Η λαϊκή θρησκευτικότητα αποτελεί πραγματικότητα με ευρύτατη διάδοση, και διαχρονική ισχύ. Σε κάθε εποχή υπάρχει, κοντά στην «επίσημη» θρησκεία, και εκείνη που ασκείται από τον λαό, παράλληλα με την πρώτη. Η «επίσημη» και η «λαϊκή» θρησκεία αποτελούν καταστάσεις σύμβιες και παράλληλες, που ωστόσο συχνά επικαλύπτονται και εφάπτονται. Στην διαπίστωση αυτή προβαίνει συχνά και η υπάρχουσα βιβλιογραφία. Για παράδειγμα η σχετική βιβλιογραφία εξετάζοντας τη σχέση μύθου και λαϊκής λατρευτικής πρακτικής στην αγγλο-ιρλανδική λογοτεχία διαπίστωσε ότι η επαλληλία αυτή, που φτάνει ως και τα όρια της αλληλοκάλυψης, είναι τόσο συχνή, ώστε να έχει αποκτήσει τις διαστάσεις ενός κοινού τόπου, στις ανάλογες λογοτεχνικές της διατυπώσεις. Ανάλογες είναι και οι παρατηρήσεις άλλων ερευνητών, οι οποίοι ανίχνευσαν διεξοδικά την επαφή μεταξύ των διαφορετικών αυτών παραδόσεων, στα πλαίσια της ίδια θρησκείας, με βάση παραδείγματα που τους παρείχε η πολύμορφη γερμανική λαϊκή παράδοση.
Οι σχέσεις αυτές κινούνται και στα δύο επίπεδα δόμησης του θρησκευτικού γεγονότος, στην ανθρώπινη ψυχή και κοινωνία, δηλαδή τόσο στον μύθο, όσο και στην λατρεία. Η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία, έδειξε με σαφήνεια τις τάσεις αυτές, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την βαυαρική λαϊκή λατρευτική παράδοση, και αποδεικνύοντας ότι η σχέση αυτή διατηρείται ακέραιη και στην σύγχρονη λαϊκή θρησκευτικότητα. Πόσο μάλλον, που στην σύγχρονη πολύπλοκη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα έχουν παρατηρηθεί διασυνδέσεις και ανάμεσα στην οικολογική πραγματικότητα και την λαϊκή θρησκευτική ταυτότητα, αλλά και ανάμεσα στην εθνική ή εθνοτική ταυτότητα και στην ανάλογη θρησκευτική πρακτική.
Aπό την άλλη πλευρά, η επιστήμη της Λαογραφίας, αντιμετωπίζοντας το ερώτημα για την χρονική διάρκεια και τα ιστορικά όρια του λαϊκού πολιτισμού, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν συνδέονται με χρονικές, αλλά με πολιτισμικές παραμέτρους. Ότι δηλαδή, σε συνάρτηση με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία, μορφές λαϊκών εθίμων, αλλά και μορφές λαϊκού πολιτισμού ευρύτερα, θα υπάρχουν, όσο θα υπάρχουν οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες . Κάθε εποχή, με τις ιδιαίτερες συνθήκες και συγκυρίες της, φέρνει αλλαγές και τροποποιήσεις στο περιεχόμενο, στις μορφές και τις εξωτερικεύσεις του λαϊκού πολιτισμού κάθε περιοχής. Για τον λόγο αυτό, τα λαογραφικά φαινόμενα είναι ιστορικά προσδιορίσιμα και κοινωνικά ερμηνευτέα, αλλά δεν παύουν να υπάρχουν, όσο εξυπηρετούν τις ψυχολογικές ανάγκες του λαϊκού ανθρώπου .
Αυτό που διαπιστώνεται για τα λαογραφικά φαινόμενα γενικότερα, ισχύει ειδικότερα και για τις μορφές της λαϊκής θρησκευτικότητας, για την εθιμικά καθορισμένη σχέση, δηλαδή, του ανθρώπου με το θείον και τον κόσμο του υπερφυσικού, όποιο περιεχόμενο κι αν δίνει κάθε λαός και άνθρωπος στις οντότητες αυτές. Ο λαϊκός άνθρωπος, είτε ζει στην πόλη, είτε δραστηριοποιείται στο χωριό, έχει άμεση ανάγκη τα θρησκευτικά του έθιμα, δια των οποίων οικειώνεται το θείον και αισθάνεται ασφαλής και προστατευμένος από τις θεότητες στις οποίες πιστεύει. Τα φαινόμενα αυτά αναλύθηκαν διεξοδικότερα σε εισηγήσεις του συνεδρίου με τίτλο «Walter Anderson and folklore studies today», που πραγματοποιήθηκε το 1996 στο Tartu της Εσθονίας, και του οποίου οι εισηγήσεις δημοσιεύθηκαν σε τόμο. Στις εισηγήσεις του συνεδρίου αυτού διαπιστώθηκαν και μελετήθηκαν οι γενικές αρχές και κατευθύνσεις που διέπουν την λαϊκή θρησκευτικότητα της εποχής μας, σε ορισμένες μορφές της οποίας παρακάτω θα αναφερθούμε, με βάση ελληνικά παραδείγματα.
Θα πρέπει ωστόσο, στο σημείο αυτό, να διατυπωθούν κάποιες παρατηρήσεις, για την πληρέστερη κατανόηση όσων θα ακολουθήσουν. Καταρχήν, η οπτική της εξέτασης εδώ είναι εκείνη της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς και της θρησκευτικής λαογραφίας, όχι της λαϊκής λατρείας, στην οποία και περιοριζόταν η παλαιότερη ακαδημαϊκή λαογραφία. Μας ενδιαφέρει δηλαδή το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με τη θρησκεία, ακόμη και στις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους τους, και όχι οι μορφές εθίμων που θα μπορούσαν να αναχθούν στο παρελθόν, σε προχριστιανικές κληρονομιές, στο πλαίσιο αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «λαογραφία της συνέχειας». Αυτό, με τη σειρά του, δεν σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε από τα πλαίσια της επιστήμης της λαογραφίας, αλλά ότι ακολουθούμε την ιστορικοκοινωνική μέθοδο, όπως την προσδιόρισε η νέα ελληνική λαογραφία, με σεβασμό στο παρελθόν και την παράδοση της επιστήμης μας.