Dogma

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και το Φιλελληνικό Κίνημα (Α’)

Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Για την αποτίμηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στις διεθνείς διαστάσεις της, σημαντική είναι η αναφορά στις λαογραφικές συνισταμένες της μελέτης του φιλελληνικού κινήματος. Πρόκειται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φιλελληνισμός εξέθρεψε και υποστήριξε λαογραφικές σπουδές, υπό την έννοια της συλλογής και μελέτης λαογραφικής ύλης, κατά κανόνα δημοτικών τραγουδιών και δευτερευόντως παραδόσεων και παραμυθιών ή άλλων ειδών του έντεχνου λαϊκού λόγου.

Επίσης για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρούνται συνάφειες ανάμεσα στις λαϊκές τέχνες και στο φιλελληνικό κίνημα, υπό την μορφή άμεσων επιδράσεων και επιρροών, τις οποίες η λαογραφική έρευνα έχει εντοπίσει και μελετά.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, δηλαδή τη σχέση του φιλελληνικού κινήματος με την ανάπτυξη λαογραφικού ενδιαφέροντος και την πρακτική της συλλογής, καταγραφής και δημοσίευσης προϊόντων του ελληνικού έντεχνου λαϊκού λόγου, μπορούμε να σημειώσουμε ότι η σχέση ανάμεσα στην συλλογή δημοτικών τραγουδιών και τον φιλελληνισμό βρίσκει το αποκορύφωμά της στην περίπτωση του Γάλλου ClaudeFauriel, του οποίου το σχετικό δίτομο έργο αποτελεί την πρώτη συστηματική συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Μάλιστα, η περίπτωση του Fauriel και της συγκροτήσεως της συλλογής του έχει απασχολήσει συστηματικά ερευνητές όπως οι Αλέξης Πολίτης και Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, οι οποίοι και έχουν ερευνήσει διάφορες πτυχές της διαδικασίας αυτής.

Όσον αφορά τα δημοτικά τραγούδια, πρέπει να σημειώσουμε ότι καταγραφές και δημοσιεύσεις τους υπάρχουν και πριν τον Fauriel, ο οποίος ως γνωστόν εξέδωσε σε δύο τόμους τη συλλογή του στο Παρίσι, το 1824 και το 1825. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις σχετικές εκδόσεις του 1771 από τον Guys, του 1800 από τους Dimo και NicoloStephanopoli, του 1805 από τον Fr. Pouqueville, την συλλογή του 1814 από τον WernervonHaxthausen, η οποία παρέμεινε ανέκδοτη και εκδόθηκε το 1935, του 1819 από τον Ed. Dodwell, του 1820 από τον Thos – Smart Hughes, του 1822 από τον Bart. G. Niebuhr η οποία παρέμεινε επίσης ανέκδοτη και δημοσιεύθηκε το 1952.

Όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, η συλλογή του Fauriel υπήρξε πραγματικό ορόσημο στην προσπάθεια αυτή για την εποχή της, δεδομένου ότι έβαζε το ζήτημα σε νέες, επιστημονικότερες και φιλολογικότερες βάσεις, παρά τις παρατηρήσεις που η σχετική κριτική έχει επισημάνει. Ελληνικά δημοτικά τραγούδια από τη συλλογή αυτή, αλλά και κομμάτια ολόκληρα και μεταφράσεις της δημοσιεύθηκαν και από άλλους ευρωπαίους συγγραφείς και διανοούμενους, όπως οι N. Lemercier το 1824, WilhelmMüller, JacobHölscher, W. v. Lüdemann, LudwigLucius και GeorgReiner το 1825, Ν. Γκνέντιτς το 1825 στα ρωσικά, E. F. vonSchmidt – Fhiseldeck το 1827 και PirroAporti το 1881 στα ιταλικά.

Παραλλήλως, συνέχισαν να εμφανίζονται και άλλες συλλογές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών σε ευρωπαϊκές εκδόσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι τα τραγούδια των συλλογών αυτών είτε προέρχονταν από επιτόπια συλλογή του εκδότη, αν αυτός είχε και την περιηγητική ιδιότητα, είτε από Έλληνες φοιτητές στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και από σχετική αλληλογραφία των εκάστοτε εκδοτών. Στην πρώτη περίπτωση, ήταν συχνά τα λάθη, καθώς οι περιηγητές σπάνια γνώριζαν τα κατά τόπους ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα, και συχνά στηρίζονταν σε μεταφραστές, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν απέδιδαν πιστά όσα άκουγαν.

Αυτό παρατηρείται και στην περίπτωση καταγραφής σε ευρωπαϊκή σημειογραφία και της μουσικής των παρατιθέμενων τραγουδιών, δεδομένου ότι σπανίως αυτή η καταγραφή γινόταν επιτόπου, και στηρίζονταν στην εκ των υστέρων από μνήμης αναπαραγωγή της μελωδίας, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μόνο αν ο συλλογέας είχε μουσικές γνώσεις, η καταγραφή αυτή πλησίαζε στην πραγματικότητα.

Από την άλλη πλευρά, στις περιπτώσεις της δια αλληλογραφίας συλλογής δημοτικών τραγουδιών, ο συλλογέας και εκδότης στηριζόταν στην αξιοπιστία των πληροφορητών του, την οποία κατά κανόνα δεν μπορούσε να ελέγξει. Γι’ αυτό και βρίσκουμε στις συλλογές αυτές τα λεγόμενα «πλαστά», δηλαδή «πεπλασμένα, πεποιημένα, φτιαχτά» δημοτικά τραγούδια, που είναι μεν μέσα στο πνεύμα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, όμως δεν προέρχονται από την ανώνυμη προφορική παράδοση της οποίας ο πληροφορητής ήταν φορέας. Αντιθέτως πλάστηκαν πάνω στα χνάρια της, και κάποτε ενσωματώθηκαν στην παράδοση δια της αναπαραγωγής τους, όπως ίσως θα γινόταν και αν ο ποιητής τους τα έλεγε στο πανηγύρι του χωριού του, με την διαφορά ότι δεν υπήρχε εδώ χρόνος και χώρος για την συλλογική προφορική ποιητική επεξεργασία του αρχικού κειμένου. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Ν. Γ. Πολίτης προσδιόρισε ως «γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», για το οποίο έγινε λόγος και παραπάνω, στα σχετικά με την λαογραφική εξέταση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών που σχετίζονται με την επανάσταση του 1821 από την ελληνική Λαογραφία.

Θα συνεχίσουμε όμως και στο επόμενο κείμενό μας, καθώς το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλευρο.