα στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽. ῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως…!᾽

Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.

Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.

Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.

῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτηκε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.

Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.

Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.

῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.

῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.

῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.

Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.

῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδια του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.

῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.

Λειμωνάριον, ᾽Ιωάννου Μόσχου

Πηγή: http://www.isagiastriados.com/