π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Η καθ’ ημάς Ανατολή, όμως, που βασίζεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία και παράδοση, μας μιλά για ένα Θεό Τριαδικό, γι’ αυτό και Αγάπη. Η αληθινή αγάπη είναι ταυτόσημη με την ελευθερία. Επειδή η δική μας αγάπη συνήθως περικλείεται στα όρια του οίκτου ή του υπερβολικού ενδιαφέροντος για το αγαπώμενο πρόσωπο, δυσκολευόμαστε να οριοθετήσουμε την ελευθερία με την αγάπη, γι’ αυτό και επεμβαίνουμε στον τρόπο ζωής του άλλου «από αγάπη, για το καλό του». Ή ταυτίζουμε την ελευθερία με την αδιαφορία.
Ο Θεός που είναι Αγάπη (Α΄Ιω. 4,8) σέβεται τέλεια την ελευθερία μας, ακόμα κι αν αυτή εκφραστεί αρνητικά για την ίδια την ύπαρξή μας. Η επέμβασή Του κατά την παράβαση της εντολής από τους πρωτοπλάστους, θα σήμαινε την κατάργηση του «κατ’ εικόνα» που τους χάρισε κι άρα «δημιουργία οποιουδήποτε άλλου α-λόγου όντος και όχι πάντως, ανθρώπου»[1]. Το ίδιο, ασφαλώς, συνεχίζεται και με μας ως πρόσωπα – άνθρωποι και όχι ζώα. Η επέμβασή Του σε κάθε απόφασή μας να ενεργήσουμε κατά πώς θέλουμε κι όχι κατά πώς Εκείνος θέλει για μας – που σίγουρα, ως Αγάπη, θα είναι υπέρ μας – καταργεί το αυτεξούσιό μας, το μεγάλο και όντως φοβερό δώρο που μας προίκισε. «Ο Θεός τίποτε δεν επιβάλλει στον άνθρωπο δια της βίας – παρόλο που είναι κτίσμα Του – ούτε την αγάπη προς Αυτόν, ως προς Πατέρα. Αποκαλύπτεται στον άνθρωπο ‘καθώς εστιν’, επιτρέποντας σε αυτόν να αντιδράσει ελεύθερα»[2]. Η τελική απόφαση να ζήσει αγαπητικά μαζί του ή όχι, αιώνια, είναι του ανθρώπου, αφού ο Θεός αγαπά το ίδιο όλους κι άρα θέλει όλοι να σωθούν. Άλλωστε, η αναγκαστική βίωση του Παραδείσου – που είναι κοινωνία αγάπης εν ελευθερία – θα σήμαινε κόλαση.
Αν «ο Θεός μπορεί να τα κάνει όλα εκτός ένα: να αναγκάσει τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει», είναι αυτονόητο πόσο βάρος έχει η ελευθερία μας, που καθορίζει την αιώνια πορεία μας. Βέβαια, η ελευθερία που ενγχωρεί στον κάθε άνθρωπο δεν είναι αδιαφορία και άρνηση ευθυνών, κατά τη δική μας συμπεριφορά και θεώρηση. Η αγάπη Του συνεχώς κινείται προς τον καθένα, με τρόπο που κατανοεί, στέλλοντάς του μηνύματα και ποτέ διαταγές, ώστε να μπορεί να θεωρήσει ακόμα και τυχαία τα διάφορα συμβάντα, ώστε να μην νιώσει πιεστικό το ενδιαφέρον Του. Να γιατί αρνείται, τις περισσότερες φορές, το θαύμα, όταν αυτό θα αναγκάσει τον άνθρωπο να Τον πιστέψει.
Όπως όλα τα βιώματα κατανοούνται εμπειρικά, έτσι και το δώρο της ελευθερίας μας, στην ουσιαστική του διάσταση. Γιατί, όσο και να δεχτήκαμε, ως άνθρωποι, τέτοιο δώρο, η κατανόηση και ανάπτυξή του χρειάζεται άσκηση, για να μεταβούμε από την αστάθεια στην «τέλεια σταθερότητα που θα εμφανιστεί στην αιωνιότητα ως έσχατο δώρο του Σωτήρος Θεού»[3].
[1] Νίκου Ι. Νικολαϊδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Θες/νίκη 2009, 6.268
[2] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ, 2016, 6.176
[3] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ, 2016, 6.94
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος