Η ελληνική λαϊκή λατρευτική ζωή στις σύγχρονες εκδοχές της – Ε΄
Του Δρος Μ. Βαρβούνη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
Η σχετική με τις ενορίες βιβλιογραφία, είτε επικεντρώνεται στην θεολογική πλευρά του έργου και της σημασίας της, είτε πραγματοποιεί ιστορικές αναγωγές στην κοινότητα, συχνά με την δημοσίευση και χρήση ενοριακών αρχείων και κωδίκων, χωρίς ωστόσο να επισημαίνει την πολλαπλή λειτουργικότητα και την εθνικά και θρησκευτικά πολύτιμη δράση της ενορίας κατά την ιστορική διαδρομή του Γένους. Οι λίγες εξαιρέσεις που υπάρχουν, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι ενορίες λοιπόν προσφέρουν άφθονο υλικό για μια νέα προσέγγιση, ιστορική, θεολογική και λαογραφική μαζί, για μια νέα διεπιστημονική θεώρηση του έργου και της προσφοράς τους, η οποία οπωσδήποτε βρίσκεται στους στόχους και τα ζητούμενα του κλάδου της «θρησκευτικής Λαογραφίας».
Το ζήτημα όμως δεν εξαντλείται εκεί, αφού οι ενορίες και το ενοριακό σύστημα συνεχίζουν να αποτελούν ζωντανές μονάδες πίστης και λατρείας, μέσα στο μεγάλο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, και έχουν να προσφέρουν πολλά και σημαντικά στον ταλαιπωρημένο και γεμάτο αγωνία άνθρωπο των ταραγμένων καιρών μας. Φυσικά, οι αλλαγές συνθηκών επέβαλαν και αλλαγές στις εξωτερικές εκδηλώσεις και τις δράσεις των ενοριών, αφού το κέντρο και η ουσία παραμένουν πάντοτε τα ίδια : η ενορία αποτελεί μέρος του σώματος των πιστών, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός, έναν ουσιώδη και μοναδικό τρόπο οργάνωσης των πιστών μέσα στην αγάπη της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου μας. Όπως παλαιότερα εύστοχα έγραψε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, η ενορία είναι «ο Χριστός εν μέσω ημών».
Η σχέση όμως των μελών της ενορίας μεταξύ τους, αλλά και με τους εφημερίους και τους κληρικούς που υπηρετούν εκεί, κινδυνεύουν να διαταραχθούν στα πλαίσιο των πολυάνθρωπων και απρόσωπων μεγάλων πόλεών μας. Ξέρουμε από τις διάφορες λαογραφικές καταγραφές ότι παλαιότερα, σε ορισμένα χωριά, ο ιερέας δεν έψαλε το «Χριστός Ανέστη», αν δεν ήταν παρόντα όλα τα μέλη της ενορίας, που δεν κωλύονταν από ανυπέρβλητα προβλήματα, για να το ακούσουν. Έστελνε μάλιστα τους επιτρόπους να καλέσουν όσους έλειπαν, για να ακούσουν όλοι μαζί τον «καλό λόγο». Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν σήμερα αδιανόητο, σε μεγάλες ενορίες των αστικών μας κέντρων, όπου οι εφημέριοι, παρά την καλή τους θέληση και τις συνεχείς εργώδεις προσπάθειές τους, είναι αδύνατον να γνωρίζουν προσωπικά όλους τους ενορίτες τους, και, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμη και να καλύψουν όλη την έκταση της ενορίας τους αγιάζοντας τα σπίτια κατά τα Θεοφάνεια. Η πολυανθρωπία και τα μεγέθη αποκλείουν ή περιορίζουν την ουσιαστική επαφή, ψυχολογική και πνευματική, μεταξύ του συνόλου των πιστών και των ποιμένων τους.
Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, οι ενορίες έχουν αναπροσαρμόσει την κοινωνική και φιλανθρωπική δράση τους, αλλά και μέρος της ποιμαντικής διακονίας τους, ώστε να ανταποκρίνεται προς τις νέες συνθήκες. Μεγάλες γιορτές, σε πνευματικά κέντρα και εκκλησιαστικές αίθουσες, κύκλοι ερμηνείας των καινοδιαθηκικών αναγνωσμάτων της θείας λατρείας ή της Καινής Διαθήκης, συνεστιάσεις και εκδρομές, με προσκυνηματικό χαρακτήρα, έκδοση ημερολογίων και εντύπων, όλα αυτά αποτελούν τρόπους πραγματώσεως του ενοριακού έργου που ήταν άγνωστοι στις παραδοσιακές κοινωνίες, ενώ αντιστοίχως πολλές από τις δράσεις των ενοριών της τουρκοκρατίας έχουν τώρα περάσει σε άλλους φορείς, στην τοπική και τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, αλλά και σε υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Έτσι, η προσφορά της Εκκλησίας, δια των ενοριών, είναι διαρκής και πάντοτε εκσυγχρονιζόμενη, με στόχο πάντοτε την αδιάκοπη και θερμή θεία λατρεία, την ανακούφιση του εμπεριστάτου ανθρώπου, την ηθική ανύψωση του ποιμνίου, την αγάπη.
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν νέες μορφές που αποτελούν μετεξέλιξη παλαιότερων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τρόπου αναγγελίας και γνωστοποίησης των πανηγυριών. Τη θέση του παλαιότερου δημόσιου κήρυκα, του ντελάλη, έχουν πάρει πια οι έγγραφες και τυπωμένες αναγγελίες πανηγυριών. Πρόκειται για αφίσες ή μικρότερες ανακοινώσεις, στις οποίες αναγράφεται ο ναός, η πανήγυρη και το πρόγραμμα των σχετικών ακολουθιών. Την παλαιότερη μορφή των απλών τυπωμένων ανακοινώσεων, έχει διαδεχθεί πλέον μία περισσότερο διακοσμημένη και προσεγμένη όψη, με την εικόνα του αγίου ή των αγίων που εορτάζουν, διακοσμητικά στοιχεία, συνήθως από την βυζαντινή αγιογραφία ή την διακόσμηση των χειρογράφων κωδίκων, πολύχρωμες επιγραφές και αναλυτικό πρόγραμμα όλων των λειτουργικών λεπτομερειών. Η χρήση μάλιστα αυτών έχει επεκταθεί και στην ελληνική επαρχία, ώστε παρόμοιες αναγγελίες να συναντά κανείς τοιχοκολλημένες σε διάφορα δημόσια σημεία με κοινή θέα, αλλά και έξω από τους ναούς κάθε περιοχής.
Με αυτά όμως θα ασχοληθούμε και στο επόμενο άρθρο μας